ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ
ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ, ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕΤΑΞΑ
Σήμερα ποὺ οἱ ταγοὶ τῆς Ἑλλάδος ὡδήγησαν τὴν πατρίδα μας μὲ τὶς κλεψιές, τὰ σκάνδαλα, τὸν ἀφελληνισμὸ καὶ τόσες ἄλλες ἄτιμες, ἀνέντιμες καὶἀνθελληνικὲς ἐνέργειες, καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς 70ῆς ἐπετείου ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Δόξας, τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940, καὶ τοῦ δημιουργοῦ της Ἰωάννου Μεταξᾶ, ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κάποιες σκέψεις καὶ κάποιους παραλληλισμούς, οἱὁποῖοι θὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ ὡρισμένα πολὺ σπουδαῖα συμπεράσματα…
Πολλοὶἔμειναν μὲἀνοικτὸ τὸ στόμα, ὅταν εἶδαν τὴν περηφανῆ Νίκη τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν τὸ 1940. Ἀπόρησαν πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ νικήσουν μία χούφτα Ἕλληνες τὴν μεγάλη πολεμικὴ μηχανὴ τῶν Ἰταλῶν μὲ τὰἑκατοντάδες ἀεροπλᾶνα, κανόνια, τάνκς κ.λπ. Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν πῶς ἐμεῖς ποὺ πολεμήσαμε μὲ τὰἀεροσκάφη τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ποὺἦσαν γεμᾶτα ποντίκια, τὰὁποῖα σὲ κάθε στροφὴ τοῦἀεροσκάφους ἔκαναν θόρυβο πέφτοντας στὴν μία ἢ τὴν ἄλλη μεριά, διαλύσαμε, μὲἕνα ἀπὸ αὐτά, τὰἀεροπλᾶνα διώξεως τῆς ἰταλικῆς ἀεροπορίας στὸἀεροδρόμιο τῆς Κορυτσᾶς! (Ὁ πιλότος ποὺἔκανε αὐτὴν τὴν ἀνδραγαθία, εἶναι ὁἀδελφὸς τοῦ πατρός μου, τότε νεαρὸς Ἀνθυποσμηναγὸς καὶ μετέπειτα ἀρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Βασιλικῆς Ἀεροπορίας, πτέραρχος Γεώργιος Ν. Ἀντωνᾶκος).
Ὁ σχεδιασμὸς τῆς Νίκης, ὅμως, εἶχε γίνει ἀπὸ τὸν πρωτεργάτη της Ἰωάννη Μεταξᾶ, ἐμπρὸς στὸν ὁποῖον ὑπεκλίθησαν ἅπαντες! Καὶ τοῦτο, διότι ὁἸωάννης Μεταξᾶς διέψευσε τὶς Κασσάνδρες γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς Ἑλλάδος νὰἀντιμετωπίση τοὺς Ἰταλούς. Αὐτὸ εἶναι πλέον ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονός!
Τὸ τί νόμιζαν οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν δυνατότητά της νὰἀντιμετωπίση ἕναν πόλεμο, φαίνεται ἀπὸ τὰ μυστικὰἀρχεῖα τοῦ Φόρεϊν Ὄφις, ὅπως αὐτὰ δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ τὸ 1971 (σελ. 64). Γράφουν λοιπὸν τὰἑξῆς:
«Ὑπάρχει ἐν τούτοις μία ἄλλη κατάστασις, ἡὁποία δυνατὸν νὰἀπεδεικνύετο σοβαρωτέρα, ἐὰν ὁ στρατηγὸς Μεταξᾶς ἔλεγεν, ὡς εἶπε τὸ 1910, ὅτι ὁ στρατὸς δὲν ἦταν εἰς θέσιν νὰ συμμετάσχη στὴν ἐκστρατεία, τὴν ὁποία οἱ Σύμμαχοι ἐνδέχεται νὰὑποχρεωθοῦν νὰἀρχίσουν στὰ Βαλκάνια. Θὰἠδύνατο καὶ πάλιν, καὶ δικαιολογημένως, νὰ πῆὅτι οἱ Σύμμαχοι ἔχουν παραγνωρίσει τὶς ἑλληνικὲς ἐκκλήσεις γιὰἐξοπλισμὸ καὶ πρέπει νὰὑποστοῦν τὶς συνέπειες. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, ἰδίᾳ μεταξὺ τῶν συγχρόνων καὶ τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων τοῦ Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως, ποὺ εἶναι πεπεισμένοι ὅτι θὰ υἱοθετοῦσε, ἐὰν ἦταν δυνατόν, μίαν παρομοίαν στάσιν.
Καὶ πάλιν, ἐὰν ἡἑλληνικὴ κυβέρνησις διέτασσε ἐπιστράτευσιν χωρὶς νὰὑπάρξη ἐπίθεσις καὶ ἐὰν ἡἐπιστράτευσις αὕτη διαρκοῦσε ἐπὶ πολύ, ὅπως κατὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, ἐνδέχεται καὶ εἶναι πιθανώτατο ὅτι θὰὑπῆρχαν σοβαρὲς διαταραχὲς λόγῳ κακῆς διοργανώσεως. Ἡ χώρα αὐτή, καὶ σὲὁμαλοὺς ἀκόμη καιρούς, ζῇἀπρογραμμάτιστα καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πιστεύσωμε ὅτι μία ἐπιστράτευσις δὲν θὰἐσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες γιὰ τοὺς στρατιῶτες. Ἡ ‘Ελλὰς εἶναι μία πτωχὴ χώρα καὶὁ στρατὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι καλῶς ἐξωπλισμένος γιὰ πόλεμο. Οἱἐπικοινωνίες εἶναι ἐλλιπεῖς καὶ οἱ διοικητικὲς ὑπηρεσίες ἀκόμη καὶἑνὸς πρώτης τάξεως στρατοῦ θὰὑφίσταντο δοκιμασίαν».
Αὐτὴν τὴν ἐντύπωση, αγαπητοὶ φίλοι, ἤθελε ὁ Μεταξᾶς νὰἔχουν οἱἄλλοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ὁἴδιος βεβαίως, μέσα ἀπὸ τὸ δίκτυο ἐπιστράτευσης ποὺ εἶχε ἐκπονήσει, ἤξερε ὅτι μποροῦσε νὰ στείλη σὲ λίγες ἡμέρες πολλὲς δεκάδες χιλιάδες στρατιῶτες στὰ σύνορα, ὅπως τὸἔκανε.
Οἱἄλλοι δὲν τὸἤξεραν καὶἔγραφαν «ἐὰν ἡἐπιστράτευσις αὕτη διαρκοῦσε ἐπὶ πολύ, ὅπως κατὰ τὸν τελευταῖο πόλεμο, ἐνδέχεται καὶ εἶναι πιθανώτατο ὅτι θὰὑπῆρχαν σοβαρὲς διαταραχὲς λόγῳ κακῆς διοργανώσεως»… Καὶ λίγο μετὰ «…δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πιστεύσωμε ὅτι μία ἐπιστράτευσις δὲν θὰἐσήμαινε περαιτέρω ταλαιπωρίες γιὰ τοὺς στρατιῶτες».
Ὁ Μεταξᾶς, ὅμως, κατάφερε καὶ τοὺς κορόϊδεψε ὅλους. Κορόϊδεψε τὶς μυστικὲς ὑπηρεσίες τῶν Ἄγγλων. Εἶχε γύρω του ἀνθρώπους ἔμπιστους καὶ φιλοπάτριδες καὶὄχι μίσθαρνα ὄργανα ξένων συμφερόντων. Ἔπαιρνε πληροφορίες ἀπὸ παντοῦ καὶ μεθόδευε τὰ πάντα, ἔχοντας ὁἴδιος τὸν τελικὸἔλεγχο.
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν ὅσων ἀναφέρω θὰ παραθέσω ἕνα περιστατικὸἀπὸ τὸἐξαίρετο σύγγραμμα τοῦ Κωνσταντίνου Πλεύρη «Ἰωάννης Μεταξᾶς – Βιογραφία», ἐκδόσεις «Νέα Θέσις», μὲ τίτλο κεφαλαίου «Προγραμματισμένο δεῖπνο γιὰ τὸν Γκράτσι». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ Μεταξᾶς εἶχε πάντα τὸν τελικὸἔλεγχο! Γράφει λοιπὸν ὁ Κ. Πλεύρης.
«Ἀπὸ τὶς ἐγγραφὲς στὸ «Ἡμερολόγιο» τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου 1940 φαίνεται καθαρά, ὅτι ὁ Μεταξᾶς ἐγνώριζε ὅτι ἐπίκειται ἐπίθεση καὶ τὴν περίμενε.
Πέραν ἀπὸ τὶς πληροφορίες τῶν Ἑλληνικῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν ὑπῆρξε κάποιο συναρπαστικὸ γεγονὸς ποὺἐδραίωσε τὴν πεποίθηση τοῦ Μεταξᾶὅτι οἱἸταλοὶ θὰἐπιτεθοῦν ἐναντίον μας μέσα στὸν ‘Οκτώβριο.
Ὁ Μανιαδάκης προκειμένου νὰ συγκεντρώση πληροφορίες ἐπενόησε τὸἀκόλουθο τέχνασμα. Παρεκάλεσε τὴν κοσμικὴ κυρία Ρετσίνα, τῆς μεγάλης βιομηχανίας ὑφασμάτων, νὰ παραθέση πρὸς τιμὴν τοῦἸταλοῦ Πρεσβευτοῦ Γκράτσι δεῖπνο καὶ νὰ βάλη δίπλα στὸν Ἰταλὸ στρατιωτικὸἀκόλουθο νὰ καθήση κάποιος Ἕλλην τῆς κατασκοπείας.
Πράγματι ἡ κυρία Ρετσίνα ὠργάνωσε στὸ «Μαξίμ» δεξίωσιν στὴν ὁποίαν προσεκλήθησαν οἱἸταλοὶἐπίσημοι καὶ πολὺς κόσμος. Καθώρισε τὶς θέσεις στὸ τραπέζι ἔτσι ὅπως τῆς ἐζήτησε ὁ Μανιαδάκης.
Ὁ Παξινὸς (Δ/ντὴς κατασκοπείας) ἐκάλεσε τὸν νεαρὸὑπαστυνόμο Ε. Σπηλιόπουλο, ποὺἤξερε Ἰταλικά, καὶ τὸν διέταξε νὰ πάρη γιὰ συνοδό του μία ὡραία δεσποινίδα ἀπὸ νυκτερινὸ κέντρο, δῆθεν ὡς μνηστή του, καὶ νὰ παρακολουθῆ προσεκτικὰ τὶς συζητήσεις μεταξὺ τῶν Ἰταλῶν.
Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ δείπνου ἡ κυρία Ρετσίνα ἔκανε πρόποσιν ὑπὲρ τοῦ Μουσσολίνι καὶ τῆς Ἰταλίας κ.λπ. Μετὰ σηκώθηκε ὁἸταλὸς Πρεσβευτὴς Γκράτσι καὶ μὲὑψωμένο τὸ ποτήρι ἀνταπέδωσε εὐχόμενος εὐτυχία στὸν Ἑλληνικὸ λαό. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ὁἸταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος σκύβει δίπλα καὶ λέγει χαμογελῶντας στὸν βοηθό του. «Νὰ δοῦμε τί θὰ πῆὁἙλληνικὸς λαὸς τὸν Ὀκτώβριο».
Ὁ Σπηλιόπουλος, ποὺ φυσικὰ οὐδεὶς ἐγνώριζε ὅτι ἦτο ἀξιωματικὸς τῆς κατασκοπείας, ἄκουσε ὅσα εἶπε ὁἸταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος καί, εὖγε του, τὰἐθεώρησε ἄξια νὰἀναφερθοῦν στοὺς ἀνωτέρους του. Ἀργὰ τὴν νύχτα τελείωσε ἡ δεξίωση καὶἀρχίζει μία κινηματογραφικὴ περιπέτεια, ποὺ θὰ τὴν ἀναφέρω χάριν τοῦἐνδιαφέροντός της. Ὁ νεαρὸς ὑπαστυνόμος, ἀφοῦ πλήρωσε τὴν δεσποινίδα γιὰ τὴν συνεργασία θέλησε νὰ συνεχίσουν τὴν διασκέδαση. Ἐκείνη ἀρνήθηκε, λογόφεραν σφοδρὰ καὶὁ νεαρὸς τῆς ἔδωσε ἕνα χαστούκι. «Αὐτὸ ποὺἔκανες θὰ μοῦ τὸ πλήρωσης. Θὰ δῆς ποιά εἶμαι ἐγώ», τὸν ἀπείλησε καὶἔφυγε.
Ἡὥρα ἦταν περασμένη. Ὁ Σπηλιόπουλος πηγαίνει στὸ γραφεῖο του, γράφει λεπτομερῶς τὴν ἀναφορά του, τί ἄκουσε δηλαδὴ νὰ λέγη ὁἸταλὸς ἀξιωματικός, τὴν ἀφήνει στὸὑπασπιστήριο τοῦ προϊσταμένου του καὶ φεύγει νὰ κοιμηθῆὄχι στὴν οἰκία του, ἀλλὰ στὸν πατέρα του.
Τὸ πρωΐ ὁ προϊστάμενός του διαβάζει τὴν ἀναφορά, ἐκτιμᾶ τὴν σοβαρότητά της καὶ τὴν παραδίδει στὸν Παξινό, ὁὁποῖος μὲ τὴν σειρά του, δίχως καθυστέρηση, τὴν πηγαίνει στὸν Μανιαδάκη. Ὁ δαιμόνιος Ὑπουργὸς Ἀσφαλείας ἀποφασίζει ὅτι πρέπει νὰ τὴν μάθη ὁ Μεταξᾶς ἀμέσως. Ὁ Μεταξᾶς, καθὼς μοῦ εἶπε ὁ Μανιαδάκης, διάβασε προσεκτικὰ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Σπηλιόπουλου. «Πρόκειται γιὰ σημαντικὴ πληροφορία», σχολίασε. «Φέρτε μου τώρα τὸν Ἀξιωματικὸ ποὺ τὴν συνέταξε, θέλω νὰ μιλήσω μαζί του».
Ὁ Μανιαδάκης τηλεφωνεῖ στὸν Παξινὸ καὶ τὸν διατάσσει νὰἔλθη στὸ γραφεῖο τοῦ μαζὶ μὲ τὸν Σπηλιόπουλο, τὸν ὁποῖον ἀναζητοῦν, ἀλλὰ δὲν βρίσκουν διότι εἶχε ὅπως εἴπαμε κοιμηθη στὸν πατέρα του. Ὁ χρόνος περνᾶ κι ὅλοι ἀνησυχοῦν. Κατὰ τὶς ἕνδεκα ἐμφανίζεται ἀνύποπτος ὁ Σπηλιόπουλος στὴν ὑπηρεσία του. Μόλις τὸν βλέπει ὁ προϊστάμενός του ἀρχίζει τὶς παρατητήσεις. «Ποῦ εἶσαι;», «Ἔλα, σὲ θέλει ὁ Διευθυντής, πρόκειται γιὰ τὰ χθεσινά». Ὁ Σπηλιόπουλος, μοῦ διηγεῖται, ἐνόμισε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸ χαστούκι ποὺἔδωσε στὴν δεσποινίδα καὶ νόμιζε ἀκόμη ὅτι αὐτὴ τὸν κατήγγειλε, ὅτι θὰ ’χε κάποιον ἰσχυρὸ γνωστὸ καὶὅτι θὰ τοῦ ζητοῦσαν τὸν λόγο γιὰ τὴν πρᾶξι του.
Μπαίνει στὸ γραφεῖο τοῦ Παξινοῦὁὁποῖος ἀμέσως σηκώνεται καὶ τοῦ λέγει: «Πᾶμε γρήγορα, μᾶς περιμένει ὁ Μανιαδάκης». Ὁ Σπηλιόπουλος τὰἔχασε. Ὁ Μανιαδάκης δὲν ἦταν μικρὸ πρᾶγμα. Τὸ ζήτημα λοιπὸν ἔλαβε τέτοια ἔκταση. Ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύη ὅτι ὁ Μανιαδάκης τὸν θέλει γιὰ τὸ χαστούκι. Μέσα στὸ αὐτοκίνητο σκέφτεται πόση δύναμη εἶχε ἐκείνη ἡ γυναῖκα γιὰ νὰ φθάση μέχρι τὸν Μανιαδάκη. Προετοιμάζεται τί περίπου θὰ πῆ. Φθάνουν στὸ γραφεῖο τοῦ Μανιαδάκη. Στέκεται προσοχὴ μπροστὰ στὸν πανίσχυρο Υπουργό Ἀσφαλείας. «Κύριε Ὑπουργὲ νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι…», «Ἄστα, ἄστα», τὸν διακόπτει ὁ Μανιαδάκης, «θὰ τὰ πῆς στὸν Μεταξᾶ, πᾶμε». Ὁ Σπηλιόπουλος κατέρρευσε. Στὸν Μεταξᾶ! Πότε πρόλαβε ἡ… Ἐξακολουθεῖ νὰ νομίζη ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ χαστούκι.
Ἐνθυμοῦμαι τὸν Σπηλιόπουλο νὰ μοῦ περιγράφη συγκινημένος πῶς εἰσῆλθε μὲ τὸν Μανιαδάκη στὸ γραφεῖο τοῦ Μεταξᾶ. ὉἘθνικὸς Κυβερνήτης τὸν χαιρέτησε, τοῦἔδειξε νὰ καθήση. Στὰ χέρια του κρατοῦσε τὴν ἀναφορὰ καὶ τότε ὁ Σπηλιόπουλος κατάλαβε γιατὶ τὸν ἤθελαν. «Ἐσὺἔγραψες αὐτό;» ρώτησε ὁ Μεταξᾶς. «Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ». «Θέλω νὰ θυμηθῆς ἀκριβῶς τί συζήτησαν οἱ δύο Ἰταλοί, πῶς ἀκριβῶς τὸἄκουσες στὰἸταλικά». Ὁ Σπηλιόπουλος ἀναφέρει λεπτομερῶς τὰ λεχθέντα. Ὁ Μεταξᾶς τὸν πλησιάζει, τοῦ σφίγγει τὸ χέρι: «Νὰ ξέρης, παιδί μου, ὅτι προσέφερες μεγάλη ὑπηρεσία στὴν Πατρίδα».
Πρὸἐτῶν, ὅταν μοῦ διηγεῖτο τὴν σκηνὴ αὐτὴὁ Σπηλιόπουλος ἔβλεπα δάκρυα στὰ μάτια του».
Ὁ Μεταξᾶς, ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἕλληνας, κατηγορήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺὑπονόμευσαν τὴν Ἑλλάδα πρὸς χάριν ξένων συμφερόντων ὡς «στυγνὸς δικτάτωρ». Κατηγορήθηκε καὶἀπὸἄλλους, πραγματικοὺς δημοκράτες, οἱὁποῖοι, ὅμως, ἀργότερα θὰἀνασκευάσουν τὴν γνώμη τους γι’αὐτόν. Ὅμως ὁ Μεταξᾶς δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰἐνεργῆ γιὰ τὸ καλό της πατρίδος του. Δὲν ἔκλεψε, δὲν ζοῦσε στὴν χλιδή, καὶ κυρίως δικαιώθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν κατηγόρησαν.
Τὸ πῶς ζοῦσε τὸἀναφέρει ὁ Γκράτσι στὸ βιβλίο του, ὅταν λέη «Ἐπὶ τέλους τὸ κουδούνισμα ξύπνησε τὸν ἴδιο τὸν Μεταξᾶ, ποὺἔκαμε τὴν ἐμφάνισή του σὲ μία μικρὴ πλαϊνὴ πόρτα καὶἀναγνωρίζοντάς μέ, μὲἄφησε νὰ περάσω. Ὁ Μεταξᾶς φοροῦσε μία μάλλινη ρόμπα, ἀπὸ τὸν γιακὰ τῆς ὁποίας φαινόταν ἕνα μετριότατο βαμβακερὸ νυκτικό»…
Ἡἀνάλυση τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικότητος τοῦἸωάννου Μεταξᾶἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀντίπαλό του εἶναι δηλωτικὴ τῆς προσωπικότητος τοῦ μεγάλου Ἀνδρός.
Μοῦἕσφιξε τὸ χέρι, γράφει ὁ Γκράτσι, καὶ μὲἔβαλε νὰ καθίσω σὲἕνα μικρὸ φτωχικὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ. Μόλις καθίσαμε, καὶἐπειδὴἡὥρα ἦταν λίγα λεπτὰ μετὰ τὶς 3, τοῦ εἶπα ἀμέσως ὅτι ἡ Κυβέρνησίς μου, μοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ τοῦἐγχειρίσω προσωπικὰἕνα κείμενο, ποὺ δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ τελεσίγραφον τῆς Ἰταλίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα, μὲ τὸὁποῖον ἡἸταλικὴ Κυβέρνηση ἀπαιτοῦσε τὴν ἐλεύθερη διέλευση τῶν στρατευμάτων της στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο, ἀπὸ τὶς 6 π.μ. τῆς 28/10/1940. Ὁ Μεταξᾶς ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζη. Μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιά του, ἔβλεπα τὰ μάτια του νὰ βουρκώνουν. Ὅταν τελείωσε τὴν ἀνάγνωση μὲ κοίταξε κατὰ πρόσωπο, καὶ μὲ φωνὴ λυπημένη ἀλλὰ σταθερή μου εἶπε:
“Alors c’ est la guerre“ Λοιπόν, εἶναι πόλεμος.
Καὶ κατέληξε: … “Vous êtes les plus forts” (εἶσθε οἱ πιὸ ἰσχυροί).
Μὲ τὴν σειρά μου, γράφει ὁ Γκράτσι, δὲν ἤξερα τί νὰ ἀπαντήσω στὰ λόγια αὐτὰ καὶ στὴν βαθιὰ λύπη ποὺ τὰ δονοῦσε. Νομίζω δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο, ὁὁποῖος μία τουλάχιστον φορὰ στὴν ζωή του, νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ἀπέχθεια γιὰ τὸἐπάγγελμά του. Ἂν στὴν μακρὰν σταδιοδρομίαν μου στὴν ὑπηρεσία τοῦ κράτους ὑπῆρξε ποτὲ μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ἐμίσησα τὸ δικό μου, μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ καθῆκον τοῦἀξιώματός μου, μοῦ φάνηκε σταυρὸς καὶὄχι μόνο θλιβερός, ἀλλὰ καὶ ταπεινωτικός, ἡ στιγμὴ αὐτὴἦταν, ὅταν ἄκουσα ἐκεῖνα τὰ ἀποκαρδιωμένα λόγια ποὺ πρόφερε ὁ πρεσβύτης ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε καταναλώσει ὁλόκληρη τὴν ζωή του ἀγωνιζόμενος καὶὑποφέροντας γιὰ τὴν χώρα του καὶ πού, καὶ κατὰ τὴν ὑπέρτατη ἐκείνη στιγμή, προτιμοῦσε νὰ διαλέξη γιὰ τὴν πατρίδα του τὸν δρόμο τῆς θυσίας καὶὄχι τὸν δρόμο τῆς ἀτιμώσεως. Ὑποκλίθηκα μπροστά του μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμὸ καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι του”.
Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν κατηγόρησαν κάποτε, ἔγραψαν, πρὸς τιμήν τους, μετά, ὕμνους ὑπὲρ τοῦ Μεταξᾶ.
Ὁ σπουδαῖος διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στὸ βιβλίο του «Τὰ χρόνια του Μεγάλου Πολέμου» (σελ. 19) γράφει: «Χωρὶς κὰν νὰἐξέλθη ἡ Τουρκία εἰς τὸν πόλεμον, ἐδέσμευσεν, εἰς πολλὰ σημεῖα θίγοντα τὴν Ἑλλάδα, τὴν Μεγάλην Βρετανίαν (ὅπως εἶναι πλέον τώρα γνωστὸν καὶὅπως εἰδικώτερα θὰἴδη ὁἀναγνώστης, ἐὰν διάβαση ὅσα γράφω κατωτέρω σχετικὰ μὲ τὰς ἐν Μέσῃ Ἀνατολῇ καὶ Λονδίνῳἐμπειρίας μου). Φαντασθῆτε, λοιπόν, τί θὰἐπαθαίναμε, ἐὰν ἐξήρχετο ἡ Τουρκία ἐκ τῆς οὐδετερότητος παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Συμμάχων! Ἐὰν ἐξήρχετο, δὲν θὰ μᾶς ἐδίδετο οὔτε καὶ αὐτὴἡ Δωδεκάνησος. Ἂς μὴἀποδώσουν, λοιπόν, οἱ δῆθεν σώφρονες ἀναγνῶσται τὰς τολμηρὰς συστάσεις, ποὺ περιλαμβάνει τὸὑπόμνημά μου, εἰς ἁπλοῦν καὶἄκριτον ἐνθουσιασμὸν ἑνὸς σχετικῶς νέου, τότε, πολιτικοῦ. Πρέπει νὰ εἴμεθα, χωρὶς ἄλλο, εὐγνώμονες εἰς τὸν Ἰωάννην Μεταξᾶ, διότι εἶπε, ὁλομόναχος εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νυκτός, τὸ μέγα «Ὄχι».
Λέγουν, ὅσοι ἀντικρύζουν μὲἐμπάθειαν καὶ αὐτὰ τὰἀνάγλυφα γεγονότα τῆς Ἱστορίας, ὅτι τὸ «Ὄχι» δὲν τὸ εἶπεν ὁ Μεταξᾶς· ὅτι τὸ εἶπεν ὁἙλληνικὸς Λαός. Ναί, τὸ εἶπεν ὁἙλληνικὸς Λαός, ἀλλὰἀφοῦ τὸ εἶχε εἴπη ὁ Μεταξᾶς. Ὁἀτυχὴς καὶ συμπαθὴς Emanuele Grazzi, ἐκτελῶν ἐντολὴν ποὺ δὲν τοῦἄρεσε διόλου (βλ. τὸ βιβλίον του: Ιl principle della fine, Ρώμη 1945), ἐξύπνησε, τὴν 3ην πρωϊνήν, τὸν Μεταξᾶ καὶὄχι τὸν Ἑλληνικὸν Λαόν. Ἐὰν ἔλεγεν ὁ Μεταξᾶς «Ναί», πῶς θὰἔλεγεν «Ὄχι» ὁἙλληνικὸς Λαός, ποὺ θὰἐξυπνοῦσε ἀργότερα; Θὰ τὸἔλεγε, βέβαια, μέσα του καὶ θὰ τὸἐξεδήλωνε καὶἔμπρακτα, ὅταν θὰὠργάνωνε μυστικὰ τὴν ἀντίστασίν του, ἀλλὰἡἈλβανικὴἘποποιΐα δὲν θὰἐγράφετο ποτέ. Ἂς εἴμεθα, λοιπόν, τίμιοι ἀπέναντι τῆς Ἱστορίας. Τὸ μέγα «Ὄχι» εἶναι πρᾶξις τοῦἸωάννου Μεταξᾶ».
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκδότης τῆς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, ὁὁποῖος ὑπῆρξε πολέμιός του καὶ εἶχε ἐπιτεθῆ πολλάκις κατὰ τοῦ Μεταξᾶ κατὰ τὸ παρελθόν, σὲἀπολογητικὸἄρθρο του, τὸὁποῖο γράφει στὴν ἐφημερίδα καὶ περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ἄρθρα στὴν ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (1919-1951)», (σελ. 414 – 417) ἀνασκευάζει καὶ γράφει:
«Ἡ στήλη αὕτη ἔχει ἀπέναντι τοῦ κ. Ἰωάννου Μεταξᾶ παλαιὰν ὀφειλήν. Ὅταν πρὸ εἴκοσι δύο ἐτῶν ἠκολούθει μίαν πολιτικήν, μίαν παράταξιν, καὶ μὲ τοὺς κακοὺς της ἐνθουσιασμοὺς μίαν ἄτυχη ἐκστρατείαν, συνήντησε εἰς τὸν δρόμον της ἡ στήλη αὕτη ἀντίπαλον καὶ τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς παρατάξεως καὶ τῆς ἐκστρατείας τὸν κ. Μεταξᾶν, τὸν πρώην ἀρχηγὸν τοῦἘπιτελείου: «Ἡἐκστρατεία», ἔλεγεν ὁ κ. Μεταξᾶς, «θὰἀποτύχη. Ἡ πολιτική σας, ἡ στρατιωτικὴ καὶἡἐξωτερική, εἶναι στραβή…» Στραβή;… Ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἐπεκράτει τὸ ρητόν: «Πᾶς ὁ μὴ μεθ’ ἡμῶν, καθ’ ἡμῶν».
Καὶ καταλήγει…
«Καὶἔφθασε τότε ἡ μεγάλη στιγμή. Εἴκοσι ὀκτὼ ‘Ὀκτωβρίου, Δευτέρα, τρεῖς τὸ πρωΐ. Ὁ Μεταξᾶς, μόνος, κοιμᾶται. Τὸ τηλέφωνον. Μία ὁμιλία. Ὁ Γκράτσι. Γύρω του δὲν ἔχει κανένα. Δὲν ἔχει κὰν τὸ γραφεῖον του, δὲν ἔχει ἕνα κλητῆρα. Κανένα. Ἡὑπηρεσία, ὅπως ὅλη ἡἙλλὰς τὴν ὥραν ἐκείνην, κοιμᾶται.
Πρὸς στιγμήν, ἂς κρατήσωμεν τὴν ἀναπνοήν μας, διότι ἐδῶ πλησιάζομεν τὸν μεγαλύτερον σταθμὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ιστορίας. ἩἸταλικὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὰ σαράντα ὀκτώ της ἑκατομμύρια, μὲ τὸν πλοῦτον της, μὲ τοὺς στρατούς της, μὲ τὰἀεροπλᾶνα της, μὲ τὰἅρματά της, ἐξύπνησε αἰφνιδιαστικῶς ἕνα ἄνθρωπον καὶ τοῦἐζήτησε ἐντὸς τριῶν ὡρῶν τὴν Ἑλλάδα. Καὶὁἄνθρωπος αὐτὸς —τὶς ἐξ ἡμῶν, μὴ γνωρίζων ἀκόμη ἂν ζῇ πραγματικότητα ἡἐφιάλτην, δὲν θὰἐδίσταζε, δὲν θὰἐζήτει ὀλίγων ὡρῶν προθεσμίαν, δὲν θὰ προσεπάθει ν’ ἀποφύγη τὸ γεγονός; … καὶὁἄνθρωπος αὐτὸς εἶπεν: Ὄχι! Ἀμέσως, ἄνευ συζητήσεως, ἄνευ ἐνδοιασμοῦ! Δὲν εἶπεν «ὄχι» ἀπλῶς. Ἐντὸς λεπτοῦ, ὅπως ἐξύπνησεν αὐτὸς ἐντὸς λεπτοῦ, ἐξύπνησε τὴν Ἑλλάδα. Διαταγαί, σχέδια, τηλεφωνήματα, γενικὴἐπιστράτευσις, κήρυξις Στρατιωτικοῦ Νόμου, ἐπιτάξεις, προκηρύξεις, ἀγγέλματα ἔγιναν πρὶν ἀνατείλη ὁἥλιος καί, ὅταν ἀνέτειλε, ἤδη ἐμάχετο ἡἘλλάς.
Ἐζήσαμεν ἔκτοτε ὥρας ἀνησυχιῶν, ἀγωνίας, ἐνθουσιασμοῦ καὶ χαρᾶς. Εἴδομεν τὴν Δόξαν ἀσθμαίνουσαν νὰ παρακολουθῆ τὰ στρατεύματά μας. Ἠκούσαμεν τοὺς ἀνέμους νὰ μεταφέρουν τὸὄνομά μας εἰς ὅλους τοὺς κόσμους καὶ νὰ διαλαλοῦν, γῆ, θάλασσα, ὡς καὶ τὰἄστρα, τὴν νίκην μας. Ἐφέραμεν ἕως ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας, τὰὅπλα τῶν εἰσβολέων καὶἐσύραμεν ὡς ἐδῶἀόπλους τοὺς εἰσβολεῖς. Πρὸς στιγμὴν μᾶς ἐφάνη ὅτι ἡ Πλάσις ὁλόκληρος μὲ τοὺς ἡλίους της, μὲ τοὺς κόσμους της, ἐστάθη ὅλη διὰ νὰ προσέξη τὴν μικροσκοπικὴν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς, ἡὁποία καὶ πάλιν ἐμεγαλούργει. Καὶἐζήσαμεν εὐτυχεῖς. Τόσον εὐτυχεῖς ὅσον ποτέ. Τόσον εὐτυχεῖς ὥστε τὸ τί θὰ γίνη αὔριον δὲν ἐνδιαφέρει. Ἔχομεν κεφάλαια διὰ τὴν Ἱστορίαν τὰς Νίκας μας, κεφάλαιον γιὰ τὰ παιδιά μας τὸ «Ὄχι».
Τώρα ἡ Α.Ε. ὁ κ. Ἰωάννης Μεταξᾶς, Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος, ἔφθασεν εἰς τὸἀκρότατον σημεϊον τῆς δόξης του. Ἔγινε Γιάννης. Δὲν εἶναι οὔτε ἡ ΑὐτοῦἘξοχότης οὔτε ὁ Πρωθυπουργὸς οὔτε ὁ Πρόεδρος. Εἰς τὸ στρατιωτικὸν Νοσοκομεῖον, ὅταν ὁ τραυματίας εἶχε γείρει εἰς τὸ προσκέφαλόν του βαρὺς καὶ τὸν ἠρώτησε ἡἀδελφὴ νοσοκόμος τί θέλει, ἐκεῖνος ἀπήντησε:
Θέλω τὸν Γιάννη…
Ὅπως αἱ μελωδίαι διὰ νὰ ζήσουν πρέπει νὰ κατέβουν εἰς τοὺς δρόμους, οὕτω καὶ τῶν δημοσίων ἀνδρῶν τὰὀνόματα θὰ ζητήσουν εἰς τοὺς δρόμους, μεταξὺ τοῦ λάου, τὴν ἀθανασίαν. Ὁ κ. Μεταξᾶς ἔχει ἀπέναντι τῆς ἀθανασίας κερδίσει τὴν μάχην του: Εἶπε τὸὄχι, ἔγινε Γιάννης… -Τί τοῦ μένει; Νὰ γίνη καὶἄγαλμα. Θὰ γίνη λοιπόν. Ἀλλ’ ὄχι, ὅπως ηὐχήθημεν ἄλλοτε, ἀπὸ μάρμαρον τοῦ Πεντελικοῦ. Θὰ γίνη ἀπὸ τὸν ὀρείχαλκον ποὺ θ’ ἀποδώσουν ταπεινωμένα, αἰχμάλωτα, τὰἐχθρικὰ πυροβόλα, αὐτὰ ποὺ τὸν ἐξύπνησαν εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωΐ…
Ἡ στήλη αὕτη ἠσθάνθη τώρα, τὰς ἠμέρας αὐτὰς τῆς χαρᾶς, τὴν ἀνάγκην νὰ φυλλομετρήση τὴν ἱστορίαν της —τοὺς παλαιούς της λογαριασμούς— νὰἀνατρέξη εἰς περασμένους καιρούς, νὰἐνθυμηθῆ. Ἀλλὰἠσθάνθη πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην νὰ γράψη ὅ,τι φρονεῖ, ὅ,τι σκέπτεται διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁὁποῖος, ἀφοῦἐπὶ δεκαὲξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς μὲν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νὰ τὴν ἀναπλάση, εἰς δὲ μίαν ὥραν τὴν ἔσωσε».
Ὕστερα ἀπὸ τὰὅσα ἀναφέραμε, ἀγαπητοὶ φίλοι, καὶ μὲ δεδομένη τὴν σημερινὴὑποταγὴ τῶν ἡγετῶν μας στὸ ΔΝΤ, τὸ συμπέρασμα εἶναι ἕνα: «ΤΑ ΟΧΙ ΘΕΛΟΥΝ ΜΕΤΑΞΑΔΕΣ»!!!
Ἀντώνιος Ἀντωνᾶκος
(Τὸν εὐχαριστοῦμε πάρα πολὺ γιὰ τὸ κείμενον.)
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.