Ἦσαν καλοὶ ἄνθρωποι… Νοικοκυραῖοι…

Σὰν σήμερα, πρὸ 97  ἐτῶν περίπου, ξεκίνησε…

Πολὺς πόνος… Πολύ αἷμα… Πολὺ μεγάλο τὸ τίμημα….

Σὰν σήμερα, 353.000 Τραντέλληνες χάθηκαν ἀπὸ χέρι μογγόλου… Ἔτσι… Γιὰ νὰ σβήσουν τὴν μνήμη τοῦ πλανήτου οἱ ἀπάτριδες… Γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν καταγωγή τους… Γιὰ νὰ παρακαλοῦν σήμερα, πληρώνοντας μὲ ἑκατομμύρια ἐπὶ ἑκατομμυρίων, τὴν μὴ ἀναγνώρισι τῶν γενοκτονιῶν ποὺ διέπραξαν…

Ἀκόμη ἀνακαλύπτουν ὁμαδικοὺς τάφους… Πῶς πετοῦσαν κάποτε τὰ ῥοδάκινα; Ἔτσι πετοῦσαν κι αὐτοὶ τοὺς ἀνθρώπους.. Σὰν σάπια ῥοδάκινα… Ἄχρηστα… Ἀπλήρωτα… Λὲς καὶ εἶχαν δικαιώματα ἐπὶ τῆς ζωῆς… Τὰ κτήνη…

Σὰν σήμερα σχεδὸν ξεκίνησε…

Ὁ παπποῦς μου, παιδάκι 4-5 ἐτῶν, ἔφυγε διωγμένος μὲ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα γιὰ Ῥωσσία. Αὐτοὶ ἐσώθησαν… Τυχαίως… 

Ἡ γιαγιὰ μου ὅμως ἐπεβίωσε βρέφος ἀπὸ μεγάλες σφαγές καὶ πορεῖες θανάτου… Κι αὐτὴ ἀπὸ 11 ἀδέλφια, ἴσα ποὺ διεσώθη… Ἐθήλαζε.. Γιὰ ἐτοῦτο… 

Δύο ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἐγνώρισα. Ὁ παπποῦς μου σκοτώθηκε στὸν ἐμφύλιο καὶ ἡ γιαγιά, πληρώνοντας τὶς τόσες κακουχίες, ἔσβησε λίγες ἑβδομᾶδες μετὰ τὸν παπποῦ…. Ἀπὸ καϋμὸ λέν… Ἴσως….

Ζήσαμε… Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς ζήσαμε…. 

Ἕνας γέρος, παιδικὸς φίλος τοῦ παπποῦ  μου,  102 ἐτων, πρὸ μερικῶν ἐτῶν μοῦ ἔλεγε γιὰ τοὺς δεκαεπτὰ πολέμους ποὺ ἔζησε… Δεκαεπτά… Λὲς καὶ οἱ πόλεμοι ἦσαν πανηγύρια… Δεκαεπτά!!! 

Γενεὲς ξεκληρισμένες… Τσακισμένες… Ἀλλὰ ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ἀτσάλι… Κι ἔζησαν… Ἔζησαν… Καὶ ζοῦμε κι ἐμεῖς…

Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν… Καὶ κάπου κάπου θυμοῦνται… Οἱ Πόντιοι θυμοῦνται λίγο περισσότερο…

Ἕνας θεῖος μου ἔχει ἀφήσει ἔως καὶ χάρτη στὰ παιδιὰ του γιὰ τὸ ποῦ θὰ εὕρουν τὸ κάθε τί… Τὸ κάθε τί… Ἡ μάννα του, ἔφτιαξε τοὺς χᾶρτες καὶ τοὺς διεμοίρασε στὰ παιδιά… Ἑπτὰ ἢ ὀκτώ ἐτῶν ἦταν ὅταν ἔφυγε…  Ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ μου… Πέθανε τυφλή μὲ τὸν καϋμὸ πὼς δὲν εἶδε Πατρίδα…

Ῥιζώσαμε ἐδῶ… Ἀλλὰ λίγο… Οἱ μισές μας ῥίζες ἔμειναν πίσω… Δὲν ξέρω ἐὰν εἶναι καλὸ ἢ κακὸ αὐτό… Συχνὰ ἀναρωτιέμαι… Μοῦ τὰ ἔλεγε ἡ γριὰ θεία, ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ.  Ἡ γιαγιὰ Πολυξένη.

Μιλοῦσε γιὰ τὶς κραυγὲς καὶ τὰ μάτια της ἔτρεχαν ποτάμι… Ὅλα τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ ξέφυγαν, ἔλεγε…  Ὄχι ὅμως τὰ ἀγόρια…  Καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα χωριὰ, ἀπὸ ὅπου περνοῦσαν τὶς νύκτες γιὰ νὰ ξεφύγουν, τὰ οὐρλιακτὰ δὲν ἔπαυαν… Ἀσταμάτητα… 

Ἢμουν παιδάκι, κι ἐκείνη τυφλή… Μᾶς ἔβαζε ἐμπρός της κι ἔλεγε… Καὶ τὰ μάτια τὰ ἄδεια ἔτρεχαν… Βρύσες…. «… Χάσαμε καὶ τὸν θεῖο Ἀνέστη… Καὶ τὸν ἐξάδελφο τὸν Κόλλια… Καὶ τὸν Χαρίτωνα τοῦ παπᾶ… Πᾶνε τὰ παλληκάρια μας… Στὸν δρόμο σάπισαν τὰ κόκκαλά τους… Χάσαμε καὶ τὸ Λενάκι, τῆς θειᾶς τῆς Κερεκῆς… Καὶ τὴν Μαριούλα…  Καὶ παιδιά… Οὒουουου… Πολλὰ παιδιά δικά μας…  Ἐμεῖς φύγαμε… Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι τί νὰ ἀπέγιναν; Πᾶνε… Χάθηκαν… Πόλεμος ἦταν.. Κακὸ πρᾶγμα ὁ πόλεμος… Μὰ ἐμεῖς πάντα πόλεμο εἴχαμε… Ἀπὸ μωρά..
Μᾶς ξεῤῥίζωσαν…. Μᾶς πέταξαν ἀπὸ τὰ σπίτια μας… Καὶ ὅλα μας τὰ παλληκάρια, ἀπὸ μωρά, μὲ τὰ ὄπλα στὰ χέρια… Κι ἔτσι σωθήκαμε… Μὲ τὰ ὅπλα… Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι χάθηκαν… ὤι ὤι ὤ… Σχεδὸν ὅλοι… Πᾶνε… Ὢι, ὤι, ὤι μαννούλα μου… ὅλοι… Χάθηκαν ὅλοι… Τόσοι ἄνθρωποι… Καλοὶ ἄνθρωποι  ὅλοι… Νοικοκυραῖοι ὅλοι… Καὶ χάθηκαν…» Κι ἔτρεχαν τὰ μάτια τὰ σκοτεινά…  Τὰ ἄδεια ἀπὸ χαρὲς μάτια… Συνέχεια… Ἡμέρα καὶ νύκτα… Ἕνα «χάσαμε» ἡ ζωή τῆς γιαγιᾶς Πολυξένης… Ἕνα «χάσαμε»…

Κι ἐγὼ παιδάκι μικρό τὴν ἄκουγα… Λίγα καταλάβαινα… Τὰ πιὸ πολλὰ ἦσαν μοιρολόι… Δὲν τὰ ἤξερα… Ἄλλη γενεά… Ἄλλα χρόνια… Καὶ οἱ εἰκόνες μακρυνές, ἄγνωστες, δίχως χρώματα.. Κάτι ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες κάπου κάπου γιὰ νὰ μάθουμε ποιὸς ἦταν ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος χαμένος.. Ποῦ νὰ τὰ θυμόμαστε ὅμως; Ἀσπρόμαυρα ἦσαν… Ξεθωριασμένα…

Μεγαλώσαμε.. Πέθανε καὶ ἡ γιαγιά… Ξεχαστήκαμε… Καὶ μετὰ ἔπιασα τὴν ἰστορία.. Ἔρωτας μεγάλος ἡ ἱστορία.. Ἀπέραντος… Καὶ τότε κατάλαβα ὅσα ἡ γιαγιὰ μᾶς ἔλεγε… Οἱ εἰκόνες πῆραν χρῶμα… Οἱ ζωγραφιὲς δὲν ἔδειχναν πλέον ἄγνωστα πρόσωπα… Καὶ ἡ ζωή τους ποὺ ἔσβησε κάπου, δὲν ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ ἀφῳροῦσε… Ἦταν ἡ ἱστορία τῶν δικῶν μου ἀνθρώπων. Αὐτῶν ποὺ ἡ γιαγιὰ Πολυξένη, ἡ ἀδελφὴ τοῦ παπποῦ μου, μὲ τόση ἐπιμονὴ ἔλεγε καὶ ξανάλεγε… Ἦταν οἱ δικοί μου ἄνθρωποι πλέον! Αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν θεῖο Ἀνέστη, ἐξάδελφο Κόλλια, θεία Κερεκή, Λενάκι… Δικοί μου ἄνθρωποι… Ποὺ σηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι γιὰ νὰ πιοῦν ἕνα ποτήρι νερό καὶ ἐχάθησαν.. Ποὺ μπῆκε ὁ φονιὰς στὸ σπίτι τους καὶ τοὺς ἔκοψε…

Καλοὶ ἄνθρωποι… Ἥσυχοι… Νοικοκυραῖοι.. Καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἦλθε κάποιαν στιγμὴ, κάποτε,  ἔκατσε στὴν αὐλή τους πεινασμένος καὶ ἐζήτησε ψωμί. Καὶ οἱ καλοὶ ἄνθρωποι τοῦ ἔδωσαν… Καὶ ψωμί, καὶ στρῶμα καὶ δουλειά… Κι ἐπέρασαν χρόνους πολλοὺς ἔτσι… Μὰ ὅταν ὁ ξένος ἔνοιωσε δυνατός, πῆρε μαχαίρι κι ἔκοψε τὸν νοικοκύρη. Τοῦ ἅρπαξε τὸ σπίτι, τὴν κόρη, τὴν γυναίκα, τὸ κρεββάτι, τὸν κῆπο, τὸ πηγάδι… Τὰ πάντα.. Κι ἔγινε αὐτὸς νοικοκύρης.. Ψεύτικος  νοικοκύρης… Κίβδηλος…  Γιὰ ἐτοῦτο καὶ τριγυρνᾶ ὡς ἐπαίτης σὲ κάθε αὐλὴ καὶ παρακαλᾶ γιὰ ἀναγνώρισι… Γιὰ ἀμνημοσύνη… Γιὰ ἀκύρωσι τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς γενοκτονίας.. Ὁ κίβδηλος…

Αὐτὸς ποὺ τώρα πάει νὰ ξανακάνῃ τὰ ἴδια… Σὲ ἄλλες γειτονιές μας… Γειτονιὲς ποὺ λέγονται Θράκη, Ἤπειρος, Μακεδονία, Κρήτη, Δωδεκάνησα.. Παντοῦ… Ξέρει τὸν τρόπο.. Τὸ ἔχει ξανακάνει τόσες καὶ τόσες φορὲς τὸ ἔγκλημα… Καὶ κάποιες ἀνίκανες κυβερνήσεις σήμερα, ὅπως καὶ τότε, ἀδυνατοῦν νὰ σταθοῦν ὄρθιες καὶ νὰ τὸν ἀντιμετωπισουν…. 

Εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν σὲ αὐτὲς τὶς γειτονιές μας… Καλοὶ ἄνθρωποι… Νοικοκυραῖοι… Δίδουν καὶ ψωμὶ καὶ νερὸ στὸν κάθε διαβάτη. Καὶ στρῶμα ἐὰν ἔχῃ ἀνάγκη.. Καλοὶ ἄνθρωποι… Φιλόξενοι…  Καὶ εἶναι χιλιάδες οἱ διαβᾶτες ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴν  πόρτα τους.. Καὶ δίδουν συνέχεια..  Ἀλλὰ δὲν ἔχουν μάθει ἀπὸ τὴν ἱστορία.. Δὲν θυμοῦνται… Δὲν ἔχουν ἴσως δικούς τους ἀνθρώπους μέσα στοὺς ὁμαδικοὺς τάφους… Κάτι λίγοι «γραφικοὶ» ποὺ φωνάζουν, χαρακτηρίζονται μὲ τίτλους ὅπως «φασίστας, ἐθνικιστής,  ἀκροδεξιός». Ὅμως οἱ «γραφικοὶ» ξέρουν… Ἔχουν δικούς τους νεκροὺς ἀπέναντι… Καὶ ξέρουν… Ἐκεῖνοι οἱ τᾶφοι δὲν γέμισαν μὲ ἀέρα καὶ νερό.. Μὲ ἀνθρώπινα κορμιὰ γέμισαν…..

Δὲν θέλω νὰ σκέπτομαι ἄλλο… Κουράστηκα… Δὲν ἔχει κάποιο νόημα νὰ κλαίω τοὺς νεκρούς μας ἀκόμη… Δὲν τοὺς κλαίω ἄλλως τε… Τοὺς θυμήθηκα σήμερα, ὅπως κάνω συχνά… Ἀλλὰ δὲν τοὺς κλαίω. Μόνον τοὺς τιμῶ! Διότι κάποιος πρέπει νὰ τὸ κάνῃ κι αὐτό…

Ὅμως αὐτὸ θέλω νὰ σταματήσῃ… Δὲν ἔχει κάποιο νόημα νὰ περιμένουμε μία ἀκόμη ἐπανάληψι ἀπὸ μογγολικοὺς περιπάτους στὶς γειτονιὲς ποὺ ἀπέμειναν ἐλεύθερες… Κανένα…  Κάποτε πρέπει αὐτὸ τὸ ἄλλο τέρας ποὺ λέγεται ἑλληνικὴ κυβέρνησις νὰ ξυπνήσῃ καὶ νὰ προστατεύσῃ τοὺς πολίτες του… 

Διότι αὐτὴν τὴν φορὰ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν.. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς  ἀφήσουμε… Δὲν μᾶς χρειάζονται κι ἄλλοι ὁμαδικοὶ τᾶφοι…  Καὶ εἶναι στὸ χέρι μας… Ὄχι στὸ δικό τους… Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε.. Στὸ δικό μας χέρι Ἕλληνες… 

Κι ἂς μὴ τὸ γνωρίζετε κάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς ἀκόμη…

Φιλονόη κ το Πόντου

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

6 thoughts on “Ἦσαν καλοὶ ἄνθρωποι… Νοικοκυραῖοι…

  1. Ναι, δεν τους κλαίμε… Ομως δεν τους λησμονάμε ποτέ. Γιατί ετσι μόνο οταν θα ερθει η ώρα…. και πιστεύω να είναι σιμά… η θύμηση τους θα γίνει φάρος που θα μας οδηγήσει στην λευτεριά και την ανεξαρτησία.
    Είμαστε λίγοι, ως συνήθως, αλλά οταν ομονοήσουμε τίποτα δεν μας σταματά από τη δόξα και την απόδοση δικαιοσύνης.

  2. Τὶ μοῦ ἐθύμησες βρὲ Φιλονόη…. Ἦταν καλὸς ἄνθρωπος …. καὶ νοικοκύρης, ὁ παπποῦς μου ὁ Παναγιώτης, ὁ πατέρας τῆς μητέρας μου. Ἦταν καὶ ἕγιος. Ἐνωρὶς μετανάστευσε, τὸ 1909, ἀπὸ τὴν Κερασοῦντα μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του τὸν Θεόδωρο εἰς τὴν Άμερικὴ. Μὲ τὰ φρικτὰ γεγονότα ἐκατάφεραν (Κύριος οἶδε πῶς) νὰ σωθοῦν εἰς τὴν Μακεδονία ὁ ἀδελφός του Χρῖστος καὶ ἡ ἐδελφή του Ἀναστασία. Τὸν πατέρα του Σταῦρο, τὴν μητέρα του Ἐλισσάβετ καὶ κάτι ἄλλα ἀδέλφια, ἔ, ὅλους τοὺς ἔφαγε ἡ μαρμάγκα… Ἦταν καὶ αὐτοὶ καλοί, πολὺ καλοὶ ἄνθρωποι… νοικοκυραῖοι. Τὰ γνωρίζω ὅλα αὐτά, ζῶ, καὶ θὰ ζῶ μὲ τὸν πόνο. Μὲ τὸν πόνο γι αὐτοὺς ποὺ ἀδίκως ἐχάθησαν, μὲ τὸν πόνο γιὰ τὴν ἀλύτρωτη πατρίδα. Εἶμαι καὶ ἐγὼ καλός ἄνθρωπος… νοικοκύρης καὶ μοῦ ἀρέσει κάθε καλὸς ἄνθρωπος, νοικοκύρης….
    καὶ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ. Ποτέ!

    • Ἀδίκως ἐχάθησαν…… Κι ἐγὼ δὲν ξεχνῶ… Καὶ κάθε χρόνος ποὺ περνᾶ, μὲ κάνει καὶ θυμᾶμαι καλλίτερα….

Leave a Reply