Ἐψές, μέσα ἀπὸ τὸ ψιλόβροχον,
πὼς ἀπ’ τὸ μέλι ἔλεεν,
μόνον γλύκα εἰς τὰ χείλη μένει…
Πῶς γίνεται τὸ πέταγμα νὰ εἶναι ταπεινόν;
Πῶς ἡ Ἁρμονία τῆς εὐμορφιᾶς;
Ὄχι ἔλεεν, Ζωή,
ποτὲς μὴν εἶσαι ταπεινή,
τοῦ Ἀνέμου Ἐσὺ ὑπερήφανον Παιδί.
Μὴν τὸ Κυκλάμινον ἔλεεν, γεννᾶται δουλικόν;
Ἤ μὴν πληγὲς σὲ γούνατα εἶδες σὲ Γιασεμιά,
σὲ Κρίνα ὅλον ἀσπριά,
Λεβάντας κόσμος ἤ ἄρχοντας Βασιλικός,
μυραίνουν ποτὲς τὸ χῶμα;
Ἤ ἔκτισεν ἀητὸς φωλιά,
πάνου σὲ πορτοκαλέαν ἤ σὲ μυρσίνην τοῦ ἀγροῦ
ἤ τῆς ἀκτῆς πευκώνα;
Ἄκουα ἔτσι κι ἔκλαια·
τὸ χέρι της χάδι εἰς τὸ πρόσωπόν μου,
τὸ βλέμμα μου ἐμάγεψεν μὲ μίαν ἀνασαιμιάν της
καὶ τὸ φιλί της ἄφησε,
σὰν μισάνοιξαν τὰ χείλη μου πνοὴν νὰ ἐλευτερώσουν,
μὲ τρεχαλητὸν νὰ ξεχυθῇ,
μέσα εἰς τὰ ὄνειρά μου…
Χαμογελοῦσε σὰν ἔφυε
κι ἐγὼ τῆς τραγουδοῦσα,
τὴν γλύκαν τοῦ μελιοῦ της…
κάτου ἀπὸ Ἕναν Ἥλιον,
τὴν ἴδιαν γεύεται βροχήν,
ἕως τὴν ὕστατον Πνοή,
ὦ, χαῖρε,
ὦ, χαῖρε,
χαῖρε Ἐλεύτερη Ζωή…