«Συγγνώμη Νικήτα μου…»

Κι ἐκεῖ ποὺ ἐπάσκιζα νὰ κοιμηθῶ, ἔρχονταν οἱ σκέψεις καὶ μοῦ γέμιζαν τὸ μυαλὸ εἰκόνες…
Εἶχα πάλι καταπιασθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν Βῶκο καὶ τὰ ἐγκλήματά του μὲ τὸν ἐμπρησμὸ τοῦ στόλου μας.
Ἤμουν ἐξοργισμένη μὲ τὶς μεθοδεύσεις, μὲ τὶς προδοσίες, μὲ τὶς ἐξαγορὲς συνειδήσεων…

Ἔκλεισα τὰ μάτια καὶ στριφογύριζα. Ἀδύνατον. Δὲν ἐρχόταν ὁ ὕπνος.
Ἀκόμη μία νύκτα μὲ ἐνοχές… Μὲ τύψεις…
Κι ἐξ αἴφνης, ἔτσι, δίχως νὰ μὲ εἰδοποιήσῃ, βγαίνει ἐμπρός μου ὁ Νικήτας, ὁ Τουρκοφάγος.
Μέσα στὰ αἵματα τὸ πρόσωπό του καὶ τὰ ῥοῦχα του…
Λίγο πιὸ πίσω ἡ κόρη του παραλοϊσμένη… Σὰν σκιὰ τὴν κατάλαβα περισσότερο, παρὰ σὰν παρουσία…
Ἐμπρός μου ἐστάθη, ἀκίνητος, μὲ χαμηλωμένη τὴν κεφαλὴ καὶ τὰ μάτια καρφωμένα στὴν Γῆ.
Γέρος σχεδόν, τυφλός, ἀποκαμωμένος…
Σὰν νὰ μοῦ ζητοῦσε συγγνώμη ποὺ δὲν προέλαβε νὰ μᾶς παραδώσῃ ἐλεύθερη Πατρίδα…

Ταράχτηκα. Ἔτρεμα.
Τὰ δάκρυά του κυλοῦσαν ἀπὸ τὰ ἄδεια μάτια του ἀσταμάτητα…
Ἀμέσως κατάλαβα ποιὸς ἦταν…
Κοντούλης, ἐμπρός μου, μία σταλίτσα ἄνθρωπος…
Τὸ κεφάλι του ἔφθανε ἴσα μὲ τὸν ὦμο ἤ τὸ στῆθος μου.
Πῶς νά ἀγκαλιάσῃς ἕνα τόσο μικροκαμωμένο σῶμα καί νά μήν αἰσθανθῇς πώς ἀγκαλιάζεις παιδί;

Ἔπεσα ἐπάνω του…
Τὰ μάτια του βρύσες… Καὶ τὰ δικά μου…
Πῶς νά τοῦ δείξω τήν ἀνάγκη μου νά μέ συγχωρήσῃ;
Πῶς νά τοῦ μιλήσω πού δέν μέ ἄκουγε;
Πῶς νά μοῦ μιλήσῃ πού δέν τόν ἄκουγα;

Κανένας ἦχος. Σιωπή. Οὔτε κἄν οἱ λυγμοί μας ἀκούγοντο.
Βουβὸ τὸ κλάμα… Ὁ Νικήτας ἀκίνητος, ἄγαλμα… Ἀγκυλωμένος στὴν ἀγκαλιά μου…. Δὲν ἔφευγε, δὲν ἤθελε νὰ φύγῃ… Μὲ χρειάζετο καὶ τὸν χρειαζόμουν.
Κι ἐγώ, ποὺ ντρεπόμουν γιὰ τὰ πάντα ἀλλὰ καὶ διότι ὁ γίγας αὐτὸς ἐτύγχανε ἕνα κεφάλι χαμηλότερος, νὰ μὴ ξέρω πῶς νὰ τοῦ δείξω τὴν ντροπή μου.

Λίγες στιγμὲς σταθήκαμε ἔτσι.
Μία αἰωνιότης δῆλα δή. 
Ἐκεῖνος μὲ τὸ ἄδειο βλέμμα στὴν γῆ καρφωμένο διαρκῶς κι ἐγὼ ντροπιασμένη νὰ πασκίζω νὰ τοῦ δείξω, ἴσως καὶ νὰ τοῦ ἐξηγήσω, μὲ τὴν ἀγκαλιά μου, τὸ πόσο πολὺ εἶχα μετανιώσει γιὰ τὰ ἀμέτρητα λάθη… Τὰ δικά μου λάθη. Διότι τώρα πιὰ εἶναι δικά μου τὰ λάθη. Μοῦ τὰ ἐκληροδότησαν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἐπάλευσαν γιὰ μίαν σταγόνα πλασματικῆς ἐλευθερίας…
Μοῦ ἐκληροδότησαν κι ὅλην τὴν πίκρα. Μοῦ ἐκληροδότησαν κι ὅλον τὸν πόνο. Καὶ τὴν ὀργή.. Καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα…
Μοῦ ἐκληροδότησαν ὅμως καὶ τὶς ἐνοχές… 
Αὐτὲς ποὺ ἐγεννήθησαν ἀπὸ τὴν συνειδητοποίησιν τῆς ἀδυναμίας τους νὰ ξεφορτωθοῦν διὰ παντὸς τὰ σκυλιὰ ποὺ ἦλθαν γιὰ νὰ κατασπαράξουν τὶς δικές τους σάρκες ἀλλὰ κυρίως τὶς δικές μας…

Μία φράσις ἤθελε νὰ βγῇ, μὰ δὲν ἔβγαινε: «Συγγνώμη Νικήτα μου. Συγγνώμη.»
Σὰν νὰ ἔχασα τὴν λαλιά μου… Πῶς ἔγινε αὐτό πάλι; Γιατί πάντα σέ αὐτές τίς στιγμές χάνω τήν φωνή μου; Μόνον σκέψις εἶμαι; Μόνον ἀνάμνησις;
Δὲν ξέρω ἐὰν κατάλαβε… Ἐγὼ ὅμως ἐγέμισα ἀπὸ τὸν πόνο του. Ἐπλημμύρισα. Τόσο ποὺ πιὰ δὲν τὸν ἀντέχω.

Δὲν κοιμόμουν. Ἤμουν ξύπνια.
Καὶ οὔτε κατάφερα νὰ κοιμηθῶ μετὰ ἀπὸ αὐτό.
Γιὰ ὧρες, ἔως τὸ ξημέρωμα, πηγαινοερχόμουν στὰ δωμάτια…
«Μέ ἄκουσε; Μέ κατάλαβε; Μέ ἔνοιωσε;»
Κι ἐάν δέν κατάλαβε; Κι ἐάν δέν μέ ἄκουσε; Κι ἐάν δέν μέ ἔνοιωσε;

Μεγάλη κληρονομιά…
Μεγάλη εὐθύνη…
Μεγάλο τὸ χρέος.
Συγγνώμη Νικήτα μου. Συγγνώμη. Συγγνώμη…
Δὲν θὰ ἀφήσω αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψί σου ἔτσι, δίχως πληρωμή.
Τώρα ξέρω Νικήτα μου. Ξέρω… Ξέρω τὶ ἐπέρασες… Ξέρω τὶ ἔνοιωσες… Ξέρω τὶ σοῦ ἔκαναν τὰ σκυλιά…
Μὰ περισσότερο ὅλων ξέρω τὸ τὶ πρέπει νὰ κάνω ἐγώ.

Φιλονόη.

φωτογραφία

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply