Ἐὰν δὲν ἐλπίζῃς τὸ ἀνέλπιστον, δὲν θὰ τὸ βρῇς.

«ΑΝ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΕΙΣ, ΤΟ ΑΝΕΛΠΙΣΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΣ»

(Ηράκλειτος)

Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου

Καθηγητού – Κλασσικού Φιλολόγου

Ιστορικού – Συγγραφέως

Πριν λίγες ημέρες, ψάχνοντας για κάποιο βιβλίο στην βιβλιοθήκη μου, ανεκάλυψα ένα παλαιότερο, τοποθετημένο σε πίσω σειρά. Θυμήθηκα πως για κάποιο λόγο τότε με είχε εκνευρίσει. Ψάχνοντας θυμήθηκα το γιατί και αποφάσισα πως τώρα είναι η πρέπουσα στιγμή να το σχολιάσω. Το βιβλίο ήταν το «Αλφαβητάρι τού Νεοέλληνα» του Χρ. Γιανναρά. Τι είχε όμως συμβεί; Μέσα του υπήρχαν αποσπάσματα, τα οποία ενώ προβάλλονταν ως ρεαλιστικά κείμενα επίκαιρης ελληνικής αυτοσυνειδησίας σε κάποια από αυτά υπήρχε ένας ρεαλισμός, ο οποίος στην πράξη μεταφράζεται ως υφέρπων ψοφοδεϊσμός, που μας προσγειώνει ανώμαλα, λέγοντας πως ό,τι χάθηκε δεν επανέρχεται.

Σε ένα από τα αποσπάσματα, το οποίο έχει γράψει ο ίδιος ο καθηγητής, αναφέρει τα εξής απίστευτα: «Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω. Η Ιστανμπούλ δεν μπορεί να ξαναγίνει Κωνσταντινούπολη, ούτε το πολυτονικό να αποτελέσει και πάλι τον καθολικό τρόπο τής ελληνικής γραφής. Η έκπτωση από υψηλότερο σε χαμηλότερο επί­πεδο πολιτισμού δεν αντιστρέφεται. […] Αν απρόσμενα χαριζόταν σήμερα στους Έλληνες η Ιστανμπούλ, το δώρο θα ήταν άδωρο. Όχι, ακτινοβολία ελληνικής ευγένειας και αρχοντιάς δεν θα μπορούσαμε να της προσδώσουμε, άλλα ούτε το παρελθόν της δεν είμαστε ικανοί να διαχειριστούμε — το αποδείχνουμε στην σημερι­νή Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Αν με ανάλογες παραμυθένιες πιθανότητες κάποια ελλη­νική κυβέρνηση αποφάσιζε να εισαγάγει και πάλι το πο­λυτονικό στα σχολεία (την διδασκαλία των αρχαίων ως θεμελιώδες γλωσσικό μάθημα), εξ ίσου άδωρο θα ήταν το δώρο. Τα είκοσι χρόνια τού χάσματος πού έχει ήδη παρεμ­βληθεί στην γλωσσική μας συνέχεια, θα απέδειχναν ουτοπικό, μη λειτουργικό το εγχείρημα.

Όταν διακόπτεται η συνέχεια της ζωής, το ρίζωμα σε πανάρχαια πατρογονικά εδάφη ή στην γλώσσα (στην γλώσ­σα πού είναι το «σπίτι» της ύπαρξής μας, καθώς έλεγε ο Χάιντεγκερ), η απώλεια είναι οριστική. Ό,τι χάθηκε μπορεί να ξανακερδηθεί ως μάθηση από κάποιους ελάχιστους λογίους, άλλα δεν είναι δυνατό να συγκροτήσει και πάλι καθολικό λαϊκό βίωμα.»

 

Η διαφωνία μου λοιπόν ως προς αυτά εστιάζεται στο ότι ο καθηγητής θεωρεί πως ό,τι χάνεται, χάνεται ανεπιστρεπτί και οριστικά, κρίνοντας με συνθήκες σημερινές μελλοντικά γεγονότα. Ίσως η γνωστή φράση, η χιλιομεταφρασμένη, που λέει «ποτέ μη λες ποτέ» δεν έχει γι’ αυτόν κάποια σημασία, όπως και η φράση «η ιστορία επαναλαμβάνεται» του είναι σκοπίμως άγνωστη. Διότι εξαρτάται πώς βλέπει κάποιος τα πράγματα. Άλλος το “μαύρο” το βλέπει “πίσσα” και άλλος “γκρι”, ένα μαύρο δηλαδή, που περιέχει και άσπρο. Άλλος το ποτήρι το βλέπει μισοάδειο, άλλος μισογεμάτο. Το πρόβλημα υπάρχει αν κάποιος το βλέπει τελείως άδειο. Διότι το “ποτέ” ισχύει για τώρα. Το “ίσως”, το “πιθανόν” ισχύει για το αύριο.

Ο κ. καθηγητής είναι φιλόσοφος. Εγώ όμως είμαι ιστορικός. Και στην ιστορία γνωρίζουμε ορισμένα πράγματα. Πρώτον ότι κυριαρχεί η αιτιότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα ίδια αίτια (ακόμη και σε διαφορετικές εποχές) κάτω από τις ίδιες συνθήκες, μας δίνουν τα ίδια αποτελέσματα. Άρα κάτι που συνέβη κάποτε, όταν τα αίτια και οι συνθήκες θα είναι κατάλληλες μπορεί να ξανασυμβεί. Δεύτερον, στην ιστορία κυριαρχεί “το απρόβλεπτον“. Αν π.χ. το 1821 έλεγαν στους Έλληνες ότι σε 100 χρόνια ο στρατός τους θα ήτο έξω από την Άγκυρα, ουδείς θα το επίστευε. Κι όμως 100 χρόνια μετά αυτό συνέβη. Αν το 490 π.Χ. θεωρούσε κάποιος ότι οι Αθηναίοι θα ήταν αδύνατον, λόγω αριθμητικής δυνάμεως, να νικήσουν τον απείρως ισχυρότερο στρατό τών  Περσών, σήμερα είναι φανερό πως αυτός θα είχε κάνει λάθος. Το ίδιο κι αν κάποιος, στην αρχαιότητα, έλεγε πως θα ήταν δυνατόν 30.000 Έλληνες από την Μακεδονία να κατορθώσουν να νικήσουν τα εκατομμύρια των Περσών και να κατακτήσουν την Ασία. Θα τον έλεγαν τρελό. Η ιστορία, όμως,  απέδειξε το αντίθετο! Εξαρτάται λοιπόν από το πώς βλέπει κάποιος τα πράγματα. Αν βλέπει “χαμένες πατρίδες“, τότε τις έχασε οριστικά. Αν τις βλέπει απλώς “αλησμόνητες“, τότε πιθανόν να τις βρει. Αν όμως τις βλέπει σαν “τα μέρη τα κλεμμένα“, τότε κάποτε θα τα ζητήσει πίσω από τον κλέφτη. Και τότε η Ιστανμπούλ μπορεί να αποκληθεί ξανά «Κωνσταντινούπολη»!

Όσο για την γλώσσα, τα πράγματα είναι πιο απλά. Όπως με ένα διάταγμα καταργήθηκε το πολυτονικό και κατεστράφη η γλώσσα, έτσι με ένα νέο διάταγμα αυτό μπορεί πάλι να επανέλθει και να εφαρμοσθεί. Χρειάζεται  απλώς να υπάρχει κράτος, εθνική βούληση και ηγετική φυσιογνωμία στα ηνία του άρματος της Ελλάδος!

Όπως επίσης, με έναν απλό νόμο, μπορούν να  αλλάξουν οι πινακίδες. Αρκεί να λέει: «Μπορείτε να χρησιμοποιείτε όποια γλώσσα θέλετε στις πινακίδες. Η ελληνική είναι δωρεάν. Η χρησιμοποίηση άλλης γλώσσας κοστίζει κάποιες χιλιάδες €υρώ το κάθε γράμμα». Το ίδιο μπορεί να γίνει και στην τηλοψία. «Όποιος δεν γνωρίζει καλά ελληνικά, δεν προσλαμβάνεται. Όποιος τηλεαστέρας χρησιμοποιεί όρους, όπως brake ” αντί “διάλειμμα“, κ.λπ. θα πληρώνει πρόστιμο κι αυτός και το κανάλι». Κι όποιος δάσκαλος δεν γνωρίζει ή δεν επιθυμεί να διδάξει το πολυτονικό, δεν θα προσλαμβάνεται. Θα δείτε πώς θα φτιάξουν αμέσως τα πράγματα. Και μη μου πείτε ότι αυτό είναι φασιστικό! Ο φασισμός είναι μόνο στο μυαλό τους, όπως και το κτύπημα τής Ελλάδος. Διότι, όταν οι Εβραίοι, πριν λίγες δεκαετίες, ίδρυσαν το κράτος τού Ισραήλ, επανέφεραν μία νεκρή για 2000 χρόνια γλώσσα, την αρχαία τους γλώσσα και την έκαναν επίσημη γλώσσα τού κράτους τους! Για τους Εβραίους, λοιπόν, μεσολάβησαν 2000 χρόνια κι όμως επανέφεραν την χαμένη γλώσσα τους. Για εμάς μεσολάβησαν μόνο 30 χρόνια (20 από την συγγραφή του βιβλίου) και κατά τον συγγραφέα «ό,τι χάθηκε δεν είναι δυνατό να συγκροτήσει και πάλι καθολικό λαϊκό βίωμα» και είναι αδύνατον να επανέλθει.

Αυτό που ξέρω είναι πως ο καθένας μπορεί να φιλοσοφεί για τα πράγματα. Άλλος «ρεαλιστικά», άλλος «αισιόδοξα». “Ρεαλισμός”, όμως, σημαίνει πραγματικότητα. Όχι διαχρονική πραγματικότητα αλλά πραγματικότητα που εκφράζει μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ο πρόγονός μας, ο ρήτωρ Ισοκράτης (προς Δημόνικον 7,4), θεωρούσε ότι «η κτήσις της αρετής, δύναται να καταστήσει τα αδύνατα για τους άλλους, δυνατά στους ασκούντες αυτήν». Αν δεν έχουμε την ίδια αντίληψη, τότε παραμένουμε στο εφικτό ή στο αδύνατο. “Εφικτό” και “αδύνατο”, όμως, σημαίνουν “μνημόνια”, “οσφυοκαμψία”, “δουλεία”, “υποταγή”. Δεν έχει δίκιο, λοιπόν ο κ. Γιανναράς. Ειδικά σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ θάρρος, αισιοδοξία και δύναμη να κάνουμε τα αδύνατα, δυνατά. Και αυτό το υπενθυμίζει και σ’ εμάς αλλά κυρίως σε εκείνον ο Ηράκλειτος, όταν λέει: «εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει…», που ελευθέρως αποδιδόμενο σημαίνει «εάν δεν ελπίζεις, το ανέλπιστο δεν θα το βρεις»! Χρειάζεται επομένως από εμάς ελπίδα, όραμα και δράση. Ο Πλάτων εξ άλλου είχε πει «καθεύδων γαρ ουδείς ουδενός άξιος», δηλαδή «όποιος κοιμάται, δεν είναι άξιος για τίποτα»!

Ἀντώνης Ἀντωνάκος

Τὸ παραπάνω δημοσιεύθηκε στὴν Α1 ἀλλὰ κάπως …κουρεμένο. Βλέπετε δὲν ἀρέσουν πάντα αὐτὰ ποὺ γράφουμε.

Φιλονόη.

φωτογραφία

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply