Ὁ Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο μεγαλύτερος πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Άρχισε το 1939 και τελείωσε το 1945. Επεκτάθηκε σ’ όλο τον κόσμο και πήραν μέρος σ’ αυτόν όλα τα σημαντικά κράτη της Γης.
Αίτια και αφορμές. Κύριο χαρακτηριστικό του πολέμου αυτού είναι ότι ξεκίνησε από την Ευρώπη, όπως όλες σχεδόν οι μεγάλες συγκρούσεις των τελευταίων αιώνων. Οι λόγοι είναι ευνόητοι· τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, από τα μέσα του 16ου αι., αναδείχτηκαν σε παγκόσμιες αποικιοκρατικές δυνάμεις και συγκέντρωσαν στα χέρια τους το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και πολιτικής δύναμης. Έτσι, κάθε σύγκρουσή τους είχε επιπτώσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι πρώτες αποικιακές χώρες, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, σύντομα υποχώρησαν μπροστά στην ορμή των μεγαλύτερων και ισχυρότερων κρατών και τη θέση τους πήραν η Αγγλία, η Γαλλία και παροδικά η Ολλανδία. Κατά το 19ο αι. έκανε, με πολλές αξιώσεις, την εμφάνισή της στη σκηνή η γερμανική δύναμη, που γρήγορα επεκτάθηκε και απείλησε τη γαλλική και την αγγλική παντοδυναμία. Η παρουσία της έκανε αυτές τις δύο χώρες (Αγγλία – Γαλλία) να πλησιάσουν η μια την άλλη, ξεχνώντας τις αιώνιες διαφορές τους και τους μακροχρόνιους πολέμους του παρελθόντος, επειδή αυτό που επιθυμούσαν περισσότερο από όλα ήταν η διατήρηση του “στάτους κβο” που υπήρχε. Η προσέγγισή τους δεν εμπόδισε την τελική σύρραξη που πραγματοποιήθηκε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η οποία και κατέληξε με την ήττα της Γερμανίας.
Ο πρώτος “μεγάλος πόλεμος” δεν επέφερε την πολιτική και οικονομική συντριβή της Γερμανίας και ουσιαστικά δεν έδωσε οριστική λύση σε κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που τον προκάλεσαν. Αιτία ήταν το ότι οι Αγγλογάλλοι είχαν συνεργαστεί στο στρατιωτικό τομέα, αλλά εξακολουθούσαν να είναι δύο μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, που παρέμεναν αντίπαλοι στην “υψηλή” πολιτική. Στο μεταξύ, μέσα στη Γερμανία, τα πολιτικά πράγματα έπαιρναν μια επικίνδυνη τροπή, που η σημασία της άργησε πολύ να γίνει αντιληπτή. Αργά, αλλά σταθερά, άρχισε να κερδίζει έδαφος ο εθνικοσοσιαλισμός, που κατόρθωσε να κατακτήσει τις μάζες (εκμεταλλεύτηκε τόσο τα οικονομικά προβλήματα όσο και τη δυσαρέσκεια των εθνικιστών, που πίστευαν ότι η ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο οφειλόταν σε εσωτερική προδοσία).
Μετά την άνοδό του στη θέση του καγκελάριου, ο Χίτλερ έκανε υπομονή, μέχρι το θάνατο του γηραιού στρατάρχη Χίντεμπουργκ και ύστερα έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά του (που είναι αλήθεια ότι δεν τα είχε κρατήσει κρυφά, αφού τα είχε αναλύσει με λεπτομέρειες στο βιβλίο του Ο αγών μου). Κατάφερε, με εσωτερικά δημόσια έργα και άλλες κρατικές δραστηριότητες να εξαφανίσει πρακτικά την ανεργία και να στερεώσει το γερμανικό νόμισμα, ανεβάζοντας την πάντα ισχυρή γερμανική βιομηχανία σε μεγάλα ύψη. Κατόπιν άρχισε να καταπατά, το ένα μετά το άλλο, τα περιοριστικά μέτρα που είχε επιβάλει στη χώρα του η Συνθήκη των Βερσαλιών. Ο γερμανικός στρατός ανασυγκροτήθηκε, ο εξοπλισμός του ανανεώθηκε και στην κορυφή της ιεραρχίας προωθήθηκαν άνθρωποι που διακρίνονταν για τις στρατιωτικές τους ικανότητες και για την προσωπική τους πίστη στον εθνικοσοσιαλισμό.
Παρασυρμένοι από την προηγούμενη νίκη τους, οι σύμμαχοι Αγγλογάλλοι ουσιαστικά αδιαφόρησαν, όταν ο γερμανικός ναζισμός άρχισε να επιβάλλει τις θελήσεις του στις γύρω ευρωπαϊκές χώρες, με την προσάρτηση περιοχών τους (έγιναν βεβαίως μερικές προειδοποιητικές διακοινώσεις, αλλά καμιά αποφασιστική ενέργεια). Η αδράνεια αυτή, που οδήγησε στη διάλυση της Κοινωνίας των Εθνών, άφηνε τη Σοβιετική Ένωση εκτεθειμένη απέναντι στη Γερμανία, που ήταν πια πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι στις αρχές του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Έτσι, οι Ρώσοι δε δίστασαν καθόλου να υπογράψουν το 1938 “σύμφωνο μη επιθέσεως” με τη ναζιστική Γερμανία, που από την πλευρά της το ήθελε για να αποφύγει τον εφιάλτη του διπλού μετώπου σε Δύση και σε Ανατολή.
Όταν οι ενέργειες του Χίτλερ έγιναν πια πολύ σαφείς, οι σύμμαχοι Αγγλογάλλοι έδωσαν εγγυήσεις στην Πολωνία και στη Ρουμανία, ότι θα τις προστάτευαν από ενδεχόμενη γερμανική επίθεση. Η εισβολή των Γερμανών στα εδάφη της Πολωνίας (Σεπτέμβριος 1939) αποτέλεσε το γεγονός που εξάντλησε την αγγλογαλλική υπομονή και σήμανε την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου (βλ. πίνακα 1).
Οι χώρες που συμμετείχαν στο Β’…
Τα γεγονότα 1939 – 1941. Η κατάληψη της Ευρώπης. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1939, τα γερμανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Πολωνία, που αγωνίστηκε γενναία, αλλά άσκοπα, μια και οι ταξιαρχίες του ιππικού της έκαναν επελάσεις ενάντια σε τεθωρακισμένες γερμανικές μεραρχίες. Άλλωστε, οι Πολωνοί δεν προσπάθησαν να προστατέψουν ένα μόνο κομμάτι του μεγάλου σε έκταση εδάφους της χώρας τους, αλλά άπλωσαν τις δυνάμεις τους σε ευρύ μέτωπο, που το διασπούσαν εύκολα τα εχθρικά άρματα μάχης. Στις 27 Σεπτεμβρίου, όλα είχαν τελειώσει και η Πολωνία είχε νικηθεί.
Ο πόλεμος αυτός, των 25 ημερών, έδωσε ένα καλό δείγμα της γερμανικής τακτικής, που θα επιβαλλόταν για πολλά χρόνια και θα στοίχιζε πολλές ήττες στους συμμάχους. Οι γερμανικές επιθέσεις γίνονταν κυρίως με τεθωρακισμένες μεραρχίες, που υποστηρίζονταν από αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης. Η γρήγορη προέλαση των αρμάτων, προκαλούσε αποδιοργάνωση των μετόπισθεν, που την έκανε χειρότερη η ομαδική φυγή χιλιάδων προσφύγων. Το νέο στοιχείο σ’ όλα αυτά ήταν η γερμανική αντίληψη για το ρόλο των τεθωρακισμένων, τα οποία για πρώτη φορά είχαν οργανωθεί σε αυτοδύναμες μεγάλες μαχητικές μονάδες. Άρματα είχαν και οι σύμμαχοι (και μάλιστα όχι λιγότερα ούτε κατώτερα από τα γερμανικά), αλλά δεν τα θεωρούσαν παρά στοιχεία υποστήριξης του πεζικού, που έκανε (κατά τη γνώμη τους) τον κυρίως πόλεμο. Έτσι όμως έχαναν τα κύρια πλεονεκτήματά τους, δηλ. την ταχύτητα και την ευελιξία στις πιο κρίσιμες στιγμές.
Την κατάκτηση της Πολωνίας ακολούθησε η κήρυξη πολέμου της Γαλλίας και της Αγγλίας κατά της Γερμανίας και όλοι περίμεναν την έκρηξη των μαχών. Αντί γι’ αυτό μια παράλογη κατάσταση επικράτησε στα γαλλογερμανικά σύνορα επί εφτά μήνες, δηλ. μέχρι το Μάιο του 1940· οι αντίπαλοι στρατοί παρέμεναν ακίνητοι ο ένας απέναντι στον άλλο και σπαταλούσαν τις μέρες τους σε γυμνάσια και αναγνωριστικές ενέργειες.
Τον Απρίλιο του 1940, ο γερμανικός στρατός κατέλαβε τη Δανία και τη Νορβηγία και τον επόμενο μήνα επιτέθηκε κατά της Ολλανδίας και του Βελγίου (που αποτελούσαν στρατηγικές προσβάσεις) και κατά της Γαλλίας. Στη συμμαχική πλευρά, υπήρχε ανησυχία, αλλά όχι υπερβολική· ο γαλλικός στρατός ήταν ένας τεράστιος και πανίσχυρος μηχανισμός που νίκησε τους Γερμανούς στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, άρα μπορούσε να το ξανακάνει. Όσο για τους Βρετανούς, ήταν ακόμα λίγοι στη Γαλλία, αλλά ο στόλος τους έλεγχε τους ωκεανούς. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι αλήθεια, αν ο όγκος των συμμαχικών στρατευμάτων συνοδευόταν από μιαν αντίστοιχη πολεμική νοοτροπία με εκείνη των Γερμανών, πράγμα που δε συνέβαινε. Οι Γάλλοι είχαν μείνει πιστοί στη μάχη των χαρακωμάτων και των οχυρών. Στο μέτωπο οι Γερμανοί παρέταξαν 140 μεραρχίες έναντι 134 των συμμάχων και 2.500 περίπου ελαφρά άρματα μεγάλης ταχύτητας, έναντι 2.000 συμμαχικών, πολύ βαρύτερων (αλλά και πολύ πιο αργοκίνητων). Στον αέρα, όμως, η γερμανική υπεροχή ήταν μεγάλη.
Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ανάγκασαν, μέσα σε λίγες μέρες, το βελγικό στρατό να υποχωρήσει και τελικά να παραδοθεί, ενώ οι Γερμανοί στρατηγοί των τεθωρακισμένων άνοιξαν βαθιά ρήγματα στη γαλλική άμυνα και έκαναν να εμφανιστεί και πάλι το γνώριμο, από την Πολωνία, φαινόμενο της αποδιοργάνωσης των μετόπισθεν. Στη βόρεια Γαλλία και με κέντρο το λιμάνι της Δουνκέρκης, μια μεγάλη μάζα στρατιωτών περικυκλώθηκε από τις τεθωρακισμένες μεραρχίες της Βέρμαχτ, οι οποίες, όμως, δεν προχώρησαν αρκετά για να την αιχμαλωτίσουν. Μια εκπληκτική κινητοποίηση στην Αγγλία επέτρεψε τη συγκέντρωση μιας απίστευτης ποικιλίας σκαφών, που κατάφεραν κάτω από τα πυρά των αεροπλάνων να σώσουν 330.000 άντρες (αλλά χωρίς τον οπλισμό τους). Η υπόλοιπη Γαλλία συνέχισε να μάχεται για λίγες μέρες ακόμα, αλλά μόνο για την τιμή των όπλων. Τελικά συνθηκολόγησε, στις 25 Ιουνίου, και ο στρατάρχης Πετέν σχημάτισε μια δοσίλογη κυβέρνηση (που θα του στοίχιζε αργότερα την προσαγωγή του σε δίκη και την ταπεινωτική καταδίκη του). Στο εξωτερικό, αντίθετα, ένας άγνωστος στρατηγός, ο Ντε Γκωλ, προσπαθούσε να μαζέψει γύρω του τα απομεινάρια της χώρας του και να σχηματίσει μια ελεύθερη Γαλλία. Οι συνθήκες της παράδοσης έγιναν αιτία μιας σοβαρής αγγλογαλλικής ρήξης, επειδή οι Άγγλοι φοβόντουσαν ότι ο αρκετά ισχυρός γαλλικός στόλος θα έπεφτε στα χέρια των Γερμανών. Για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αποφάσισαν να βυθίσουν μια μεγάλη γαλλική μοίρα στο λιμάνι του Μερς ελ Κεμπίρ, γεγονός που λίγο έλειψε να γίνει αιτία πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες προς μεγάλη χαρά του Χίτλερ.
Όλοι περίμεναν ότι το επόμενο βήμα θα ήταν η εισβολή στην Αγγλία, τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Ο αγγλικός στόλος ήταν πολύ ισχυρότερος από το γερμανικό και επομένως απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η καταστροφή του, όπως επίσης και η καταστροφή της αγγλικής αεροπορίας (που υστερούσε σε αριθμούς απέναντι στη γερμανική). Ολόκληρο τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1940 η “Λουφτβάφε” (γερμανική αεροπορία) βομβάρδιζε την Αγγλία, αλλά χωρίς κανένα ουσιαστικό στρατηγικό αποτέλεσμα (οι υλικές καταστροφές ήταν φοβερές). Τα ακατανίκητα όπλα των Άγγλων ήταν δύο: το ραντάρ, που ειδοποιούσε νωρίς για την προσέγγιση των γερμανικών αεροπλάνων, και ένα νέου τύπου αγγλικό καταδιωκτικό, το περίφημο “Σπιτφάιρ”, που υπερτερούσε απέναντι σε όλα τα αντίστοιχα γερμανικά (τα γνωστά στούκας – βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης – ήταν στην πραγματικότητα πολύ αργά για να αντιμετωπίσουν τα “Σπιτφάιρς”).
Παρά την αποτυχία της αυτή, η Γερμανία έμενε πανίσχυρη στην Ευρώπη. Ολόκληρη η “γηραιά ήπειρος” άρχισε να οργανώνεται από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής, σύμφωνα με τα χιτλερικά πρότυπα, με επικεφαλής δοσίλογες κυβερνήσεις, ενώ η Αγγλία, παρά το πείσμα της, δεν ήταν παρά ένα απομονωμένο νησί ανίκανο να την αντιμετωπίσει.
Στη νοτιοανατολική Ευρώπη τα πράγματα παρουσίασαν μιαν άσχημη, για τον Άξονα, τροπή. Η φασιστική Ιταλία, δάσκαλος αλλά και μαθητής του ναζισμού, ήταν θεωρητικά ένας σύμμαχος του Χίτλερ, αλλά εξαιτίας της αδυναμίας της ένας πολύ ενοχλητικός σύμμαχος. Ο Μουσολίνι δεν είχε ψευδαισθήσεις για την κατάσταση της χώρας του, αλλά δεν μπορούσε να μείνει άπραχτος, τη στιγμή που ο Χίτλερ επέβαλλε τη θέλησή του σε όλη την Ευρώπη. Έτσι διάλεξε μικρούς αντίπαλους για να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Το πρώτο θύμα ήταν η Αιθιοπία, που υπέκυψε εύκολα, και το επόμενο υποψήφιο θύμα η μικρή Ελλάδα, που η γεωγραφική της θέση εξυπηρετούσε απόλυτα τα σχέδια του ιταλικού επεκτατισμού. Για την απόφασή του να επιτεθεί στην Ελλάδα, ο Μουσολίνι δεν ενημέρωσε τους Γερμανούς, και γιατί ήθελε να τους ανακοινώσει ξαφνικά την κατάκτησή της (για λόγους γοήτρου), αλλά και γιατί ήξερε ότι ο Χίτλερ μπορεί να του έφερνε αντιρρήσεις (οι αντιρρήσεις του Χίτλερ δεν ξεκινούσαν βέβαια από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά από το ότι την εποχή εκείνη είχε ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης και δεν τον ενδιέφεραν δευτερεύουσες επιχειρήσεις).
Η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας έγινε με αρκετές, από αριθμητική άποψη, δυνάμεις, αλλά ακατάλληλα εξοπλισμένες για ορεινό πόλεμο και βαρύ χειμώνα. Το πιο σημαντικό όμως ήταν το γεγονός ότι δεν περίμεναν αντίσταση από ένα λαό, ο συνολικός πληθυσμός του οποίου ήταν όσες και οι ένοπλες δυνάμεις της Ιταλίας. Η ήττα των Ιταλών και η γελοιοποίηση του στρατού τους ανάγκασαν το Χίτλερ να επέμβει, να συντρίψει απάνθρωπα τη Γιουγκοσλαβία και να κατακτήσει την Ελλάδα, που δεν μπορούσε βέβαια, παρά τη γενναιότητά της, να αντιμετωπίσει και το γερμανικό στρατό. Στις 31 Μαΐου 1941 όλα είχαν τελειώσει για τα Βαλκάνια, με την κατάληψη της Κρήτης.
Μετά τις αλλεπάλληλες γερμανικές νίκες, το κύρος του Χίτλερ στο εσωτερικό της Γερμανίας έφτασε στο κατακόρυφο. Μέσα σε ένα χρόνο είχε καταστρέψει την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης (Γαλλία), είχε ταπεινώσει τη μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη του κόσμου (Αγγλία) και, το σπουδαιότερο, είχε ξοδέψει ελάχιστο σχετικά έμψυχο υλικό (όλος ο πόλεμος του είχε κοστίσει λιγότερο από μια μεγάλη μάχη του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου). Στην κρίσιμη αυτή φάση, ο Χίτλερ πήρε δυο σημαντικές αποφάσεις: η μια ήταν να ενισχύσει τους Ιταλούς στη Βόρεια Αφρική (όπου οι Άγγλοι τους νικούσαν συνεχώς) και η δεύτερη, και σπουδαιότερη, να εφαρμόσει τα σχέδιά του κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, στο τέλος του 1941 τρία μέτωπα υπήρχαν για τη Γερμανία: το δυτικό (κατά της Αγγλίας), το βορειοαφρικανικό και το ανατολικό.
Η επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 22 Ιουνίου του 1941, η Βέρμαχτ άρχισε την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ με 120 μεραρχίες πεζικού και 70 μηχανοκίνητες. Η δύναμη αυτή ήταν κατανεμημένη σε 3 μέτωπα ή ομάδες στρατιών, που έπαιρναν το όνομά τους από το μέρος που είχαν ταχτεί.
Η ομάδα “Βορράς” είχε αρχηγό το Φον Λέεμπ· κατάφερε να καταλάβει σύντομα τα βαλτικά κράτη, και το Σεπτέμβριο άρχισε την πολιορκία του Λένινγκραντ, που κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η ομάδα “Νότος” είχε αρχηγό το στρατάρχη Φον Ρούνστεντ· συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τα στρατεύματα του στρατάρχη Μπουντιένι, αλλά κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου κατάφερε να αποσπάσει μια μεγάλη νίκη στο Δνείπερο ποταμό και να συλλάβει ένα τεράστιο αριθμό αιχμαλώτων. Ακολούθησε η πτώση του Κίεβου και του Ντόνετς.
Η πιο σημαντική ομάδα στρατιών, στην οποία στήριζε κυρίως τις ελπίδες του ο Χίτλερ, ήταν η μεσαία (κεντρική), με αρχηγό το Φον Μποκ, που περιλάμβανε πολύ σημαντικές τεθωρακισμένες μεραρχίες.
Ο Χίτλερ πίστευε ότι το σοβιετικό καθεστώς θα κατέρρεε από τα μέσα μόλις οι Γερμανοί σημείωναν τις πρώτες νίκες και ότι ο ρωσικός πληθυσμός θα υποδεχόταν τους Γερμανούς ως απελευθερωτές (από το σοβιετικό καθεστώς)· θεωρούσε, τέλος, το ρωσικό στρατό μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, ανίκανη όμως να αντιμετωπίσει τις σιδηρόφρακτες στρατιές του. Ως ένα σημείο, η κρίση του για το ρωσικό στρατό ήταν σωστή. Από αριθμητική άποψη ήταν τεράστιος, αλλά (όπως τουλάχιστον φάνηκε στην αρχή) δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει μια σύρραξη τέτοιου επιπέδου και τόσο μεγάλης έκτασης. Εκεί που ο Χίτλερ έπεσε τελείως έξω ήταν το ηθικό του σοβιετικού στρατού.
Παρ’ όλα αυτά, η στρατιωτική υπεροχή είχε στην αρχή τον πρώτο λόγο. Οι νίκες του γερμανικού στρατού ήταν τόσο συντριπτικές, που θα είχαν σίγουρα λυγίσει οποιονδήποτε άλλο μηχανισμό, που δε θα έκρυβε πίσω του την απέραντη Ρωσία. Μέσα σε λίγους μήνες και μετά από σκληρές συγκρούσεις, οι Ρώσοι αιχμάλωτοι μετριούνταν σε εκατομμύρια και η γερμανική προπαγάνδα οργίαζε. Αλλά κάθε σοβιετική μεραρχία που καταστρεφόταν, την αντικαθιστούσαν δύο άλλες, τέλεια εξοπλισμένες και ξεκούραστες. Ταυτόχρονα αναπτυσσόταν εξαιρετικά δυναμικός ανταρτοπόλεμος κατά των εισβολέων.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1941 ξεκίνησε μια μεγάλη και νικηφόρα γερμανική προέλαση που κράτησε μέχρι τις 20 του ίδιου μήνα και οδήγησε τους εισβολείς 100 χλμ. μόλις έξω από τη Μόσχα. Εκεί, οι γερμανικές δυνάμεις σταμάτησαν τυπικά για να πάρουν δυνάμεις, αλλά δεν ξαναξεκίνησαν ποτέ. Στις 20 Νοεμβρίου ο ρωσικός χειμώνας ξέσπασε με τρομερή ένταση και το θερμόμετρο έδειξε -200 C. Οι παγωμένοι Γερμανοί είδαν κατάπληκτοι στις 6 Δεκεμβρίου να τους επιτίθεται μια τεράστια δύναμη Σοβιετικών στρατιωτών. Η φυγή των Γερμανών μπορεί να μη θύμιζε σε έκταση τη φυγή του Ναπολέοντα, αλλά δεν ήταν λιγότερο καταστροφική, κυρίως για το ηθικό τους. Είχαν υποστεί την πρώτη τους ήττα και οι απώλειές τους σε άψυχο υλικό ήταν εντυπωσιακές.
Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Η κατάσταση στις ΗΠΑ, από την αρχή του πολέμου, χαρακτηριζόταν βασικά από μια τάση αδιαφορίας και απομονωτισμού απέναντι στα προβλήματα της Ευρώπης. Η οικονομική κατάσταση είχε βελτιωθεί σε σχέση με το μεγάλο “κραχ” της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά η ανάμνηση των χιλιάδων Αμερικανών νεκρών του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου ήταν ακόμα νωπή. Το βιοτικό επίπεδο είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα και κανείς δε φαινόταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει σε μια νέα περιπέτεια, παρά τις ελπίδες του Τσόρτσιλ. Ο μεγάλος αυτός Άγγλος πολιτικός είχε συνειδητοποιήσει πολύ νωρίς ότι μόνον η ανάμειξη της Αμερικής στον πόλεμο μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή του Άξονα. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρούζβελτ συμμεριζόταν τις απόψεις του, αλλά ήξερε ότι δε θα του ήταν εύκολο να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του κράτους του, μέσα στο γενικό κλίμα που υπήρχε. Την ευκαιρία που ζητούσε την έδωσε η ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη της Ιαπωνίας, που συνδεόταν με σύμφωνο συμμαχίας με τη Γερμανία και την Ιταλία και πίστευε ότι η ώρα της επιβολής της στην Άπω Ανατολή είχε φτάσει. Ήδη η Κίνα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχό της (κατά μεγάλο μέρος), πράγμα που οι Αμερικάνοι δεν μπορούσαν να ανεχτούν, γιατί έθιγε ζωτικά τους συμφέροντα. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1941, και ενώ οι συνομιλίες στην Αμερική συνεχίζονταν ένας μεγάλος ιαπωνικός στόλος έπλεε προς τη βάση του Περλ Χάρμπορ, μεταφέροντας εκατοντάδες βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροπλάνα. Σκοπός των Γιαπωνέζων ήταν να καταστρέψουν μ’ ένα μόνο χτύπημα τη ναυτική δύναμη των Αμερικανών στον Ειρηνικό ωκεανό, ώστε να τους δοθεί ο καιρός να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους, πριν ο εχθρός ξαναγίνει αξιόμαχος. Από άποψη εφαρμογής, η επίθεση πέτυχε απόλυτα και κυριολεκτικά κατέστρεψε το στόλο των ΗΠΑ που βρισκόταν στη βάση, με την πολύ ουσιαστική διαφορά, όμως, ότι τα μεγάλα αμερικάνικα αεροπλανοφόρα απουσίαζαν από το λιμάνι. Όταν ο Ιάπωνας ναύαρχος Γιαμαμότο το πληροφορήθηκε, κατάλαβε ότι η χώρα του δεν είχε κερδίσει παρά μια πρόσκαιρη νίκη, με αντάλλαγμα την αφύπνιση μιας γιγάντιας δύναμης. Έτσι, το 1941 τελείωσε έχοντας προκαλέσει την ανάμειξη στον πόλεμο τεράστιων δυνάμεων που αντιπροσώπευαν τα ισχυρότερα κράτη της Γης.
Οι εξελίξεις 1942 – 1943. Ανατολικό μέτωπο. Στις αρχές του 1942 η Βέρμαχτ βρισκόταν σε πολύ δύσκολη (αλλά όχι ακόμα σε απελπιστική) θέση στις απέραντες ρωσικές πεδιάδες. Ο ρωσικός στρατός είχε πάψει βέβαια να θεωρεί αήττητους τους Γερμανούς, αλλά τόσο η φήμη όσο και οι ικανότητες των γερμανικών μεραρχιών έμεναν ανέπαφες. Μια διαταγή του Χίτλερ απαγόρευσε κάθε προσπάθεια αναδίπλωσης ή υποχώρησης και παρά το ότι οι στρατιώτες υπέφεραν από τις ρωσικές επιθέσεις, διατήρησαν σε γενικές γραμμές τις θέσεις τους, πληρώνοντάς τες όμως με βαριές απώλειες. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα και μέχρι το Μάιο το γερμανικό επιτελείο προετοίμασε μια νέα καλοκαιρινή επίθεση μεταφέροντας ενισχύσεις και νέο οπλισμό.
Η επίθεση αυτή άρχισε στις 8 Μαΐου του 1942 με μια νέα τακτική, τη στιγμή μάλιστα που μια επίθεση των Ρώσων εκδηλωνόταν στο Βορονέζ. Τα γερμανικά άρματα δεν έκαναν πια αυτόνομες και ξεκομμένες επιθέσεις από το πεζικό, αλλά ενώνονταν μαζί του, σε μεγάλες μονάδες που περιλάμβαναν όλα τα όπλα.
Το μέτωπο που έστρεψαν το κύριο βάρος τους οι Γερμανοί ήταν το νότιο, γιατί περιλάμβανε στους στόχους του τις πολύτιμες πετρελαιοπηγές. Η σοβιετική αντεπίθεση απέτυχε, ενώ αντίθετα οι Γερμανοί κατόρθωσαν να ενισχύσουν τις θέσεις του και να καταλάβουν τη Σεβαστούπολη. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο γερμανικός στρατός έφτασε εξαντλημένος στο Στάλινγκραντ. Στο σημείο αυτό ο Στάλιν, που αποδείχτηκε εξαιρετικός στρατηγός, κάλεσε τους Ρώσους στρατιώτες να σταματήσουν κάθε υποχώρηση και να υπερασπίσουν το ρωσικό έδαφος με κάθε θυσία. Ένας σιδερένιος κλοιός έκλεισε τα στρατεύματα του Γερμανού στρατάρχη Φον Πάουλους γύρω από την πόλη, μέσα στην οποία άρχισε μια πραγματική γιγαντομαχία κτίριο προς κτίριο και πάτωμα προς πάτωμα. Στο νότο, η γερμανική επίθεση προς τις περιοχές της Κασπίας αποδυναμώθηκε και σταμάτησε. Τότε οι Ρώσοι άρχισαν τη δική τους επίθεση. Στις 3 Φεβρουαρίου, η 6η γερμανική στρατιά παραδόθηκε στο Στάλινγκραντ, μαζί με τον αρχηγό της και παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των αρμάτων που ήταν έξω από τον κλοιό να τη σώσουν. Πιο νότια, ρωσικές δυνάμεις ανακαταλάμβαναν τις περιοχές που οι Γερμανοί αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν βιαστικά, για να αποφύγουν την καταστροφή. Το τέλος του 1943 έδειχνε ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν πια ικανή να απειλήσει με συντριβή τη Γερμανία.
Δυτικό μέτωπο. Στη Δύση, αυτό που αρχικά προσδιόρισε το χαρακτήρα της αναμέτρησης, ήταν ο απεριόριστος υποβρύχιος πόλεμος, τον οποίο είχε εξαπολύσει η Γερμανία (οι χιτλερικοί είχαν ναυπηγήσει έναν ισχυρό στόλο υποβρυχίων, που δρούσε κατά ομάδες και προκαλούσε στους Συμμάχους τρομαχτικές καταστροφές). Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1942 φάνηκε ότι τα γερμανικά υποβρύχια μπορούσαν να σταματήσουν σχεδόν τελείως τις αποστολές ενισχύσεων από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη. Μόνο κατά τα τέλη του 1943 κατόρθωσαν οι Σύμμαχοι να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό τον κίνδυνο. Στο μεταξύ ξεκίνησαν αεροπορικές επιδρομές των Συμμάχων κατά των γερμανικών πόλεων προκαλώντας σοβαρές ζημιές και απώλειες στην καρδιά της Γερμανίας.
Βορειοαφρικανικό μέτωπο. Οι ιταλικές ήττες στη βόρεια Αφρική ανάγκασαν τους Γερμανούς να επέμβουν στέλνοντας εκεί ένα ισχυρό σώμα με άρματα, το λεγόμενο “Άφρικα Κορπ”. Η δύναμη αυτή νίκησε πολλές φορές τους Άγγλους και τους συμμάχους τους και απείλησε όλη την Αίγυπτο, αλλά κατά τα τέλη του Αυγούστου του 1942 σταμάτησε εξαντλημένη την προώθησή της, όταν ακριβώς φαινόταν ότι τα αγγλικά στρατεύματα είχαν πια καταρρεύσει οριστικά. Τότε ακριβώς οι Άγγλοι, με επικεφαλής το στρατηγό Μοντγκόμερι, προχώρησαν σε συμμαχική αντεπίθεση. Σημαντικότερη φάση αυτής της αντεπίθεσης ήταν η ιστορική μάχη του Ελ – Αλαμέιν (Σεπτέμβριος 1943), κατά την οποία η 8η αγγλική στρατιά συνέτριψε τους χιτλερικούς και ανάγκασε το Γερμανό στρατάρχη Ρόμελ να αναδιπλωθεί στις αρχικές του θέσεις, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες Γερμανούς στρατιώτες νεκρούς και τεράστια ποσότητα όπλων στα χέρια των Συμμάχων.
Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί έκαναν αισθητή την παρουσία τους με μιαν απόβαση στο Αλγέρι, ύστερα από συνεννοήσεις με τις γαλλικές αρχές. Αυτό προκάλεσε την κατάληψη όλης της Γαλλίας από τους Γερμανούς Οι Γερμανοί προσπάθησαν, ακόμα, να γίνουν κύριοι του γαλλικού πολεμικού στόλου που στάθμευε στο λιμάνι της Τουλόν οι Γάλλοι όμως επιτελείς προτίμησαν να βυθίσουν οι ίδιοι τα πλοία τους. Άλλες ισχυρές γερμανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Τυνησία οι Σύμμαχοι αντέδρασαν με μια έντονη επίθεση από τη Δύση και το Νότο και στις 13 Μαΐου του 1943 είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της βόρειας Αφρικής.
Τη νίκη αυτή ακολούθησε η απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία (η Ιταλία είχε κριθεί απ’ αυτούς ως ο αδύνατος κρίκος στον Άξονα και η λογική έλεγε ότι μια επίθεση εναντίον της θα προκαλούσε τη σύντομη κατάρρευσή της). Η απόβαση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1943. Οι μάχες κράτησαν μέχρι τις 16 Αυγούστου, οπότε οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και να αποσυρθούν στην κυρίως Ιταλία αφήνοντας 37.000 αιχμάλωτους (πιάστηκαν ακόμα 130.000 Ιταλοί). Η κατάληψη της Σικελίας προκάλεσε εσωτερική κρίση στην Ιταλία, γιατί οι Γερμανοί ζήτησαν από το Μουσολίνι να εγκαταλείψει ένα μεγάλο τμήμα της χώρας του και να αμυνθεί σε μια γραμμή από τη Ρώμη και πάνω. Παρά την πίστη του στο Χίτλερ, ο αρχηγός της φασιστικής Ιταλίας δεν μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση, χωρίς την τυπική τουλάχιστο συγκατάθεση όλου του μεγάλου φασιστικού Συμβουλίου Δυστυχώς γι’ αυτόν, τα μέλη του Συμβουλίου είχαν καταλάβει ότι το τέλος πλησίαζε και προτίμησαν να κατηγορήσουν το Μουσολίνι για όλα. Ο Μουσολίνι αναγκάστηκε να παραιτηθεί και μπήκε σε περιορισμό (ουσιαστικά φυλάκιση). Η εξουσία δόθηκε από το βασιλιά στο στρατάρχη Μπαντόλιο, που άρχισε ένα επικίνδυνο παιχνίδι, κάνοντας μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, ενώ ταυτόχρονα υποσχόταν στους Γερμανούς αντίσταση “μέχρις εσχάτων”. Τελικά, στις 3 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε ανακωχή με τους Αγγλοαμερικανούς, που ανακοινώθηκε για λόγους σκοπιμότητας στις 8 του ίδιου μήνα. Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν, ακόμα και αν ήθελαν, να δεχτούν την παράδοση των Ιταλών, που θα άφηνε στη διάθεση των αντιπάλων τους τα νότια σύνορά τους. Έτσι, μεγάλες γερμανικές δυνάμεις μεταφέρθηκαν σε ιταλικό έδαφος, ενώ οι αλεξιπτωτιστές του Χίτλερ απελευθέρωναν το Μουσολίνι, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1943. Ένα νέο μέτωπο, το ιταλικό, προστέθηκε στα προηγούμενα, που η φύση του εδάφους της κεντρικής Ιταλίας σύντομα το έκανε να μοιάζει με εκείνα των ανθρωποσφαγών του Α’ Παγκόσμιου πολέμου.
Το μέτωπο του Ειρηνικού. Μετά τη νίκη τους στο Περλ Χάρμπορ, οι Γιαπωνέζοι εξαπλώθηκαν με ακατάσχετη ορμή σ’ ολόκληρη την Άπω Ανατολή. Οι κύριες αιτίες της υπεροχής τους σ’ αυτό το στάδιο ήταν τόσο η έλλειψη ισχυρών συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων (ιδιαίτερα μετά την καταβύθιση του “Πρίγκιπος της Ουαλίας” που όλοι το θεωρούσαν το ισχυρότερο πολεμικό του κόσμου), όσο και η έκπληξη των Αμερικάνων και Άγγλων, οι οποίοι ποτέ δεν τους θεωρούσαν ικανούς να αναλάβουν τόσο εκτεταμένες επιχειρήσεις. Από τον Ιανουάριο του 1942, οι Γιαπωνέζοι επιτέθηκαν στη Βιρμανία και την κατέλαβαν, κόβοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις επικοινωνίες με την Κίνα. Η επέκτασή τους αυτή έβαλε σε κίνδυνο την αγγλική κυριαρχία στις Ινδίες, που ήταν ήδη σε αναβρασμό.
Στις Φιλιππίνες οι Γιαπωνέζοι κατάφεραν να καταβάλουν τις αμερικανικές δυνάμεις και να αναγκάσουν το στρατηγό Μακ Άρθουρ να φύγει κρυφά από τα νησιά. Τα μεγάλα νησιά της Ινδονησίας δεν ήταν δυνατά πια ν αντέξουν για πολύ η Σουμάτρα η Ιάβα, η Μπόρνεο και η Κελέβη έγιναν ιαπωνικές κτήσεις από τους πρώτους μήνες του 1942. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου η ιαπωνική επέκταση είχε πάρει τη μεγαλύτερη έκτασή της, αλλά χωρίς να κατορθώσει να περιλάβει την Αυστραλία, που έγινε ο τόπος συγκέντρωσης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, η αμερικανική βιομηχανία μπήκε σε πλήρη λειτουργία και ένας νέος στόλος, πολύ ισχυρότερος από τον προηγούμενο, άρχισε να οργανώνεται Πυρήνα του είχε τα αεροπλανοφόρα, που είχαν γλιτώσει τυχαία από το Περλ Χάρμπορ.
Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου έγινε η ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλίων που σήμανε για τους Γιαπωνέζους την εγκατάλειψη των σχεδίων τους για την κατάληψη της Αυστραλίας. Ένα μήνα αργότερα στις αρχές Ιουνίου, ο γιαπωνέζικος στόλος γνώρισε και νέα ήττα, στην αεροναυμαχία του Μίντγουεϊ, στην οποία οι αντίπαλοι στόλοι δεν είδαν καθόλου ο ένας τον άλλο, αλλά πολέμησαν μόνο με κύματα αεροπλάνων, που εξαπέλυαν κατά διαστήματα. Ήταν η μεγαλύτερη ίσως νίκη των Αμερικανών. Η ώρα της αντεπίθεσης είχε φτάσει. Μεγάλες αμερικανικές δυνάμεις άρχισαν ήδη από τον Αύγουστο να καταλαμβάνουν το ένα μετά το άλλο τα νησιά που είχαν στρατιωτική σημασία στον Ατλαντικό Μερικές μάχες, όπως εκείνη για την κατάληψη της Γκουανταλκανάλ, έμειναν πραγματικά ιστορικές για το πείσμα των αντιπάλων και τις βαριές τους απώλειες.
Στις αρχές του 1943, η αναλογία των δυνάμεων είχε αλλάξει οριστικά. Η γιαπωνέζικη βιομηχανία δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ανταγωνιστεί την αμερικανική και οι αρχικές νίκες των Γιαπωνέζων δεν ήταν αρκετά αποφασιστικές για να οδηγήσουν στη νίκη. Άλλωστε, όπως παραδέχονται πολλοί ιστορικοί η Ιαπωνία δεν ήταν, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά ούτε πολιτικά προετοιμασμένη για μια τόσο εκτεταμένη σύρραξη και, κυρίως, για τόσο μεγάλες αρχικές νίκες. Απόδειξη θεωρούν το γεγονός ότι, ενώ ο δρόμος για τις ταραγμένες Ινδίες ήταν ουσιαστικά ανοιχτός (πράγμα που θα προκαλούσε την κατάρρευση της Βρετανικής αυτοκρατορίας). Οι Ιάπωνες δεν έκαναν καμιά σοβαρή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση και επιδίωξαν απλώς να εξασφαλίσουν μια πλατιά ζώνη πρώτων υλών στον Ινδικό ωκεανό. Σε γενικότερο πλαίσιο, φαίνεται ότι ούτε μεταξύ των συμμάχων του Άξονα υπήρχε ένα σχέδιο ευρύτερης συνεργασίας και οι προσπάθειες Γερμανών και Γιαπωνέζων υπήρξαν ασύνδετες ως προς τον τελικό τους σκοπό.
Όταν οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι από την άποψη της συγκέντρωσης των κατάλληλων δυνάμεων, έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο αντεπίθεσης, που στην ανάπτυξή του θύμιζε λαβίδα με δύο σκέλη. Το ένα προχωρούσε με αρχηγό το Μακ Άρθουρ προς τις Φιλιππίνες και το άλλο με αρχηγό το ναύαρχο Νίμιτς προς την ίδια την Ιαπωνία από τον Ειρηνικό ωκεανό. Μέχρι το τέλος του 1943, οι γιαπωνέζικες βάσεις στον Ειρηνικό και στον Ινδικό άρχισαν να καταλαμβάνονται η μια μετά την άλλη, ενώ ο αυτοκρατορικός στόλος της Ιαπωνίας δε φαινόταν πρόθυμος να διακινδυνεύσει τα πάντα σε μια ναυμαχία (οι δυνάμεις του μειώνονταν συνεχώς και οι Αμερικανοί υπερείχαν πια σημαντικά, ιδιαίτερα σε αεροπλανοφόρα). Στα τέλη του 1943 η Ιαπωνία ήταν ακόμα ισχυρή, αλλά στο βάθος είχε αρχίσει να εξαντλεί τα περιθώρια των δυνατοτήτων της.
Τα γεγονότα 1944 – 1945 και η λήξη του πολέμου. Δυτικό μέτωπο. Στις συναντήσεις ανάμεσα στους αρχηγούς των συμμαχικών κρατών (που είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια του πολέμου), είχε αρχικά αποφασιστεί ότι οι Αγγλοαμερικάνοι θα άνοιγαν στη Δύση ένα δεύτερο μέτωπο κατά της Γερμανίας πράγμα που θα ανακούφιζε τις σοβιετικές δυνάμεις, οι οποίες δέχονταν επί δεκάδες μήνες, ουσιαστικά μόνες, την επίθεση του γερμανικού στρατού. Μετά την απόβαση στη Σικελία, άρχισε να σχηματίζεται στην Αγγλία η δύναμη που θα αναλάμβανε αυτή την επιχείρηση επιχειρώντας απόβαση στις ακτές της Νορμανδίας. Αρχηγός των στρατευμάτων (αλλά και με πολλές πολιτικές αρμοδιότητες) ορίστηκε ο στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Σιγά σιγά σχηματίστηκε ένα επιτελείο και οι απαραίτητες δυνάμεις για την επιχείρηση συγκεντρώθηκαν στα αγγλικά νησιά. Δεκάδες μεραρχίες, στις οποίες αργά αλλά σταθερά άρχισαν να πλειοψηφούν οι Αμερικάνοι, μεταφέρθηκαν στην Αγγλία, ενώ ο εξοπλισμός σε όλα τα είδη των όπλων ανέβηκε σε πρωτοφανείς ποσότητες Τη γενική πρωτοκαθεδρία είχαν οι Αμερικάνοι πράγμα που ενόχλησε αρκετά τους έμπειρους Άγγλους στρατηγούς Φυσική συνέπεια ήταν η ανάπτυξη μιας κάποιας αντιζηλίας, που αν και δεν ήταν φανερή, δημιούργησε πολλά προβλήματα.
Ημέρα της απόβασης καθορίστηκε η 5η Ιουνίου του 1944, αλλά επειδή την 4η Ιουνίου οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές αναβλήθηκε για την 6η. Ούτε την επομένη βελτιώθηκε ο καιρός, ήταν όμως φανερό ότι οι άντρες και το υλικό δεν μπορούσαν πια να μένουν στα αποβατικά πλοία (η παραμονή αυτή είχε δυσάρεστα αποτελέσματα στο ηθικό και την υγεία τους). Από την άλλη πλευρά δεν ήταν δυνατό να αποβιβαστούν και να μείνουν ελεύθεροι χιλιάδες άντρες βάζοντας έτσι σε κίνδυνο τη μυστικότητα του σχεδίου. Έτσι, στις 6 Ιουνίου ο Αϊζενχάουερ αποφάσισε την πραγματοποίηση της επιχείρησης. Ένας εντυπωσιακός στόλος, από 5.000 πολεμικά και αποβατικά πλοία που καλυπτόταν από 10.000 αεροπλάνα μετέφερε στις ακτές της Νορμανδίας τις δυνάμεις της απόβασης, προκαλώντας με την ξαφνική εμφάνισή του τον τέλειο αιφνιδιασμό των Γερμανών. Πριν από την απόβαση, χιλιάδες βομβαρδιστικά αεροπλάνα κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος των σιδηροδρομικών γραμμών της Γαλλίας, εμποδίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αποστολή ενισχύσεων στις παράκτιες γερμανικές φρουρές. Η δύναμη πυρός των τηλεβόλων των μεγάλων πολεμικών πλοίων ήταν, τέλος, κάτι που κανένας στρατός δε θα μπορούσε να αντέξει. Η απόβαση έγινε με πολλές δυσκολίες, αλλά με λιγότερες απώλειες από ό,τι είχαν αρχικά υπολογιστεί Τα πράγματα, κατά περίεργο τρόπο, έκανε ευκολότερα για τους επιτιθέμενους ο Χίτλερ, που δεν πίστευε ότι αυτή ήταν η κύρια επιχείρηση των Συμμάχων και εμπόδισε τις ενισχύσεις να φτάσουν στην ώρα τους, κρατώντας τες αδρανείς στο εσωτερικό της Γαλλίας. Όταν πείστηκε ότι αυτή ήταν η κύρια απόβαση, είχε χαθεί κάθε ευκαιρία για τους Γερμανούς να αποκρούσουν την επίθεση. Το προγεφύρωμα μεγάλωνε κάθε μέρα και χιλιάδες άντρες μεταφέρονταν καθημερινά στη Νορμανδία. Μέσα σε 20 μέρες οι Σύμμαχοι κατέλαβαν το σημαντικό λιμάνι του Χερβούργου, πράγμα που διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό τους. Στις πρώτες φάσεις των αποβατικών επιχειρήσεων της Νορμανδίας εκδηλώθηκαν αρκετά κρούσματα αναποφασιστικότητας και σύγχυσης. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό, είναι γεγονός ότι η απόβαση στη Νορμανδία ήταν η μεγαλύτερη στο είδος της επιχείρηση, στην ιστορία των πολέμων της ανθρωπότητας. Τον Ιούλιο του 1944, η 3η αμερικανική στρατιά με αρχηγό το στρατηγό Πάτον, υπερφαλάγγισε από νότια το Παρίσι, και τον Αύγουστο, στο θύλακα του Φαλέζ, κατέστρεψε 6 γερμανικές μεραρχίες. Στις 25 Αυγούστου απελευθερώθηκε το Παρίσι από γαλλικές δυνάμεις. Το φθινόπωρο του 1944, οι σύμμαχοι πλησίαζαν τα γερμανικά σύνορα, αυξάνοντας όμως ταυτόχρονα τα ήδη μεγάλα προβλήματα του ανεφοδιασμού τους.
Το Δεκέμβριο του 1944 ο Χίτλερ πραγματοποίησε την τελευταία μεγάλη επίθεσή του στο δυτικό μέτωπο. Χρησιμοποιώντας τα ισχυρά άρματα “Τίγρης”, δοκίμασε να διασπάσει το συμμαχικό μέτωπο των Αρδενών σε βάθος, και σε μερικές περιπτώσεις το κατόρθωσε. Οι συμμαχικές, όμως, δυνάμεις κατάφεραν να αντιτάξουν ισχυρή άμυνα και η επίθεση εκφυλίστηκε σύντομα εξαντλώντας και τις τελευταίες επιθετικές, αλλά και αμυντικές δυνατότητες του γερμανικού στρατού. Στις 5 Μαρτίου του 1945, από μια περίεργη συγκυρία, τα αμερικανικά στρατεύματα βρήκαν μιαν ανέπαφη γέφυρα στο Ρήνο και μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα στη δυτική του ακτή. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για τα γερμανικά στρατεύματα στο δυτικό μέτωπο. Στις 25 Απριλίου οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι συναντήθηκαν στο Τοργκάου. Ο πόλεμος για τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα της Ευρώπης είχε ουσιαστικά τελειώσει.
Ιταλικό μέτωπο. Οι μάχες του ιταλικού μετώπου διατήρησαν για αρκετό καιρό το στατικό χαρακτήρα των επιχειρήσεων του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, γιατί οι Σύμμαχοι υπερείχαν βέβαια συντριπτικά στην αεροπορία, αλλά οι Γερμανοί είχαν μεταφέρει στην Ιταλία πολύ ισχυρές δυνάμεις, με επικεφαλής το στρατάρχη Κέσελριγκ, φανατικό χιτλερικό. Μόλις το Μάιο του 1944 κατάφεραν τα συμμαχικά στρατεύματα να κάνουν ουσιαστική προέλαση και να διασπάσουν τις γερμανικές γραμμές και πάλι όμως συνάντησαν σθεναρή αντίσταση. Ο πόλεμος στην Ιταλία τελείωσε στις 29 Απριλίου, με τη χωρίς όρους παράδοση των Γερμανών. Την προηγούμενη μέρα, ο Μουσολίνι και η ερωμένη του Κλάρα Πετάτσι είχαν συλληφθεί και εκτελεστεί από Ιταλούς αντάρτες, ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν στην Ελβετία.
Ανατολικό μέτωπο. Από τα μέσα του 1943 ήταν πια φανερό ότι ο γερμανικός στρατός δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις σοβιετικές δυνάμεις, οι οποίες καταλάμβαναν τη μία μετά την άλλη τις πόλεις που κατείχαν οι Γερμανοί. Η αφθονία των μέσων επέτρεπε στο σοβιετικό στρατό να εφαρμόζει την “τακτική του συρταριού”, δηλ. τις αλλεπάλληλες επιθέσεις που εκδηλώνονταν συνεχώς, σε όλο το μήκος του μετώπου, από το Βορρά μέχρι το Νότο. Εντύπωση προκαλούσε η δύναμη του σοβιετικού πυροβολικού. Μεγάλη αδυναμία των Γερμανών ήταν οι Ρουμάνοι και Ιταλοί σύμμαχοι τους, που δεν κατάφεραν παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις να συγκρατήσουν τις ρωσικές επιθέσεις.
Ο Σεπτέμβριος του 1944 ήταν ο μοιραίος μήνας για τη Γερμανία, αν και οι ρωσικές επιθέσεις είχαν αρχίσει από την αρχή του καλοκαιριού. Στο Βορρά, η Πολωνία καταλήφθηκε ολόκληρη μέχρι την 1η του μήνα, ενώ στο Νότο η Ρουμανία συνθηκολόγησε στις 12 και η Σόφια καταλήφθηκε στις 18. Στα τέλη Δεκεμβρίου περικυκλώθηκε η Βουδαπέστη και τα στρατεύματα που την υπεράσπιζαν παραδόθηκαν μετά από αιματηρότατες συγκρούσεις.
Τη Γερμανία απειλούσαν τώρα 4 μεγάλες σοβιετικές ομάδες στρατιών και την υπεράσπιζαν 4 γερμανικές στρατιές. Στις 13 Ιανουαρίου 1945 οι σοβιετικές ομάδες στρατιών επιτέθηκαν όλες μαζί. Η γερμανική αντίσταση συντρίφτηκε κάτω από ένα οδοστρωτήρα δύναμης και στις 25 Φεβρουαρίου τα σοβιετικά στρατεύματα έφτασαν σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από το Βερολίνο. Νέα σοβιετική επίθεση στις αρχές Απριλίου διέλυσε και τις τελευταίες γερμανικές μεραρχίες και τα σοβιετικά στρατεύματα περικύκλωσαν το Βερολίνο. Η μάχη του Βερολίνου έγινε με μεγάλο πείσμα και από τις δύο πλευρές, αν και η τελική της έκβαση ήταν γνωστή από πριν Φανατισμένες ομάδες νεαρών της χιτλερικής νεολαίας, οπλισμένες με αντιαρματικές “γροθιές” (χειροβομβίδες), προκάλεσαν σοβαρές φθορές στα σοβιετικά στρατεύματα, ενώ ο Χίτλερ, κλεισμένος στα υπόγεια της Καγκελαρίας μετακινούσε στο χάρτη ανύπαρκτες πια στρατιές, μοίραζε τίτλους και βαθμούς στους πιστούς του και περίμενε το θαύμα που θα μπορούσε να τον σώσει. Τα μεγάλα ονόματα του ναζιστικού κόμματος, όπως ο Γκέρινγκ και ο Χίμλερ, φρόντιζαν να εγκαταλείψουν το πλοίο που βυθιζόταν προκαλώντας κρίσεις μανίας στον άλλοτε αρχηγό τους. Τέλος, στις 29 Απριλίου, ο Χίτλερ συνειδητοποίησε ότι τίποτε δεν μπορούσε να τον σώσει. Συνέταξε την πολιτική του διαθήκη, με την οποία ονόμαζε προδότες και έδιωχνε από το κόμμα τους Γκέρινγκ και Χίμλερ και άφηνε αντικαταστάτη του το ναύαρχο Ντένιτς. Την 1η Μαΐου αυτοκτόνησε μαζί με την ερωμένη του Εύα Μπράουν και τα σώματά τους κάηκαν από τους ανθρώπους της Καγκελαρίας με βενζίνη. Στον τάφο, τον ακολούθησε ο διάσημος υπουργός προπαγάνδας της χιτλερικής Γερμανίας Γκέμπελς, που αυτοκτόνησε με τη γυναίκα του, αφού πρώτα σκότωσε τα παιδιά τους. Τα υπόλοιπα μεγάλα στελέχη του κόμματος προσπάθησαν να διαφύγουν μέσα από τις σοβιετικές γραμμές και πολλοί σκοτώθηκαν σ’ αυτή την προσπάθειά τους, όπως π.χ. ο Μπόρμαν.
Στις 3 Μαΐου ο Ντένιτς έκανε πρόταση ειρήνης στο Μοντγκόμερι, ο οποίος δεν τη δέχτηκε και ζήτησε τη χωρίς όρους παράδοση, που έγινε δεκτή την επόμενη μέρα. Το σύμφωνο υπογράφτηκε στις 7 Μαΐου, αφού οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να επαναλάβουν την ίδια διαδικασία και με τους Σοβιετικούς στρατιωτικούς ηγέτες, όπως είχε συμφωνηθεί νωρίτερα. Στις 8 Μαΐου έγινε η τελική πράξη της παράδοσης στο Βερολίνο, την οποία υπέγραψαν ο στρατάρχης Κάιτελ, από την πλευρά της Γερμανίας, οι Αϊζενχάουερ, Τέντερ, Ζουκόφ, Ντε Λατρ, Ντε Τασίντι, από την πλευρά των Συμμάχων. Ο ευρωπαϊκός πόλεμος είχε τελειώσει.
Μέτωπο του Ειρηνικού. Το σχέδιο “λαβίδα” των Αμερικανών συνέχισε να εξελίσσεται με αργό, αλλά σταθερό ρυθμό όλο το 1943 και στις αρχές του 1944. Τα μέσα της επίθεσης ήταν ο μεγάλος πολεμικός στόλος και τα άφθονα αποβατικά σκάφη, που οδηγούσαν στις ακτές τους πεζοναύτες. Τα αφιλόξενα νησιά του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού έγιναν θέατρο σκληρών μαχών, γιατί οι φανατισμένες γιαπωνέζικες δυνάμεις υπεράσπιζαν συνήθως τις θέσεις τους μέχρι και τον τελευταίο άντρα. Γι’ αυτό, τις περισσότερες φορές οι αιχμάλωτοι ήταν ελάχιστοι και οι νεκροί πολλοί. Μέχρι τα μέσα του 1944 οι Αμερικανοί ανακατέλαβαν ή κατέλαβαν για πρώτη φορά πολυάριθμες συστάδες νησιών, όπως το Αρχιπέλαγος Μπίσμαρκ, τα νησιά Τζίλμπερτ, τα νησιά Μάρσαλ και τις Μαριάνες. Σε μεγάλη αεροναυμαχία στις Φιλιππίνες καταστράφηκε ένα μεγάλο μέρος του στόλου που απέμεινε στην Ιαπωνία και ιδιαίτερα τα πολύτιμα για τον Ειρηνικό αεροπλανοφόρα. Από τον Αύγουστο του 1944, οι Αμερικανοί αποφάσισαν να ανακαταλάβουν το σημαντικό συγκρότημα των Φιλιππίνων. Για να το πετύχουν χρειάστηκε να διαθέσουν σημαντικές δυνάμεις και να θυσιάσουν άφθονο έμψυχο και άψυχο υλικό. Η κατάληψη των νησιών ολοκληρώθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1945. Τα επόμενα βήματα προς την καρδιά της Ιαπωνίας ήταν η κατάληψη των νησιών Ιβοζίμα και Οκινάουα, που ολοκληρώθηκε αντίστοιχα στις 6 Μαρτίου και στις 25 Απριλίου του 1945. Στοίχισαν συνολικά και στους δύο αντιπάλους 200.000 περίπου νεκρούς και τραυματίες, η πλειοψηφία των οποίων ήταν φυσικά Γιαπωνέζοι. Όσο για τις υλικές απώλειες, αυτές ήταν κυριολεκτικά ανυπολόγιστες.
Στο μεταξύ, η ίδια η Ιαπωνία ήταν πια προσιτή σε βομβαρδισμούς, που γίνονταν συνεχώς με τα βαριά βομβαρδιστικά Β-29. Η Γερμανία είχε πια ηττηθεί, αλλά η Ιαπωνία, αν και είχε χάσει στόλο και στρατό, εξακολουθούσε να αντιστέκεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση καθώς οι αμερικανικές δυνάμεις προχωρούσαν προς το μητροπολιτικό έδαφός της. Σύμφωνα με τα επίσημα αμερικανικά ανακοινωθέντα αυτός ήταν ο λόγος που οδήγησε στη χρησιμοποίηση της πρώτης ατομικής βόμβας. Ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό την άφησε να πέσει πάνω από τη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του 1945. Η καταστροφή ήταν βιβλική. Πάνω από 300.000 άνθρωποι πέθαναν και τα 70% των κτιρίων καταστράφηκαν. Οι συνέπειες της ραδιενέργειας γίνονται ακόμα και σήμερα αισθητές στην περιοχή. Αυτό είναι που σημάδεψε τη Χιροσίμα στη μνήμη των ανθρώπων και όχι ο αριθμός των νεκρών, γιατί υπήρξαν βομβαρδισμοί στην Ευρώπη, όπως π.χ. της Κολωνίας από 1000 αεροπλάνα, που ήταν εξίσου φονικοί.
Μια δεύτερη ατομική βόμβα έπεσε στις 9 Αυγούστου στο Ναγκασάκι και στις 10 του ίδιου μήνα η γιαπωνέζικη κυβέρνηση δέχτηκε να παραδοθεί, αλλά με την προϋπόθεση ότι οι Αμερικάνοι θα αναγνώριζαν τα προνόμια του αυτοκράτορα. Οι Αμερικάνοι απάντησαν απλώς ότι ο αυτοκράτορας θα ήταν κάτω από τις διαταγές του ανώτατου διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων, πράγμα που έγινε δεκτό από την Ιαπωνία. Η τελική συμφωνία υπογράφτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου πάνω στο θωρηκτό “Μιζούρι”, αφού προηγουμένως η απόφαση της παράδοσης προκάλεσε ένα κύμα αυτοκτονιών στην Ιαπωνία, μεταξύ των νεαρών κυρίως αξιωματικών. Αυτό που προκάλεσε έκπληξη κατά την τελετή της υπογραφής ήταν ο λόγος του Μακ Άρθουρ, που ήταν γεμάτος από μετριοπάθεια. Η διαφορά χειρισμού μεταξύ της Ιαπωνίας και της ναζιστικής Γερμανίας ήταν πολύ αισθητή.
Πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα του πολέμου. Η σύρραξη αυτή, που είναι οπωσδήποτε η πιο φονική στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν ήταν δυνατό να μην αφήσει βαθιά τα ίχνη της. Κατά τον πόλεμο οι αντίπαλοι κινητοποίησαν συνολικά περίπου 100.000.000 άντρες, μεγάλο ποσοστό από τους οποίους έμειναν νεκροί ή ανάπηροι στα πεδία των μαχών. Οι νεκροί και τραυματίες του άμαχου πληθυσμού φτάνουν σε εντυπωσιακούς αριθμούς, εφόσον μόνον από τους βομβαρδισμούς υπολογίστηκε ότι τα θύματα έφτασαν το 1,5 εκ. (βλ. πίνακα 2).
Απώλειες σε μάχιμους και άμαχο πληθυσμό
Το κύριο χαρακτηριστικό, όμως, αυτού του πολέμου ήταν ότι ήταν ολοκληρωτικός. Η ανάπτυξη της αεροπορίας μετέτρεψε συχνά τα μετόπισθεν σε ζώνη πολέμου (πολύ πιο φονική από την πρώτη γραμμή του πολέμου) και ανάγκασε μεγάλες μάζες ανθρώπων να μετακινηθούν σε ασφαλέστερα ή υποτιθέμενα ασφαλέστερα μέρη. Εκτός από τις ζωές, χάθηκαν μεγάλες περιουσίες και η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που επέζησαν, άλλαξε τελείως. Οι ηθικές αξίες μεταβλήθηκαν τελείως (κύριο πρόβλημα των περισσότερων ανθρώπων ήταν η επιβίωση) και μια ολόκληρη γενιά υπέστη μια ηθική μεταμόρφωση που είναι αισθητή ακόμα και στην εποχή μας.
Δεν ήταν μικρότερα τα πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος τόσο στις πλούσιες κοινωνίες όσο και στην περιφερειακή ζώνη των αποικιών.
1. Έφερε σε αναγκαστική συμμαχική επαφή δύο τελείως διαφορετικά κοινωνικά συστήματα, όπως το δυτικό και το ανατολικό. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των μαχών η συνεργασία τους δεν ήταν εύκολη και, όπως ήταν φυσικό, έγινε πολύ πιο δύσκολη μετά το τέλος του πολέμου. Η προσπάθεια του καθενός να επιβάλει τις δικές του αξίες, οδήγησε πολύ σύντομα στο λεγόμενο “ψυχρό πόλεμο”, που δημιούργησε πολλούς κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη.
2. Προκάλεσε τεράστιες ανακατατάξεις στην ιεραρχία των μεγάλων δυτικών δυνάμεων Αποικιοκρατικές χώρες, όπως η Αγγλία και η Γαλλία, βγήκαν καταστραμμένες από τον πόλεμο με αποτέλεσμα να κερδίσει τη θέση τους στον παγκόσμιο χώρο η Αμερική που δεν είχε εχθρούς στο έδαφός της. Η πολιτική και οικονομική επιβολή της Αμερικής στην Ευρώπη πήρε διάφορες μορφές και προκάλεσε πολλές μεταβολές στην παγκόσμια πολιτική.
3. Προκάλεσε μιαν αλυσιδωτή αντίδραση στις αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών. Η Αγγλία, με την πατροπαράδοτη τάση για ρεαλισμό κατάλαβε πρώτη το νόημα και μέσα σε λίγα χρόνια η παγκόσμια αυτοκρατορία της διαλύθηκε αρκετά ομαλά. Αντίθετα η Γαλλία άργησε να καταλάβει τα σημεία των καιρών και χρειάστηκε να περάσει από πολλές ταπεινώσεις (Βιετνάμ, Αλγερία) για να πειστεί. Όλες αυτές οι αναταραχές ήταν φυσικό να προκαλέσουν εσωτερική αστάθεια στις ευρωπαϊκές χώρες που κράτησε σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του 60.
Πολιτικές συμφωνίες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η κήρυξη του πολέμου από τις χώρες του Άξονα δημιούργησε για τις συμμαχικές δυνάμεις ένα σύνολο από προβλήματα, που αφορούσαν όχι μόνο τη διεξαγωγή του πολέμου, αλλά και τον καθορισμό μιας κοινής πολιτικής κατά τη διάρκειά του και μετά απ αυτόν. Π.χ. μια συμμαχία βασίζεται στην απλή αρχή ότι δεν επιτρέπεται σε καθένα από τα μέλη της να κάνει χωριστές συνθήκες, δίνοντας στον αντίπαλο τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του εναντίον των άλλων. Για να λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα οι ηγέτες των συμμαχικών χωρών αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν μια σειρά από συναντήσεις, στις οποίες πήραν πολλές σημαντικές αποφάσεις. Ορισμένες από τις συμφωνίες και τις αποφάσεις των Συμμάχων επέδρασαν στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής διεθνούς πολιτικής, ή και επιδρούν ακόμα.
Διάσκεψη της Αρκάντια. Έγινε στην Αμερική μεταξύ του Τσόρτσιλ και του Ρούζβελτ από τις 22- 12- 1941 ως τις 14- 1 – 1942, δηλ. λίγο μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Ήταν μια ευκαιρία που ζητούσε από καιρό ο έμπειρος Άγγλος πολιτικός για να δεσμεύσει τις ΗΠΑ με συμφωνίες. Ο Ρούζβελτ με τη σειρά του δε δυσκολεύτηκε να συμφωνήσει στο σχέδιο που του παρουσίασε. Υπογράφτηκαν αρκετές οικονομικές συμφωνίες, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος φάνηκε επιφυλακτικός στην πρόταση του Τσόρτσιλ να γίνει η τελική επίθεση στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, επειδή δεν ήθελε να δεσμευτεί με την αγγλική πολιτική στο τμήμα αυτό της υδρογείου. Δέχτηκε επίσης να στείλει συμβολικά δύο αμερικανικές μεραρχίες στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο Στάλιν προσκλήθηκε στη συνάντηση αυτή, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει. Πληροφορήθηκε πάντως τις λεπτομέρειες με την επίσκεψη του σοβιετικού υπουργού των Εξωτερικών Μολότοφ στο Λονδίνο και στην Ουάσιγκτον.
Διάσκεψη της Άνφα. Έγινε στην Άνφα κοντά στην Καζαμπλάνκα μεταξύ 14 και 24 – 1 – 1943, δηλ. μετά την αμερικανική απόβαση στη βόρεια Αφρική. Και πάλι προσκλήθηκε ο Στάλιν, αλλά αρνήθηκε συμμετοχή. Στη διάσκεψη αυτή ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ αποφάσισαν την απόβαση στη Σικελία, έφεραν σε συνεννοήσεις τους Ντε Γκωλ και Ζιρό και αποφάσισαν ότι οι δυνάμεις του Άξονα θα μπορούσαν να παραδοθούν μόνον άνευ όρων. Η απόφαση αυτή κατακρίθηκε αργότερα, γιατί κατά τη γνώμη ορισμένων πολιτικών εμπόδιζε κάθε δυνατότητα υποχώρησης της Γερμανίας.
Διάσκεψη Τριντέντ. Έγινε και πάλι μεταξύ των δύο πολιτικών, στην Ουάσιγκτον μεταξύ 11 και 25 Μαΐου 1943. Αιτία ήταν ο φόβος του Τσόρτσιλ ότι τα αμερικάνικα συμφέροντα στον Ειρηνικό θα τοποθετούσαν την Ευρώπη σε δεύτερη μοίρα. Επίσης ήθελε να αποφύγει ή τουλάχιστο να καθυστερήσει την προτεραιότητα της απόβασης στη Γαλλία, γιατί τον ενδιέφεραν κυρίως τα Βαλκάνια. Πέτυχε στο πρώτο, αλλά απέτυχε στο δεύτερο. Η απόβαση στην Ευρώπη θα γινόταν στη Γαλλία.
Διάσκεψη Κεμπέκ. Έγινε μεταξύ των ίδιων, τον Αύγουστο του 1943, και επικύρωσε τις αποφάσεις της προηγούμενης διάσκεψης Το μόνο νέο στοιχείο ήταν ότι η θέση του Άγγλου πολιτικού είχε πια γίνει μειονεκτική απέναντι σ’ έναν Αμερικανό πρόεδρο που είχε αποκτήσει πλήρη συνείδηση της συνεχώς αυξανόμενης δύναμης της χώρας του.
Διάσκεψη της Μόσχας. Έγινε τον Οκτώβριο του 1943 και είχε σκοπό να προετοιμάσει τη συνάντηση των μεγάλων ηγετών. Σ’ αυτήν πήραν μέρος οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Σοβιετικής Ένωσης.
Διάσκεψη της Τεχεράνης. Έγινε μεταξύ Στάλιν, Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ από τις 28 – 11 – 1943 ως την 1 – 12 – 1943. Στην πραγματικότητα οι αντιπροσωπείες που πήραν μέρος ήταν πολυμελείς, τουλάχιστον από την πλευρά της Αγγλίας και των ΗΠΑ, ενώ η σοβιετική αντιπροσωπεία είχε 4 μέλη. Τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν πολύ πλατύτερα απ’ ό,τι στις προηγούμενες διασκέψεις και θίχτηκαν ζητήματα που αφορούσαν τις διακρατικές σχέσεις με την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία. Συζητήθηκαν επίσης τα όρια μερικών κρατών μετά το τέλος του πολέμου. Στο τέλος υπογράφτηκε διακήρυξη με τις υπογραφές των τριών ηγετών, όπου γινόταν λόγος για τους στενούς δεσμούς των συμμάχων και την προσπάθεια για την επίτευξη ειρήνης σε μόνιμη βάση μετά την τελική νίκη.
Διάσκεψη του Καΐρου. Έγινε λίγες μέρες πριν από τη διάσκεψη της Τεχεράνης (από 22 ως 26 – 11 – 1943) μεταξύ Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Τσάνγκ-Κάι-Σεκ, και οι αποφάσεις που πάρθηκαν αφορούσαν τη συνέχιση του πολέμου κατά της Ιαπωνίας.
Διάσκεψη της Γιάλτας. Έγινε μεταξύ Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν, το Φεβρουάριο του 1945, και είχε σκοπό να ρυθμίσει τελικά τα θέματα της διεθνούς πολιτικής (το τέλος του ναζισμού ήταν φανερό ότι πλησίαζε). Ο κεντρικός άξονας των αποφάσεων που πάρθηκαν είναι ότι οι 3 μεγάλες δυνάμεις είχαν το δικαίωμα να ρυθμίσουν από κοινού και ύστερα από συμφωνία τα ευρωπαϊκά θέματα. Επίσης καθόρισαν τις “ζώνες επιρροής” της καθεμιάς και τα σύνορα ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Πολωνίας). Αργότερα, οι δυτικοί πολιτικοί επέκριναν την υποχωρητικότητα του Ρούζβελτ, με την έννοια ότι έδωσε στη Σοβιετική Ένωση πολλά δικαιώματα επέμβασης στην Ευρώπη.
Διάσκεψη του Πότσνταμ. Έγινε από τις 17 – 7 – 1945 ως τις 2 – 8 του ίδιου χρόνου μεταξύ του Στάλιν, του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τρούμαν και του πρωθυπουργού της Αγγλίας. Αρχικά πρωθυπουργός ήταν ο Τσόρτσιλ, αλλά μετά την ήττα του στις εκλογές αντικαταστάθηκε από τον Κλέμενς Άτλι. Το θέμα της Διάσκεψης ήταν ο καθορισμός των προϋποθέσεων για την παγίωση της ειρήνης μετά τη συμμαχική νίκη (η νίκη είχε δημιουργήσει πολλά ερωτήματα γύρω από τη μελλοντική πολιτική, όπως π.χ. το ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων, τον καθορισμό των νέων συνόρων κ.λπ.). Κατά τη διάρκεια αυτής της Διάσκεψης πάρθηκε από τους Αμερικανούς η απόφαση της χρησιμοποίησης της ατομικής βόμβας κατά της Ιαπωνίας.

πηγή

φωτογραφία

 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply