Ἔρωτας σὲ χείλη φωτιὰ


Θαρρῶ πῶς τὸν εἶδα·

γυρνοβολοῦσε εἰς τῶν ματιῶν σου τὸ χρῶμα,
ποὺ ἀπὸ φθινοπωρινὴ σιγαλιὰ ἦταν μεγαλωμένα,
μιᾶς νὰ χορεύῃ γύρω ἀπὸ φωτιὰ
κι ἦταν αὐτὴ γεννημένη,
ἀπ’ τῶν χειλιῶν σου τὴν γῆν.
 
Γῆς φλογισμένη,
ἀπὸ γαληνεμένους γύρω ποταμούς,
σὲ ξάστερες φεγγαρένιες νυχτιὲς
κι ἕναν μέσα τους ἥλιον θλιμμένον…
μισὸν εὐλογία ἀπ’ τὸ χάραμα,
μισὸν δοξασμένον ἀπὸ πέλαγα τὸ δείλι.
Κι ὁλοῦθε μύρισε τὸ δροσιό,
γῆς ποὺ σὰν θέλει,
βροχὴν ἀπάνω της φέρει, νὰ τραγουδᾶ.
 
Δὲν φοβήθηκα διόλου.
Γιασεμιὰ τοῦ προσέφερα μὲ τὸ ᾿να μου χέρι
κι ἀπ’ τ’ ἄλλον θυμάρι εἶχα τῆς Ἡρακλειᾶς
καὶ κλώνους ἀπὸ βασιλικὰ
καὶ ἀνθισμένης μαντζουράνας βλαστόν,
θρεμμένης σὲ ἀρχαῖον πήλινον κανάτι,
ἕνα παλαιὸν κάποτες ποὺ ξέβρασε ξημέρωμα,
ἡ Γῆς τῆς Μονοκκλησιᾶς,
τότες ποὺ ἡ Εἰρήνη ἐκειά, γεννοῦσε εὐωδιές.
 
Δὲν φοβήθηκα διόλου.
Ἔκαιεν ἡ γῆς φωτιὰ κι ἦταν ὡραία ἡ βροχή.
Ἄρχισα γλήγορα νὰ χορεύω…καὶ πιὸ γλήγορα,
μὲ τὰ χέρια ὀρθὰ ἀψηλωμένα
καὶ τὰ βρεγμένα μου μαλλιὰ εἰς τοὺς ὥμους μου ἔσταζαν,
πότες δροσοσταλιές, πότες ἔρωταν νιογέννητον.
Κύτταξα τὴν γῆν σου ποὺ φλεγόταν
καὶ μέσα τὸν εἶδα ἀπὸ τὸ πύρωμα νὰ χαμογελᾶ.
Φύσηξε ἀπαλὰ τὴν  πνοήν του,
τὶς μυρωδιὲς νὰ πλανέψῃ ποὺ βαστοῦσα
καὶ ἦταν τότες ποὺ γιόμισε φῶς ἡ νύχτα,
τὰ χέρια μου λαμπύριζαν
καὶ ἡ γῆς σου ὁλάκερος ἐμοσκοβόλιασε…
 
Τὸν εἶδα νὰ χάνεται πέρα ἀπὸ τῆς Κερκίνης τὶς ὀμίχλες.
Γύρισα μιᾶς καὶ τὰ χείλη σου ἐκύτταξα
καὶ μιᾶς τὸ πέταγμά του·
καὶ γλήγορα χορεύοντας γύρω σου, ἐτραγουδοῦσα…
 
Ἔρωτας, ἔρωτας,
χείλη φωτιά…

 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply