Ἡ ἀρχαία Μίεζα.

Ἡ πόλις ποὺ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ οἱ βασιλόπαιδες ἐδιδάχθησαν ἐκ τοῦ Ἀριστοτέλους λογική. 

Ὁ χῶρος ποὺ βρίθει ἀπὸ ὀμορφιά, πληροφορίες κι  Ἑλληνικότητα.

Ἀξίζει νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦμε, νὰ τὴν γνωρίσουμε, νὰ τὴν μελετήσουμε…

Φιλονόη

Υ.Γ. Κάποτε ὁ Μπαμπινιώτης ἰσχυρίσθη πὼς ἡ λέξις Μίεζα δὲν εἶναι ἑλληνική. Αὐτὸς μάλιστα. Ἀπὸ νωρίς κατέδειξε τό ποιόν του.

Οι θησαυροί της αρχαίας Μίεζας στη Μακεδονία

Στην επαρχία Νάουσας του Νομού Ημαθίας, στους πρόποδες του Βερμίου και σε ένα εύφορο πεδινό τοπίο αποκαλύπτεται σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες μία σπουδαία μακεδονική πόλη, η αρχαία Μίεζα, πόλη της Βοττιαίας (περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας στα βόρεια και βορειοδυτικά του Θερμαϊκού κόλπου. Την κατοικούσε το θρακικό προελληνικό φύλο των Βοττιαίων. Κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, με την άφιξη των Μακεδόνων, μετανάστευσαν σε τμήμα της δυτικής Χαλκιδικής που ονομάστηκε Βοττία) 

Παρά τη βεβαιωμένη ύπαρξη πρωϊμότερων οικισμών, ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, η περιοχή γνωρίζει τη μεγαλύτερη της ακμή στους ελληνιστικούς χρόνους. Τα διάσπαρτα αρχαιολογικά κατάλοιπα από την ευρύτερη περιοχή της Μίεζας φανερώνουν μία δυναμική μακεδονική πόλη, που αναπτύσσεται ιδιαίτερα στους χρόνους των Μακεδόνων βασιλέων, αλλά συνεχίζει να ευημερεί και στους μετέπειτα αιώνες.

Πρώτα εντοπίστηκαν οι μεγάλοι μακεδονικοί τάφοι των Λευκαδίων, και λίγο αργότερα ο χώρος του Νυμφαίου κοντά στη Νάουσα, που ταυτίζεται με τη Σχολή του Αριστοτέλους. Έχουν ακόμη ερευνηθεί οργανωμένα νεκροταφεία, όπως στη θέση Ρουντίνα και στη θέση Καμάρα, όπου αποκαλύφτηκαν τάφοι που χρονολογούνται από τον 6ο ως τον 4ο αι. π.Χ. Αξιόλογα είναι επίσης τα λείψανα δύο πολυτελών κατοικιών στις θέσεις Καμάρα και Μπαλτανέτο αντίστοιχα (υστεροελληνιστικοί-ρωμαϊκοί χρόνοι). Στη θέση Μπελοβίνα Κοπανού αποκαλύφτηκε το 1992 ένα θέατρο της πρώϊμης ρωμαϊκής περιόδου, ενώ στον ίδιο χώρο ανασκάπτονται τα τελευταία χρόνια σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στωϊκών και άλλων κτηρίων από το δημόσιο κέντρο της ελληνιστικής πόλης. Στην τοποθεσία “Τσιφλίκι”, όπως ονομάζεται ο λόφος που υψώνεται νότια του χωριού Λευκάδια υπάρχουν εκτεταμένες αρχαιότητες των ύστερων ρωμαϊκών, αλλά και των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που μαρτυρούν ότι η ζωή στην ευρύτερη περιοχή της Μίεζας συνεχίζεται ακμαία μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.

Η ταύτιση της πόλης οφείλεται στον επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Φ. Πέτσα, ο οποίος εργάστηκε επί σειρά ετών στο χώρο και προέκυψε από το συνδυασμό γραπτών πηγών, τοπογραφικών παρατηρήσεων και ανασκαφικών δεδομένων. Η πόλη αναφέρεται από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς όπως ο Πτολεμαίος, ο Πλίνιος και ο Στ. Βυζάντιος.

Ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα, ο περιηγητής Delacoulonche είχε εντοπίσει τις πρώτες αρχαιότητες, αλλά η συστηματικότερη έρευνα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας άρχισε στη δεκαετία του 1950, καθώς τα δημόσια έργα υποδομής και η εκτεταμένη καλλιέργεια οδηγούσαν συχνά στην αποκάλυψη αρχαίων και στη διενέργεια σωστικών ανασκαφών. 

H Σχολή του Αριστοτέλη

Στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Μίεζας εντάσσεται και ο αρχαιολογικός χώρος του Νυμφαίου που βρίσκεται στη θέση Ισβόρια, πάνω στο δρόμο που οδηγεί από το χωριό Κοπανός προς την επαρχία της Νάουσας του Νομού Ημαθίας. 

Πρόκειται για ένα φυσικό τοπίο που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με την ομορφιά του. Ο χώρος αυτός έχει ταυτιστεί με τη Σχολή του Αριστοτέλους. Εδώ, ο μελλοντικός βασιλιάς της Μακεδονίας μαζί με έναν εκλεκτό κύκλο μαθητών από γόνους ευγενών μακεδονικών οικογενειών μυήθηκε στη φιλοσοφία και στην ποίηση, στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Ο Αλέξανδρος παρέμεινε στη Σχολή μέχρι το 340 π.Χ., οπότε επέστρεψε στην Πέλλα για να ασκήσει καθήκοντα αντιβασιλέα, κατά την απουσία του πατέρα του.

Η επίδραση της αριστοτελικής σκέψης στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού διαδόχου, αλλά και στη φιλοσοφία ζωής που είχε ο μετέπειτα κοσμοκράτορας για την ηθική και την πολιτική, γνωρίζουμε πως στάθηκε καθοριστική. Παρά το σύντομο χρονικό διάστημα λειτουργίας της Σχολής, τρία μόλις χρόνια, η συνύπαρξη στο χώρο αυτό του Αριστοτέλη, μιας από τις μεγαλύτερες σε παγκόσμιο επίπεδο πνευματικές φυσιογνωμίες, και του Αλέξανδρου, της γοητευτικότερης ίσως προσωπικότητας του αρχαίου κόσμου, αναδεικνύει τη Σχολή Αριστοτέλους ως ένα ιστορικό τόπο με παγκόσμια ακτινοβολία.

Οι αρχαίοι συγγραφείς Πλούταρχος (Αλέξ. 7) και Πλίνιος (Nat. Hist. XXXI,30) αναφέρονται στα κείμενα τους στη Σχολή του μεγάλου φιλοσόφου, που προσκλήθηκε από το Φίλιππο Β΄ να αναλάβει την αγωγή του δεκατριάχρονου τότε γιου του, Αλέξανδρου (343/2 π.Χ.).

Ο Πλούταρχος, περιγράφοντας στο Βίο του Αλεξάνδρου το χώρο που επιλέχτηκε για την ίδρυση της βασιλικής Σχολής, αναφέρει το ”περί Μίεζαν Νυμφαίο”, δηλαδή το Νυμφαίο κοντά στη Μίεζα, με τους υπόσκιους περιπάτους και τις λίθινες έδρες, που σώζονταν ακόμη στην εποχή του και επισημαίνει μάλιστα ότι επιδεικνυόταν ως αξιοθέατο.

Ο χώρος είχε γίνει γνωστός στην έρευνα από το Γάλλο περιηγητή Delacoulonce στα μέσα του 19ου αι. αλλά το 1965 καθαρίστηκε για πρώτη φορά από τη βλάστηση και ένα τμήμα του ανασκάφτηκε τα επόμενα χρόνια από το Φώτη Πέτσα, ο οποίος, συνδυάζοντας εύστοχα τις γραπτές πηγές, τις τοπογραφικές παρατηρήσεις και τα ανασκαφικά δεδομένα, ταύτισε τη θέση με τη Σχολή του Αριστοτέλους.

Το θέατρο της Μίεζας

Το θέατρο αποκαλύφθηκε τυχαία το 1992 σε μία φυσική πλαγιά και πιθανότατα ανήκει στη μακεδονική πόλη Μίεζα. Το κοίλο έχει 15 σειρές εδωλίων λαξευμένων στο βράχο, ενώ το σκηνικό οικοδόμημα αποτελείται από το κτιστό προσκήνιο, που φέρει δωρικούς ημικίονες στην πρόσοψη, και από τη σκηνή, η οποία δυστυχώς σώζεται σε άσχημη κατάσταση. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 1.500 θεατές.

Χρονολογείται στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια. Από το 1993 άρχισε ανασκαφική έρευνα, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Ανασκαφείς είναι οι αρχαιολόγοι Βασιλική Μισαηλίδου και Βικτώρια Αλλαμάνη. Ο χώρος είναι επισκέψιμος οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.


Θησαυρός νομισμάτων

Ενας θησαυρός ασημένιων νομισμάτων (η πλειονότητα των οποίων προέρχεται από νομισματοκοπεία παραλιακών πόλεων της Μικράς Ασίας), τα οποία έφερε και έκρυψε στην αρχαία Μίεζα ένας παλαίμαχος πολεμιστής που συμμετείχε στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.

Ο θησαυρός των νομισμάτων ήταν κρυμμένος στα θεμέλια του εστιατορίου της αρχαίας αγοράς της Μίεζας, η οποία αποκαλύπτεται για πρώτη φορά και είναι επιβλητική.

Το σύνολο του οικοδομικού συγκροτήματος, που είναι εντυπωσιακό σε όγκο και πρέπει να ξεπερνά συνολικά τα 300 μέτρα, θα πρέπει να ήταν σε λειτουργία από τα μέσα του 4ου π.Χ. έως το πρώτο τέταρτο του 3ου π. Χ. αιώνα, με λειτουργία κτιρίων πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα.

Μακεδονικός τάφος Λύσωνος και Καλλικλέους

Το ταφικό μνημείο του Λύσωνος και του Καλλικλέους είναι ένας από τους τέσσερις σημαντικούς μακεδονικούς τάφους των Λευκαδίων, που είχαν κατασκευασθεί κατά μήκος του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την Πέλλα, την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου. Σύμφωνα με την κεραμική που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές και την προσωπογραφία των μελών που τάφηκαν εδώ, ο τάφος μπορεί να χρονολογηθεί από τα τέλη του 3ου έως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Έχει τις μικρότερες διαστάσεις από όλους τους τάφους στην περιοχή του Κοπανού, αλλά ξεχωρίζει για το κατάγραφο εσωτερικό του, που διασώζει ονόματα πέντε γενεών της ίδιας οικογένειας. Πρόκειται για τον τάφο της οικογένειας του Αριστοφάνη, τα μέλη της οποίας αναγράφονται με κόκκινα γράμματα πάνω από ορθογώνιες θήκες, που ανοίγονται σε δύο επάλληλες σειρές στις τρεις πλευρές των τοίχων.

Ο τάφος αποτελείται από το στενό προθάλαμο και τον τετράγωνο νεκρικό θάλαμο με προσανατολισμό Β-Ν και είσοδο στη νότια πλευρά, η οποία έκλεινε με δίφυλλη πόρτα. Ο προθάλαμος έχει επίπεδη οροφή και στα τοιχώματά του είναι ζωγραφισμένα ένα περιρραντήριο και ένας βωμός, ενώ στο υπέρθυρο του ανοίγματος προς το θάλαμο υπάρχει γραπτή επιγραφή με τα ονόματτα των πρώτων ενταφιασμένων νεκρών: ”Λύσωνος και Καλλικλέους των Αριστοφάνους”. Ο νεκρικός θάλαμος διαθέτει είκοσι δύο θήκες σε δύο σειρές, οι δεκαεπτά από τις οποίες είχαν δεχθεί τις στάχτες και τα κτερίσματα από τις καύσεις των νεκρών. Οι ιωνικές παραστάδες, που αποδίδονται τρισδιάστατα με φωτοσκίαση πάνω στους τοίχους, δημιουργούν στο εσωτερικό του μνημείου την εντύπωση ενός πραγματικού περιστυλίου, στον υπαίθριο χώρο ενός κήπου. Μία συνεχόμενη φυτική γιρλάντα με κορδέλες και ρόδια στεφανώνει το ανώτερο μέρος του περιστυλίου, ενώ στα δύο τύμπανα των στενών πλευρών αποδίδονται ζωγραφικά τα όπλα, που συχνά συνοδεύουν ως κτερίσματα τους νεκρούς πολεμιστές: κράνη, ξίφη, καθώς και δύο διαφορετικού τύπου μακεδονικές ασπίδες. 

Η ζωντάνια των χρωμάτων και η πολύ καλή διατήρηση των τοιχογραφιών οφείλεται στο γεγονός ότι, από τότε που αποκαλύφθηκε το μνημείο, δεν αφαιρέθηκε ποτέ ο χωμάτινος τύμβος του, που του εξασφαλίζει σταθερές συνθήκες υγρασίας. 

Οι ομοιότητες μεταξύ της ζωγραφικής του συγκεκριμένου τάφου με το δεύτερο πομπηιανό στυλ αποτελούν σημαντικές ενδείξεις για τις επαφές και τις σχέσεις του ελληνιστικού κόσμου με τη ρεπουμπλικανική Ρώμη και, ίσως, η συγκεκριμένη τεχνοτροπία (”αρχιτεκτονικό ζωγραφικό στυλ” κατά τη Stella Miller) να αποτέλεσε τις αρχές ή να έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του δεύτερου πομπηιανού στυλ.

Ο τάφος βρέθηκε τυχαία το 1942, ανασκάφηκε από τον Χαράλαμπο Μακαρόνα και δημοσιεύθηκε περιληπτικά από τον ανασκαφέα, ενώ η πλήρης μελέτη του έχει γίνει από την αρχαιολόγο Stella Miller. Σήμερα είναι προσιτός μόνο στους ειδικούς, προκειμένου να εξασφαλίζεται η σταθερή υγρασία, που έχει συμβάλει στην εξαίρετη διατήρηση του ζωγραφικού διακόσμου του. Για την καλύτερη προστασία του μνημείου το 1999 κατασκευάσθηκε μεταλλικό στέγαστρο.

Μακεδονικός τάφος των Ανθεμίων

Από τα λαμπρότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της αρχαίας Μίεζας είναι ο μακεδονικός τάφος ”των Ανθεμίων”. Κατασκευάσθηκε στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα, όπως και άλλοι, παρόμοιοι τάφοι, από τους οποίους ο πιο κοντινός του είναι αυτός της Κρίσεως, 150 μ. ανατολικά. Ο τάφος των Ανθεμίων χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ., δηλαδή είναι σύγχρονος με το μακεδονικό τάφο του Kinch, που επίσης βρίσκεται στην ίδια περιοχή.

Πρόκειται για υπόγειο ταφικό κτίσμα, το οποίο μετά την ολοκλήρωση της ταφής του νεκρού και των καθιερωμένων τελετουργιών προς τιμήν του, καλύφθηκε από τύμβο που είχε ύψος τουλάχιστον 2,50 μ. και διάμετρο 15-17 μ. Ο τάφος είναι διθάλαμος, καμαροσκεπής και είχε ναόσχημη πρόσοψη με τέσσερις ημικίονες ιωνικού ρυθμού και με διακόσμηση από πολύχρωμα ιωνικά και δωρικά κυμάτια. Η είσοδός του είχε κλειστεί με έξι δόμους από πωρόλιθο. Στο αέτωμα (ύψος τυμπάνου 1 μ.) σώζεται ωραία ζωγραφική παράσταση, που εικονίζει ζευγάρι ώριμης ηλικίας καθισμένο σε ανάκλιντρο συμποσίου. Και οι δύο μορφές είναι ντυμένες με χιτώνα και ιμάτιο, που ο καλλιτέχνης έχει αποδώσει με εντυπωσιακές και πλούσιες πτυχές. Την επίστεψη του αετώματος αποτελούν τρία ανάγλυφα ανθέμια με έντονες φωτοσκιάσεις. Ο στενός προθάλαμος του τάφου ήταν επιχρισμένος με ανοιχτό κίτρινο χρώμα στο ανώτερο μέρος των τοίχων και με μαύρο στο κατώτερο, ενώ τα δύο τμήματα χωρίζονταν με ταινίες μαύρου και λευκού χρώματος. Μια εντυπωσιακή παράσταση διακοσμεί την οροφή του προθαλάμου: έξι ανθέμια εναλλάσσονται με νερολούλουδα πάνω σε γαλαζοπράσινο βάθος, που θυμίζει λουλούδια να πλέουν στην επιφάνεια λίμνης. Ο προθάλαμος χωριζόταν από τον κυρίως νεκρικό θάλαμο με μαρμάρινη δίφυλλη θύρα ύψους 3,50 μ. και πλάτους 0,90 μ., διακοσμημένη με ανάγλυφα μοτίβα. Στο εσωτερικό του θαλάμου σώζεται τετράπλευρη λίθινη βάση, που θα περιείχε το αγγείο ή τη λάρνακα με τα οστά του νεκρού. Η καμαρωτή οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με ανοιχτό κίτρινο κονίαμα, ενώ οι τοίχοι είναι μονόχρωμοι και μιμούνται ορθομαρμάρωση: το κάτω τμήμα τους έχει χρώμα μαύρο, το επάνω έχει χρώμα βαθυκόκκινο και χωρίζονται με λευκή ταινία. Η λεπτομέρεια στο σχέδιο και η πολυχρωμία της ιωνικής διακόσμησης χαρακτηρίζουν το μνημείο και δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη χρονολόγησή του αλλά και για τη μεγάλη ζωγραφική στον ελληνικό χώρο. Ο τάφος των Ανθεμίων είχε συληθεί πολλές φορές, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα, και ελάχιστα αντικείμενα βρέθηκαν στο εσωτερικό του, αλλά αρκετά για να δώσουν μια εικόνα από τα πλούσια κτερίσματα που περιείχε. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν τμήματα ελεφαντόδοντου από την ανάγλυφη διακόσμηση της νεκρικής κλίνης.

Ο τάφος ανασκάφηκε το 1971 από την τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Κατερίνα Ρωμιοπούλου μετά από απόπειρα λαθρανασκαφής. Σήμερα προστατεύεται με στέγαστρο, που καλύπτει τμήμα του μνημείου, ενώ η είσοδός του έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για την πρόσβαση των επισκεπτών. 

Μακεδονικός τάφος της Κρίσεως

 Από τους σημαντικότερους και καλύτερα διατηρημένους μακεδονικούς τάφους, που έχουν έλθει στο φως μέχρι σήμερα, είναι αυτός ”της Κρίσεως”, ένα από τα ταφικά μνημεία της αρχαίας Μίεζας, που είχαν κατασκευασθεί στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε την πόλη με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα. Οφείλει την ονομασία του στη μοναδική για την αρχαία τέχνη ζωγραφική παράσταση που τον διακοσμεί και έχει ως θέμα την κρίση του νεκρού. Χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι π.Χ. και ξεχωρίζει ανάμεσα στους μακεδονικούς τάφους για τις μνημειώδεις διαστάσεις του και την επιβλητική του πρόσοψη.

Το μνημείο ανήκει στον τύπο του διθάλαμου μακεδονικού τάφου με καμαρωτή στέγη και καλυπτόταν με χωμάτινο τύμβο που είχε ύψος 1,50 μ. και διάμετρο 10 μ. Η πρόσοψή του είναι διώροφη, συνδυάζει το δωρικό με τον ιωνικό ρυθμό και δίνει την εντύπωση αρχαίου διώροφου κτηρίου με αετωματική επίστεψη. Ο ”πρώτος όροφος” είναι δωρικού ρυθμού με τέσσερις ημικίονες (τετράστυλο πρόπυλο με παραστάδες στις άκρες), επάνω στους οποίους στηρίζεται το δωρικό γείσο. Αποτελείται από τρίγλυφα και ένδεκα μετόπες, που διατηρούν τμηματικά την πολυχρωμία τους και διακοσμούνται με ένα πολύ γνωστό θέμα, την αναμέτρηση των Κενταύρων με τους Λαπίθες. Ταινία με σταγόνες και γραπτή ζώνη με άνθη και έλικες διαχωρίζουν τις μετόπες από την ιωνική ζωφόρο που ακολουθεί. Το θέμα του διακόσμου της είναι κάποια μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι μορφές που τη συνθέτουν είναι ανάγλυφες (stucco). Πάνω από το γείσο αναπτύσσεται ο ”δεύτερος όροφος” της πρόσοψης. Αποτελείται από έξι μικρούς ιωνικούς ημικίονες με ύψος 1,46 μ., ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν διαστήματα διαμορφωμένα ως ψευδόθυρες. Το αέτωμα πρέπει να διέθετε γραπτή διακόσμηση, όπως προκύπτει από διάφορα θραύσματα που έχουν έλθει στο φως. Ανάμεσα στις ακραίες παραστάδες και στους δωρικούς ημικίονες, που πλαισιώνουν τη θύρα, υπάρχουν τέσσερις ζωγραφικοί πίνακες, οι οποίοι αποτελούν ενιαία σύνθεση που απεικονίζει τη σκηνή της κρίσης του νεκρού. Ο νεκρός πολεμιστής οδηγείται από τον ψυχοπομπό Ερμή στους κριτές του Κάτω Κόσμου, Αιακό και Ραδάμανθυ, θέμα εξαιρετικά σπάνιο στην εικονογραφία, αλλά γνωστό από τον πλατωνικό διάλογο ”Γοργίας”. Από τον τρόπο απόδοσης των μορφών προκύπτει ότι δύο ζωγράφοι συμμετείχαν στη διακόσμηση του τάφου. Ο προθάλαμος, αν και δεν έχει ανασκαφεί πλήρως, φαίνεται ότι δεν διέθετε γραπτές παραστάσεις. Αντίθετα, ο νεκρικός θάλαμος με την αρχιτεκτονική διάρθρωση των τοίχων θυμίζει έντονα τις εσωτερικές όψεις σπιτιών της Πέλλας και της Δήλου. Διαθέτει τοιχοβάτη, κυρίως τοίχο, παραστάδες στις γωνίες, θριγκό και καμαρωτή στέγη. Βαθύ γαλάζιο, κόκκινο και λευκό είναι τα χρώματα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο θάλαμο, ενώ ιωνικά κυμάτια, ρόδακες και ταινίες διακοσμούν τα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη.

Ο τάφος της Κρίσεως εντοπίσθηκε τυχαία το 1954 κατά τις εργασίες διάνοιξης επαρχιακού δρόμου και ανασκάφηκε από τον καθηγητή Φώτιο Πέτσα κατά τα έτη 1954-1964. Είχε υποστεί σοβαρές φθορές ήδη από την αρχαιότητα, τόσο στην καμάρα του προθαλάμου όσο και στην πρόσοψη. Εργασίες συντήρησης των κονιαμάτων και δομικής αποκατάστασης της πρόσοψης έγιναν το 1998, παράλληλα με ανασκαφή από τη Λ. Στεφανή, ενώ σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο ανάδειξης του μνημείου, που προβλέπει και νέα πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες. 

Μακεδονικός τάφος του Kinch
 

Οι γνωστοί μακεδονικοί τάφοι των Λευκαδίων, που βρίσκονται στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, την Πέλλα, είναι από τα λαμπρότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της περιοχής. Ο πρώτος τάφος στην περιοχή Κοπανού Ημαθίας εντοπίσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και πήρε το όνομά του από το Δανό αρχιτέκτονα K.F. Kinch, ο οποίος αποκάλυψε το μνημείο και το μελέτησε τα έτη 1887, 1889 και 1892. Εκτός από τα σχέδια ο Kinch αναπαρέστησε ζωγραφικά τη διακόσμηση του τάφου και διέσωσε έτσι τις χαμένες σήμερα τοιχογραφίες του μνημείου, που χρονολογείται στο α΄ μισό 3ου αι. π.Χ.

Ο τάφος είναι διθάλαμος και διαθέτει καμαρωτή σκεπή στο θάλαμο και επίπεδη στον προθάλαμο. Ήταν καλυμμένος από επίχωση που σχημάτιζε τύμβο με ύψος 2,50 μ. Η πρόσοψή του ήταν δωρικού ρυθμού, χωρίς όμως να διαθέτει κίονες. Δύο παραστάδες με επίκρανα πλαισίωναν την είσοδο, την οποία έφραζαν πωρόλιθοι και όχι πόρτα όπως συνήθως. Ο δωρικός θριγκός του τάφου διακοσμείται με έξι τρίγλυφα και έξι μετόπες, που αρχικά είχαν κιτρινωπό χρώμα, ενώ τα τρίγλυφα βαθύ κυανό. Ως επιστέγαση του δωρικού θριγκού υπήρχε ιωνικό κυμάτιο. Οι εσωτερικοί τοίχοι του μνημείου ήταν καλυμμένοι με λευκό κονίαμα, επάνω στο οποίο έγινε ο ζωγραφικός διάκοσμος. Στον προθάλαμο υπήρχε σε ύψος 1,70 μ. από το έδαφος μια ανάγλυφη κορνίζα, που ήταν ζωγραφισμένη με λευκά, κόκκινα και πράσινα άνθη επάνω σε κόκκινη ταινία. Οι τοίχοι του θαλάμου σε ύψος μέχρι και 0,70 μ. από το έδαφος ήταν βαμμένοι με ωχροκίτρινο χρώμα, από εκεί και πάνω με βαθύ κόκκινο χρώμα, ενώ ακόμη ψηλότερα υπήρχε ανθοστοιχία επάνω σε βαθύ γαλάζιο φόντο. Στον ανατολικό τοίχο υπήρχε γραπτή παράσταση, που δεν σώζεται σήμερα. Εικόνιζε Μακεδόνα ιππέα με άλογο που κάλπαζε, να επιτίθεται με το δόρυ του σε πεζό Πέρση στρατιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να αμυνθεί προτάσσοντας την ασπίδα του.

Ο τάφος του Kinch υπέστη σοβαρές ζημιές από τις εργασίες που έγιναν στην περιοχή για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου και καταπλακώθηκε με χώματα. Το 1970-1971, με μέριμνα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας πραγματοποιήθηκαν εργασίες αναστήλωσης και καθαρισμού του μνημείου, με σκοπό την αποκατάσταση της μορφής του. 

Συντάκτης 
Ε. Ψαρρά, αρχαιολόγος (Μακεδονία Γῆ Ἑλληνική)


Ξενάγηση στην αρχαία Μίεζα και την Σχολή του Αριστοτέλους

 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

2 thoughts on “Ἡ ἀρχαία Μίεζα.

  1. Συγκεκριμένως ὅταν πρὸ ἐτῶν ἀπεφασίσθη ἡ μετονομασία ἑνὸς χωρίου τῆς περιοχῆς (δυστυχῶς δὲν ἐνθυμοῦμαι τὸ ὄνομά του ἀλλὰ ἴσως νὰ εἶναι ἡ Κοπανοῦ) εἰς Μίεζαν τοῦτο δὲν ἔγινε διότι ὁ κύριος αὐτὸς ἀπεφάνθη μετ’ ἐπιτάσεως ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο δὲν εἶναι ἑλληνικόν ἀλλὰ… σλαβικῆς προελεύσεως. Ἐφ’ ὅσον ὅμως τοῦτο ἀπεδείχθη περιτράνως ψευδές διατὶ δὲν προχωροῦν τώρα εἰς τὴν μετονομασίαν; Ἰδοὺ ἡ ἀπορία!

Leave a Reply