Ἡ οἰκογενειακὴ καταγωγὴ τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου.

 Ἡ πραγματικὴ καταγωγή.
Ὄχι αὐτὴ ποὺ προσπάθησε ὁ ἴδιος ὁ Βενιζέλος νὰ μᾶς πείσῃ πὼς εἶχε.
Σὲ κάποιες μάλιστα ἀναφορὲς ἀμφισβητεῖται καὶ τὸ ἐὰν ἦταν πραγματικὸς υἱὸς τοῦ Κυριάκου ὁ Ἐλευθέριος.
Γιὰ τὴν καταγωγὴ Βενιζέλου πολλὰ ἔχουν γραφῇ. 
Γιὰ τὸ ποιὸς ἦταν ὁ Βενιζέλος ἐπίσης.
Τὸ ὅ,τι, θεωρητικῶς, γιὰ κάποιους διπλασίασε τὴν Ἑλλάδα, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ συμπεριλάβουμε στὰ θετικά του. Ἀλλά εἶναι πράγματι ἔτσι;
Ποιός ἦταν ὁ κύριος ἐμπνευστής τῆς μικρασιατικῆς ἐκστρατίας καί ποιός αὐτός πού ἐξαφανίστηκε πρῶτος ὅταν μᾶς πέταξε στά χέρια τοῦ Κεμᾶλ;

ΟΙ­ΚΟ­ΓΕ­ΝΕΙΑ­ΚΗ ΠΡΟ­Ε­ΛΕΥ­ΣΗ ΤΟΥ Ε­ΛΕΥ­ΘΕ­ΡΙΟΥ ΒΕ­ΝΙ­ΖΕ­ΛΟΥἈλ­λ’ ἄς ἐ­πα­νέλ­θω­μεν εἰς τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴν προ­έ­λευ­σιν τοῦ Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου. Ἔ­χον­τες δὲ ὑ­π’­ὄ­ψιν τὸ ἔρ­γον καὶ ὅ­λας τὰς ἰ­δι­ό­τη­τας τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος αὐ­τοῦ ,  ἄς  σκι­α­γρα­φή­σω­μεν ἐν συ­νε­χεί­ᾳ τὴν με­γά­λην «προ­σω­πι­κό­τη­τα»  τοῦ πο­λι­τι­κοῦ ἐ­κεί­νου ἀν­δρός.

Ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως τι­νὲς ἐκ τῶν φί­λων καὶ θαυ­μα­στῶν του, ἀ­να­δει­χθέν­τες πα­ρ’ αὐ­τοῦ ἤ ἐν­δι­αι­τώ­με­νοι ἐκ τοῦ τα­μεί­ου τῆς συ­ζύ­γου του  Ἕ­λε­νας,  διὰ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῶν δι­η­γή­σε­ων προ­σπα­θοῦ­σι νὰ …  θε­ο­ποι­ή­σω­σι τὸν αὐ­θέν­τη των,  οὕ­τω ἄλ­λοι τῆς αὐ­τῆς συ­νο­μο­τα­ξί­ας προ­σπα­θοῦ­σι διὰ πα­ρεμ­φε­ρῶν δι­η­γή­σε­ων νὰ ἀ­πο­δεί­ξω­σιν ὅ­τι ὁ  πα­τὴρ τοῦ  Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου,  Κυ­ριά­κος κα­τή­γε­το ἐκ Μυ­στρᾶ τῆς Σπάρ­της καὶ ὅ­τι ἦ­το ἀ­πό­γο­νος τῆς ἐ­κεῖ ἀρ­χον­τι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας τῶν Κρεβ­βα­τά­δων!! .   
Χω­ρὶς τοῦ­το νὰ ἐ­πι­βε­βαι­οῦ­ται ἐξ οὐ­δε­μιᾶς ἐ­πι­σή­μου ἱ­στο­ρι­κῆς πη­γῆς καὶ χω­ρὶς ἐ­κεῖ­νος ζῶν  εἰ­σέ­τι νὰ ἰ­σχυ­ρί­σθῃ τοι­οῦ­τον τὶ πο­τέ…. Μὴν ἀ­πο­ρεῖ­τε !­.. Οἱ  με­μυ­η­μέ­νοι Βε­νι­ζε­λι­κοὶ ὡς ἐ­κα­λοῦν­το ἐν Κρή­τῃ οἱ φα­να­τι­κοὶ ὁ­πα­δοὶ τοῦ   «Μεσ­σί­ου»,  εἶ­ναι ἱ­κα­νοὶ δι’  ὅ­λα. Προ­σω­πι­κῶς εἶ­δον ἐ­γώ ὡς ἀ­ξι­ω­μα­τι­κὸς,  κα­τὰ τὸ ἔ­τος 1918, εἴς τι σχο­λεῖ­ον τῆς Λή­μνου, με­γά­λην δι­α­φη­μι­στι­κὴν ἐ­λαι­ο­γρα­φί­αν πα­ρι­στῶ­σαν τὸν ὑ­ε­λο­φο­ροῦν­τα Ἐ­λευ­θέ­ριον Βε­νι­ζέ­λον ὡς ἐ­ξερ­χό­με­νον τῆς … θα­λάσ­σης καὶ  εὐ­λο­γοῦν­τα ὡς ὁ Χρι­στὸς τὰ  πέ­ριξ αὐ­τοῦ συ­να­θροι­σθέν­τα παι­δί­α,  πρὸς  τὰ ὁ­ποῖ­α δι­έ­νει­μεν δῶ­ρα.  Ὤ!  ὁ­ποί­α βλα­σφη­μί­α!­!­.­..
Φαν­τα­σθῆ­τε λοι­πὸν,  ποῦ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ φθά­σῃ ἡ συ­σκο­τι­σμέ­νη δι­ά­νοι­α καὶ ὁ φα­να­τι­σμὸς τῶν  ἀ­πο­ναρ­κω­θέν­των ὁ­πα­δῶν τοῦ  Βε­νι­ζέ­λου καὶ ποί­ου εἴ­δους σο­φί­σμα­τα εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἐ­πι­νο­ή­σω­σιν, ὥ­στε νὰ θε­ο­ποι­η­θῇ ὁ μέ­γας δαί­μων τῆς Ἑλ­λά­δος.
Ἰ­δοὺ ὅ­μως ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κὴ προ­έ­λευ­σις τοῦ Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου ὡς τὴν ἱ­στο­ρεῖ ἀ­κρι­βῶς εἰς τὸ βι­βλί­ον του, ὑ­πὸ τὸν τί­τλον «βι­ο­γρα­φί­α Ἐ­λευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου» ὁ Μ.Α. Πα­πα­δά­κης:
«…  Κερ­κυ­ραί­α Ἑ­βραί­α, ὀρ­φα­νὴ, ὁ­μι­λοῦ­σα θαυ­μά­σια τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν, ἦλ­θεν εἰς Θεσ­σα­λο­νί­κην διὰ νὰ γνω­ρί­σῃ τοὺς συγ­γε­νεῖς της  καὶ ἐ­νυμ­φεύ­θη τὸν ἐ­ξά­δελ­φόν της Μπέ­νυ Σε­λόν.  Ὁ σύ­ζυ­γός της ἦ­το γυ­ρο­λό­γος. Ἐκ τοῦ γά­μου των, ἐ­γεν­νή­θη υἱ­ός, ἀλ­λ’ ἕ­ξι ἔ­τη με­τὰ τὴν γέν­νη­σίν του ἀ­πέ­θα­νεν ὁ σύ­ζυ­γός της καὶ ἔ­μει­νε χή­ρα. Αὕ­τη ἐ­βα­σα­νί­ζε­το ὅ­μως διὰ νὰ ἀ­να­θρέ­ψῃ τὸ κα­χε­κτι­κὸν τέ­κνο της, λό­γῳ τῆς κλη­ρο­νο­μη­θεί­σης πα­τρι­κῆς ἀ­σθε­νεί­ας.
«… Μό­λις ὁ υἱ­ός της  ἔ­γι­νε δέ­κα ἐ­τῶν, ἤρ­χι­σε τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ πα­τρός του, κα­τώρ­θω­νεν δὲ οὕ­τω νὰ κερ­δί­ζῃ ὀ­λί­γα χρή­μα­τα καὶ νὰ βο­η­θῇ τὴν μη­τέ­ρα του. Ἀλ­λ’ οἱ κό­ποι, αἱ στε­νο­χω­ρί­αι, αἱ στε­ρή­σεις καὶ ἡ κλη­ρο­νο­μί­α τῆς συ­ζυ­γι­κῆς ἀ­σθε­νεί­ας, τό­σον τὴν εἶ­χον κα­τα­βά­λει, ὥ­στε με­τὰ μι­κρὸν δι­ά­στη­μα νὰ ἀ­πο­θά­νῃ καὶ αὐ­τή.
«… Ὁ νέ­ος ἔ­μει­νε μό­νος του, ἐ­ξα­κο­λου­θῶν τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ γυ­ρο­λό­γου, εἶ­χεν ὅ­μως μα­νί­αν καὶ με­γά­λην ἀ­γά­πην πρὸς τὴν θά­λασ­σαν ὅ­που ἐ­ψά­ρευ­ε τὰς ὥ­ρας τῆς ἀρ­γί­ας του. Μό­λις ἔ­γι­νε δε­κα­έ­ξι ἐ­τῶν ἤρ­χι­σε νὰ σκέ­πτε­ται ὅ­τι θὰ ὑ­πη­ρε­τή­σῃ στρα­τι­ώ­της καὶ δὲν ἔ­παυ­σε νὰ ἐ­νερ­γῇ πῶς θὰ δρα­πε­τεύ­σῇ ἐκ Θεσ­σα­λο­νί­κης διὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γῃ τὴν στρά­τευ­σίν του εἰς τοὺς Τούρ­κους, καὶ δὲν ἄρ­γη­σε νὰ πα­ρου­σια­σθῇ ἡ εὐ­και­ρί­α.
«… Εἰς τὴν Θεσ­σα­λο­νί­κην πα­ρέ­με­νε ἕ­να κα­ϊ­κι Βα­τι­κι­ώ­τι­κο, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ μοῦ­τσος ἐ­νο­ση­λεύ­ε­το εἰς τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ον , ὅ­που καὶ ἀ­πέ­θα­νεν.  Ὁ νέ­ος ἔ­πει­σεν τὸν πλοί­αρ­χον νὰ τὸν πα­ρα­λά­βη ὡς μοῦ­τσον εἰς ἀν­τι­κα­τά­στα­σιν τοῦ ἀ­πο­θα­νόν­τος. Πράγ­μα­τι ὁ πλοί­αρ­χος τὸν πα­ρέ­λα­βε καὶ ἀ­νε­χώ­ρη­σε λά­θρα ἐκ Θεσ­σα­λο­νί­κης.
«… Κα­τὰ τὸ μέ­χρι Πει­ραι­ῶς τα­ξί­δι τὸ ὁ­ποῖ­ον δι­ήρ­κε­σε ἐ­πὶ πολ­λοὺς μῆ­νας, λό­γῳ τῶν πολ­λῶν προ­σεγ­γί­σε­ων, οἱ ναῦ­ται τὸν ἐ­φώ­να­ζον «Κυ­ριά­κον» μὲ τὸ ὄ­νο­μα δη­λα­δὴ τοῦ ἀ­πο­θα­νόν­τος. Αὐ­τὸς ὄ­χι μό­νον τὸ ἐ­δέ­χε­το , ἀλ­λ’ ἤ­κου­εν εὐ­χα­ρί­στως εἰς τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τὸ ὁ­σά­κις τὸν ἐ­φώ­να­ζον καὶ ἔ­κτο­τε ἐ­συ­νή­θι­σε καὶ ἐ­κα­λεῖ­το «Κυ­ριά­κος». Ὁ πλοί­αρ­χος καὶ οἱ ναῦ­ται ἦ­σαν κα­τεν­θου­σι­α­σμέ­νοι μὲ τὸν νέ­ον μοῦ­τσον διὰ τὴν ἐ­ξυ­πνά­δα καὶ διὰ τὴν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τά του.
«… Εἰς τὸν Πει­ραι­ᾶ ὁ πλοί­αρ­χος ἐ­πα­ρου­σί­α­σεν εἰς τὸ Λι­με­ναρ­χεῖ­ον τὸ πι­στο­ποι­η­τι­κὸν τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, δι’  οὗ ἐ­βε­βαι­οῦ­το ὁ θά­να­τος τοῦ πρώ­του Κυ­ριά­κου.  Εἶ­χεν ὅ­μως ἀ­νάγ­κην νὰ δη­λώ­σῃ τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μον τοῦ νέ­ου «Κυ­ριά­κου» διὰ νὰ γρα­φῇ εἰς τὸ Λι­μα­ναρ­χεῖ­ον. Ἐ­κά­λε­σεν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸν «Κυ­ριά­κον» καὶ τὸν ἠ­ρώ­τη­σεν ἄν ἦ­το εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὴν θα­λασ­σι­νὴν ζω­ὴν καὶ ἄν θὰ ἔ­με­νε ἐρ­γα­ζό­με­νος μα­ζί του. Εἰς κα­τα­φα­τι­κὴν δὲ ἀ­πάν­τη­σιν, τὸν ἠ­ρώ­τη­σε, ποῖ­ον ἦ­το τὸ ἐ­πί­θε­τόν του. Ὁ Κυ­ριά­κος, ἐ­νε­θυ­μεῖ­το ἀ­πὸ ὅ,τι εἶ­χεν ἀ­κού­σει,  δη­λα­δὴ ὅ­τι ὁ πα­τήρ του ὀ­νο­μά­ζε­το Μπέ­νυ Σε­λόν.
«… Ὁ πλοί­αρ­χος δὲν ἐ­δυ­σκο­λεύ­θη νὰ συν­θέ­ση τὸ νέ­ον ὄ­νο­μα· «Κυ­ριά­κος Μπε­νυ­σέ­λος» καὶ τοι­ου­το­τρό­πως ἐ­νε­γρά­φη εἰς τὸ λι­με­ναρ­χεῖ­ον.  Ἐ­πὶ τρί­α ἔ­τη εἰρ­γά­σθη εἰς τὸ ἴ­διον πλοῖ­ον, ἀλ­λὰ εἰς τὰς ἀρ­χὰς τοῦ  τε­τάρ­του ἔ­τους, ὁ πλοί­αρ­χος ἀ­πέ­θα­νε καὶ ὁ Κυ­ριά­κος ἔ­μει­νεν ἄ­νευ πλοί­ου καὶ πλοιά­ρχου. Με­τὰ μι­κρὸν δι­ά­στη­μα προ­σε­λή­φθη εἰς ἄλ­λο πλοῖ­ον ὡς ναύ­της, δι’ ἕν τα­ξί­διον διὰ τὰ Χα­νιὰ τῆς Κρή­της, ὅ­που τὸ πλοῖ­ον ἐ­φόρ­τω­νε πορ­το­κά­λια.  Ὁ  Κυ­ριά­κος πα­ρέ­λα­βε τὰ χαρ­τιά του ἀ­πὸ τὸ Λι­με­ναρ­χεῖ­ον καὶ ἀ­νέ­λα­βεν ὑ­πη­ρε­σί­αν ὑ­πό τὸν νέ­ον πλοί­αρ­χον. Ἔ­φθα­σεν εἰς τὰ Χα­νιὰ καὶ ἤρ­χι­σεν ἡ φόρ­τω­σις. Ἀλ­λὰ πρὸ τοῦ νὰ φορ­τώ­σουν, μιὰ με­γά­λη τρι­κυ­μί­α συ­νέ­τρι­ψε τὸ πλοῖ­ον ἐν­τὸς τοῦ λι­μέ­νος τῶν Χα­νί­ων. Ὁ πλοί­αρ­χος κι αὐ­τὸς ἔ­μει­ναν εἰς τὸν δρό­μον.­!.
«… Ἡ συγ­κοι­νω­νί­α ἦ­το πο­λὺ ἀ­ραι­ὰ δι­ό­τι μό­νον μί­α «ταμ­πα­κέ­ρα»  ὑ­πὸ τὸν πλοί­αρ­χον κα­πε­τὰν Κο­σμᾶ προ­σήγ­γι­ζε τὴν Κρή­την.  Αὕ­τη ἔ­φερ­νε καὶ πα­ρε­λάμ­βα­νεν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­αν κα­τὰ τρί­μη­νον.  Ὁ  Κυ­ριά­κος ἐ­σκέ­φθη, διὰ νὰ μὴν μεί­νῃ ἄ­νευ ἐρ­γα­σί­ας, νὰ ἐ­πα­να­λά­βῃ τὸ πα­τρι­κόν του ἐ­πάγ­γελ­μα.  Ἐ­προ­μη­θεύ­θη τὴν «πα­νι­έ­ρα» ἠ­γό­ρα­σε ἀ­πὸ τὸν Φου­λά­κην ὀ­λί­γα μι­κρο­εμ­πο­ρεύ­μα­τα καὶ ἤρ­χι­σε τὸ ἐμ­πό­ριον τοῦ γυ­ρο­λό­γου εἰς τὰ πέ­ριξ τῶν Χα­νί­ων χω­ρί­α. Τὸ ἐμ­πό­ριον αὐ­τό, ἐ­γί­νε­το ἀ­πο­κλει­στι­κῶς ἀ­πὸ Ἑ­βραί­ους, οἵ­τι­νες μὲ τὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ Κα­λε­κα­πα­σὶ -πύ­λη τοῦ φρου­ρί­ου -ἐ­ξήρ­χον­το τῆς πό­λε­ως καὶ ἐ­πε­σκέ­πτον­το τὰ πέ­ριξ Χρι­στι­α­νι­κὰ χω­ρί­α καὶ τὰ Τουρ­κι­κὰ με­τό­χια.
«… Ὁ Κυ­ριά­κος γνω­ρι­σθεὶς μὲ ὅ­λους τοὺς Ἑ­βραί­ους, εἰς οὐ­δέ­να ἐ­νε­πι­στεύ­θη τὴν κα­τα­γω­γήν του Κα­τόρ­θω­σεν νὰ ἀ­να­γνω­ρι­σθῇ ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ προ­ξε­νεῖ­ον,  ὡς Ἕλ­λην ὑ­πή­κο­ος καὶ ἦ­το εἷς ἐκ τῶν ὀ­λί­γων ἀ­νε­γνω­ρι­σμέ­νων Ἑλ­λή­νων ὑ­πη­κό­ων ἐν Κρή­τῃ.  Τοι­ου­το­τρό­πως ἦ­το ὁ μό­νος κα­τὰ φαι­νό­με­νον Χρι­στια­νὸς γυ­ρο­λό­γος καὶ συ­νε­πῶς ἡ ἐρ­γα­σί­α του ἦ­το με­γά­λη καὶ προ­σο­δο­φό­ρος.
«… Οἱ γυ­ρο­λό­γοι ἐ­πι­στρέ­φον­τες εἰς τὴν πό­λιν ἔ­φε­ρον συ­νή­θως μα­ζί των αὐ­γὰ καὶ κο­τό­που­λα, δι­ό­τι αἱ χω­ρι­καὶ μὴ ἔ­χου­σαι χρή­μα­τα ἔ­δι­δον ταῦ­τα διὰ νὰ ἀ­γο­ρά­σω­σι τὰ ἀ­ναγ­και­οῦν­τα αὐ­ταῖς. Ὁ Κυ­ριά­κος ἤρ­χι­σε κι αὐ­τὸς νὰ συμ­μορ­φοῦ­ται μὲ τὸ σύ­στη­μα ἐ­κεῖ­νο καὶ ἔ­φερ­νε συ­χνὰ εἰς τὴν πό­λιν αὐ­γὰ καὶ κο­τό­που­λα, τὰ ὀ­ποῖ­α συ­νή­θως ἐ­πώ­λει εἰς τὸν με­γα­λέμ­πο­ρον Μαρ­καν­τω­νά­κην.
«… Ὁ Μαρ­καν­τω­νά­κης συμ­πά­θη­σεν τὸν Κυ­ριά­κον καὶ πα­ρήγ­γει­λεν εἰς τὸν γραμ­μα­τέ­α του νὰ κρα­τῇ πάν­τα τὰ ὑ­πό τοῦ Κυ­ριά­κου προ­σκο­μι­ζό­με­να αὐ­γά καὶ που­λε­ρι­κὰ καὶ νὰ τὸν πι­στώ­νη δι­ό­τι ὁ Κυ­ριά­κος τὸν  εἶ­χεν πα­ρα­κα­λέ­σει νὰ τοῦ φυ­λάτ­τῃ τὰ χρή­μα­τά του. Ὁ Κυ­ριά­κος συ­νέ­λα­βεν στα­θε­ρὰν ἀ­πό­φα­σιν νὰ μα­ζεύ­σῃ χρή­μα­τα διὰ νὰ ἀ­νοί­ξῃ μα­γα­ζά­κι.  Τὴν σκέ­ψιν του ἐ­κεί­νην τὴν ἐ­δυ­νά­μω­σεν καὶ ὁ ἔ­ρως του πρὸς μί­αν εὔ­μορ­φην χω­ρι­α­το­ποῦ­λαν. Ὁ Κυ­ριά­κος ἤρ­χι­σε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἐκ τῆς ζώ­νης τῶν πέ­ριξ τῶν Χα­νί­ων χω­ρί­ων τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πεῖ­χον πε­ρί­που μί­αν ὥ­ραν καὶ ἐ­προ­χώ­ρει εἰς τὰ ὀ­ρει­νὰ χω­ρί­α εἰς τὰ ὁ­ποῖ­α οἱ Ἑ­βραῖ­οι γυ­ρο­λό­γοι ἐ­φο­βοῦν­το νὰ πη­γαί­νουν.
«…Εἰς ἕν ἐκ τῶν χω­ρί­ων ἐ­κεί­νων ὁ Κυ­ριά­κος ἐ­γνώ­ρι­σε μιὰν ὡ­ραί­αν κό­ρην τὴν ὁ­ποί­αν ἠ­γά­πη­σεν ἐμ­μα­νῶς. Τὸ χω­ρί­ον αὐ­τὸ ὠ­νο­μά­ζε­το Θέ­ρι­σον.  Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­το πτω­χὴ καὶ πε­ρί­ερ­γος. Ὁ πα­τήρ της ἐκ τοῦ πρώ­του γά­μου του εἶ­χεν ἀ­πο­κτή­σει δύ­ο θυ­γα­τέ­ρας, ἐξ ὧν ἡ με­γα­λυ­τέ­ρα ἦ­το ἡ συμ­πά­θεια τοῦ Κυ­ριά­κου. Ὁ ἔ­ρως τοῦ Κυ­ριά­κου ηὔ­ξα­νε, ἀλ­λ’ ἐ­πει­δὴ ἦ­το ἐ­πί­πο­νον τὸ κα­θη­με­ρι­νόν τα­ξί­διον μέ­χρι Θε­ρί­σου, ἐ­πή­γαι­νεν ἐ­κεῖ τὰς Κυ­ρια­κὰς καὶ ἑ­ορ­τὰς καὶ πα­ρέ­με­νε κα­θ’­ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ραν, συ­νή­θως δὲ  δι­ε­νυ­κτέ­ρευ­εν εἰς τὸ κα­φε­νεῖ­ον τοῦ χω­ρί­ου καὶ τὴν πρω­ίαν τῆς ἐ­πο­μέ­νης ἔ­κα­μνε τὸν γῦ­ρον του εἰς τὰ πλη­σί­ον χω­ρί­α.
«… Πα­ρῆλ­θεν ἔ­τος ἀ­πὸ τὴν γνω­ρι­μί­αν του μὲ τὴν ὡ­ραί­αν Θε­ρι­σια­νὴν καὶ ὁ Κυ­ριά­κος σκε­πτό­με­νος νὰ τὴν ζη­τή­σῃ εἰς γά­μον ἀ­πε­φά­σι­σε νὰ ἀ­νοί­ξῃ μα­γα­ζά­κι. Καὶ πράγ­μα­τι ἔ­χων πε­ρί­που 20 λί­ρας, ἄ­νοι­ξε μα­γα­ζά­κι εἰς τὰ Χα­νιά. Δὲν ἐ­λη­σμό­νη­σε ὅ­μως καὶ τὸ πα­λαι­όν του σύ­στη­μα καὶ κά­θε Σάβ­βα­τον ἐ­φορ­τώ­νε­το τὴν «πα­νι­έ­ρα» του, με­τέ­βαι­νε εἰς Θέ­ρι­σον πρὸς ἐμ­πο­ρί­αν καὶ ἔ­βλε­πεν οὕ­τω τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νην του. Δὲν πα­ρῆλ­θεν ἔ­τος, ἀ­πὸ τῆς ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ώς του μὲ μα­γα­ζί καὶ ἐ­ζή­τη­σε εἰς γά­μον τὴν χω­ρι­α­το­ποῦ­λαν.  Ὁ πα­τὴρ της ὅ­μως ἐ­π’ οὐ­δε­νὶ λό­γῳ ἤ­θε­λε νὰ δώ­σῃ τὴν κό­ρην του εἰς ἕ­να ξέ­νον γυ­ρο­λό­γον τοῦ ὁ­ποί­ου ὡς ἔ­λε­γε, δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζεν ἀ­πὸ ποῦ κρα­τά­ει ἡ σκού­φια του.   Καὶ ὄν­τως ὁ γέ­ρος ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε δί­και­ον, δι­ό­τι δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε τὴν οἰ­κο­γέ­νειάν του, οὔ­τε τὴν πα­τρί­δα του.
«… Ἡ μα­νί­α τοῦ Κυ­ριά­κου πρὸς τὴν νέ­αν ἐ­κο­ρυ­φοῦ­το καὶ δὲν ἄρ­γη­σε νὰ τὸ κα­τα­στή­σῃ γνω­στὸν εἰς τὸν προ­στά­την του Μαρ­καν­τω­νά­κην, ὅ­στις ἐ­πεμ­βᾶς με­τὰ τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως τοῦ χω­ρί­ου, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μα­κρὸν δι­ά­στη­μα ἔ­πει­σεν τὸν πτω­χὸν Θε­ρι­σια­νὸν νὰ δώ­σῃ τὴν θυ­γα­τέ­ρα του Στυ­λια­νὴν, ὀρ­φα­νὴν μη­τρὸς, εἰς τὸν Κυ­ριά­κον.  Οὗ­τος, ἔ­λα­βεν ὡς προί­καν μί­αν μι­κρὰν ἰ­σό­γει­ον οἰ­κί­αν, κλη­ρο­νο­μί­αν τῆς μη­τρὸς της εἰς τὸ χω­ρί­ον Μπουρ­νι­ές, ἀ­πέ­χον τρί­α τέ­ταρ­τα τῆς ὥ­ρας ἐκ τῆς πό­λε­ως τῶν Χα­νί­ων, τὸ πλεῖ­στον Τουρ­κι­κὸν καὶ ὑ­πὸ ἐ­λα­χί­στων Χρι­στια­νῶν κα­τοι­κού­με­νον. Εἰς τὴν οἰ­κί­αν ἐ­κεί­νην κα­τώ­κη­σεν ὁ Κυ­ριά­κος μέ­χρι τοῦ 1865.  Ἐκ τοῦ γά­μου του ἀ­πέ­κτη­σε τέσ­σα­ρας θυ­γα­τέ­ρας, ἕ­να υἱ­ὸν ὑ­δρο­κέ­φα­λον, πα­ρά­λυ­τον τὰ κά­τω ἄ­κρα, ὅ­στις εἰς ἡ­λι­κί­αν 16 ἐ­τῶν ἀ­πέ­θα­νε, καὶ τὸν Ἐ­λευ­θέ­ριον ».
Η ΓΕΝ­ΝΗ­ΣΙΣ ΤΟΥ Ε­ΛΕΥ­ΘΕ­ΡΙΟΥ ΒΕ­ΝΙ­ΖΕ­ΛΟΥ
«Κα­τ’ Αὔ­γου­στον τοῦ 1864  ἤρ­χι­σεν ὁ το­κε­τὸς τῆς Στυ­λια­νῆς μὲ φο­βε­ροὺς πό­νους, πα­ρῆλ­θον δύ­ο ἡ­μέ­ραι καὶ ὁ το­κε­τὸς δὲν ἐ­γί­νε­το.  Ἔ­χον­τες ὑ­π’ ὄ­ψιν τὸν προ­η­γού­με­νον το­κε­τὸν τοῦ ὑ­δρο­κε­φά­λου καὶ φο­βού­με­νοι πα­ρο­μοί­αν πε­ρί­πτω­σιν οἱ χω­ρι­κοί, ἔ­πει­σαν τὸν Κυ­ριά­κον ὅ­τι πρέ­πει ­νὰ φέ­ρη τὸν Ἱ­ε­ρό­θε­ον , προ­η­γού­με­νον τῆς μο­νῆς «Χρυ­σο­πη­γῆς»  διὰ νὰ τῆς δι­α­βά­ση εὐ­χὴν καὶ οὕ­τω κα­τορ­θω­θῆ ὁ το­κε­τὸς.  Οἱ δὲ Τοῦρ­κοι με­τε­κά­λε­σαν τὸν Χα­τζῆ Σα­κί­ρη ἀ­πὸ τὸ χω­ρί­ον Ψί­ρες τῆς Κυ­δω­νεί­ας διὰ τὸν αὐ­τὸν σκο­πὸν.
«… Τὴν ἑ­σπέ­ραν τῆς τρί­της ἡ­μέ­ρας συ­νην­τή­θη­σαν εἰς τὸ αὐ­τὸ σπι­τά­κι ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος καὶ ὁ Χα­τζῆ Σα­κί­ρης καὶ ἤρ­χι­σαν νὰ δι­α­βά­ζουν ὑ­πὸ τὸ ἀ­μυ­δρὸν φῶς ἕ­νὸς λύ­χνου, ὁ μὲν τὴν φυλ­λά­δα τοῦ Ἁ­γί­ου Ἐ­λευ­θε­ρί­ου καὶ ἄλ­λα σχε­τι­κά,  ὁ δὲ Τοῦρ­κος δι­κάς του φυλ­λά­δας μὲ εὐ­χὰς Τουρκι­στί.  Τὸ δι­ά­βα­σμα αὐ­τὸ δι­ήρ­κε­σε πέν­τε ὥ­ρας πε­ρί­που, μὲ μι­κρά δι­α­λείμ­μα­τα.  Εἰς στιγ­μὴν κο­ρε­σμοῦ καὶ νυ­στά­γρας λέ­γει ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος πρὸς τὸν Τοῦρ­κον: «Μω­ρὲ Χα­τζῆ ἕ­να δι­ά­βο­λο θω­ρῶ» καὶ ἀ­παν­τᾶ ὁ Τοῦρ­κος: «Καὶ  ἐ­γὼ μω­ρὲ πα­πᾶ, θω­ρῶ ἕ­να φου­ρὸ­γα­το καὶ ὁ Ραμ­πῆς νὰ λυ­πη­θῆ τὴν κα­κο­μοί­ρα νὰ τὸ ξε­γεν­νή­ση». Πράγ­μα­τι πε­ρὶ τὰ ἐ­ξημε­ρώ­μα­τα τῆς τε­τάρ­της ἡ­μέ­ρας ἐ­γεν­νή­θη ὁ δι­ά­βο­λος Ἐ­λευ­θέ­ριος!­.­.»
ΠΩΣ ΚΑΙ Υ­ΠΟ ΤΙ­ΝΟΣ Ε­ΒΑ­ΠΤΙ­ΣΘΗ
«­..Μό­λις τὸ παι­δὶ ἐ­γέν­νε­το 40 ἡ­με­ρῶν, ἡ μη­τέ­ρα του καὶ ἡ μαμ­μή, με­τέ­βη­σαν εἰς τὴν μο­νὴν τῆς «Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς»  ὅ­που δι­έ­με­νεν ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος καὶ ἐ­ζή­τη­σαν τὴν βά­πτι­σίν του. Ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος ἐ­δέ­χθη ὡς ἀ­νά­δο­χος νὰ τὸ βα­πτί­σῃ. Ἀλ­λὰ κα­θ’ ἥν ὥ­ραν τὸ εἶ­χεν μέ­σα εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν καὶ τὸ ἐ­σή­κω­σε διὰ νὰ τὸ θέ­ση εἰς τὰ μυ­ρό­πα­να, ἐ­λέ­ρω­σεν ἐν­τὸς τῆς κο­λυμ­βή­θρας, καὶ ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος τὸ πα­ρέ­δω­σεν εἰς τὴν μαμ­μὴν φω­νά­ζων: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι Σα­τα­νᾶς καὶ θὰ κά­μνη κα­κὸν εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν» καὶ ἀ­μέ­σως ἀ­πε­μα­κρύν­θη. Ἀ­πε­τε­λεί­ω­σε δὲ τὸ βά­πτι­σμα ὁ πα­ρα­τυ­χὼν Γεν­νά­διος. Τὰ πε­ρὶ το­κε­τοῦ καὶ βα­πτί­σμα­τος,  ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος λε­πτο­με­ρῶς εἰς τὸ «ἡ­με­ρο­λό­γιόν του.
Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ ἴ­διος συγ­γρα­φεύς ἀ­να­φέ­ρει δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ριά­κου Βε­νι­ζέ­λου ὅ­στις με­τὰ πλεί­στων ἄλ­λων Ἑλ­λή­νων ὑ­πη­κό­ων ἀ­πε­μα­κρύν­θη τῆς Κρή­της πα­ρὰ τῆς Τουρ­κι­κῆς κυ­βερ­νήσε­ως, ἐ­πα­νελ­θών κα­τὰ τὸ ἔ­τος 1871, ὁ­πό­τε εὑ­ρῆ­κε ἄ­θι­κτον τὸ κα­τά­στη­μά του καὶ ἤρ­χι­σε τὰς ἐρ­γα­σί­ας του, ἀ­φοῦ προ­σέ­λα­βε ὡς ὑ­παλ­λή­λους του τοὺς :Γ. Γι­αν­να­κου­δά­κην, καὶ Ἀν­δρέ­αν Νο­στρά­κην. Τὴν Τρί­τη θυ­γα­τέ­ρα του δὲ,  ἔ­δω­σε σύ­ζυ­γον εἰς τὸν πρα­κτι­κὸν δι­κη­γό­ρον Κων­σταν­τῖ­νον Μη­τσο­τά­κην.
ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο «πολιτικὴ ἱστορία  Ἑλλάδος 1821-1954 – ἡ φαυλοκρατία»   τοῦ Νικολάου Ἀντωνακέα.
Δὲν μοῦ ἀρέσουν οἱ ἀμφιλεγόμενες προσωπικότητες. 
Οὔτε μοῦ ἀρέσει ὁ Βενιζέλος. 
Παρὰ ταὔτα μελετῶ αὐτὰ ποὺ τὸν ἀφοροῦν, διότι θέλω νὰ ἔχω πολλὰ περισσότερα ἐπιχειρήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἤδη διαθέτω.
Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply