Ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος!

Ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος…

Κόντευε νὰ ξημερώσῃ ὅταν ἄκουσα τὸν καλπασμόν. Συνέχισα τὸ περπάτημὰ μου, ἀναζητῶντας τὸ ξάφνιασμα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ φωτεινοῦ εὐλογητοῦ. Παντοῦ σκοτάδι. Μονάχα ἡ γοητεία τοῦ καλπασμοῦ φανέρωνε ζωὴν καὶ οἱ σκέψεις μου γι’ αὐτόν. Μὲ δυσκολίαν τὸ γυμνὸν μου κορμὶ ἀνηφόριζε εἰς τοῦ Παρνασσοῦ τὶς σιωπηλὲς πλαγιές …
Κάποια σκόρπια ἀνεμώματα , εἶχαν τὸν δρόμον τους χάσει , ξεδιάντροπα τοῦ ἀνέμου χαϊδέματα ἦταν, ποὺ πότες μὲ σκληρὴν παγεράδα καὶ πότες μὲ θέρμην καλήν, ν’ ἀντισταθοῦν ἤθελαν θαρρεῖς εἰς τὸν πηγαιμὸν μου .
Ἔβλεπα μὰ δὲν ἄκουα· δὲν ἄκουα τῶν ἀστεριῶν τὰ τρεχαλητά , καθὼς ὅλα πίσω ἤθελαν νὰ κρυφθοῦν ἀπὸ τὴν ἤρεμη Σελάνα· κι’ ὕστερα τὸν δρόμον μου νὰ κάνουν σκοτεινόν.
Κάπου κάπου , εἰς τῶν βράχων πλέον τὸ πάτημα , ῥιγοῦσε ἡ γύμνια μου· καὶ ἀπάνω της , ἀπὸ τὸ μέτωπόν μου κυλοῦσαν τοῦ κοπιασμένου μου πηγαιμοῦ οἱ στάλες.
Κόντεψα εἰς τὰ ὕψη νὰ πατήσω τοῦ Παρνασσοῦ, ὅταν ξάφνου ἐχάθη πίσω ἀπὸ νεφελωμένην τῶν οὐρανῶν ὀργὴν ἡ Σελάνα … ὅταν τρομαγμένα τρέξαν ξωπίσω της τ’ ἀστέρια … ὅταν οἱ ἀψηλὲς τοῦ Ὀλύμπου κορφές πίσω ἀπὸ τῆς Νεφέλης ἔκρυψαν τὸ κορμί , τὸ λευκὸν τους λαμπύρισμα … ὅταν ὁ καλπασμός , μονάχα γιὰ μίαν τῆς ζωῆς ἐστάθη στιγμὴν …
καὶ τότες … Φῶς !..
τότες ἄρχισα γλήγορα νὰ τρέχω· τόσον ποὺ ἡ γύμνια μου , δύσκολα τὶς δρασκελιὲς μου ἀκολουθοῦσε· δυὸ ἀκόμη πατήματα , καὶ τότες ,
νά !..
Ὑψώθη ὁ Παρνασσός !.. πατῶντας ἀπάνω του γερά , καὶ μὲ τὰ χέρια ψηλὰ ἀγαπῶντας τὸ Φῶς ,
εἶδα τ’ ἀρχίνημα τοῦ καλπασμοῦ !..
Μυριάδες καὶ μυριάδες ἀκόμη πίσω τους τ’ ἄλογα ἔσερναν ἀχτίδες χρυσόκομες·  κι  ἀπάνω τους ὁ Ἕλλην Θεὸς Εὐλογητὴς τῆς γῆς τοῦ Παρνασσοῦ … ζωή …
Ἤμουν ὀρθὸς ἐμπρὸς εἰς τὸ Φῶς , καθὼς τὴν γύμνια μου χρύσωνε·  τότες ἦταν ποὺ εἶδα νὰ γεννῶνται χρώματα·
εἶδα ἀπὸ βράχους ἄνθη νὰ ὀρθώνονται καὶ ἀπάνω τους πετούμενοι ὑμνηταί , νὰ κελαϊδοῦν τὸν εὐλογημένον τοῦ θεοῦ ἐρχομόν·
τότες τὴν γύμνιαν μου τύλιξαν τ’ ἀρώματα τοῦ καλπασμοῦ ἀπ’ τὴν μιὰ καὶ τῆς γῆς τὰ εὐχαριστήρια μ’ ἐστόλιζαν ἀπ’ τὴν ἄλλην·
κάτω , τὸ πάτημὰ μου ἄνθισμα εὐλογημένον καὶ παντοῦ Φῶς·
καὶ χρώματα καὶ μυρωδιὲς καὶ τῆς γῆς εὐλογημένες φωνές.
Μὲ χρυσωμένην ἐνδεδυμένος γύμνιαν, ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος , χαμογελοῦσα· ἔφυγα τρέχοντας … νὰ προλάβω νὰ φέρω ἤθελα σκοτάδια …
… ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος …

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
31-12-2011

(Ἡ φωτογραφία εἷναι ἀπὸ τὸν Ἐθνικὸν Δρυμὸν Παρνασσοῦ:http://on.fb.me/sf2cLC)

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply