Πετρίτσι. Σύντομος ἱστορία του.

Ο πληθυσμός του ήταν 2611 κάτοικοι,το 1928 και 3480 κατά την απογραφή του 1950.

Οι κάτοικοι είναι γηγενείς, πρόσφυγες από τα χωριά Πετρίτσι και Στάρτσοβο της Βουλγαρίας, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και το Πόντο και Βλαχόφωνοι από τα χωριά Ράμνα και Ηράκλεια (Τζουμαγιά).

Σε αυτούς προστέθηκαν ακόμη 150, που εγκατέλειψαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το χωριό Μεσαία (Μαχαλάδες), που βρίσκεται στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο.

Βόρεια του χωριού, στη κορυφογραμμή του Μπέλλες διέρχεται η οροθετική γραμμή των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων, όπως αυτή καθορίστηκε κατά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου μετά το Βαλκανικό πόλεμο του 1913.

Εδώ βρίσκονται τα ένδοξα οχυρά της άλλοτε ισχυρής οχυρωματικής γραμμής Μεταξά-Ιστίμπεη-Βάσανο-Κελκάγια.

Στη δυτική συνοικία είναι ο ενοριακός ναός του Αγίου Δημητρίου και δυτικότερα αυτού το στρατιωτικό νεκροταφείο, στο οποίο έχουν ταφή αξιωματικοί και στρατιώτες,που φονεύθηκαν στο χωριό κατά τους διάφορους πολέμους.Στο κέντρο βρίσκεται η αγορά και τέσσερα παρεκκλήσια στην ανατολική συνοικία, του Αγίου Μηνά, του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και του προφήτη Ηλία.

Το σημερινό Ν. Πετρίτσι φαίνεται ότι είναι κτισμένο σε χώρο,όπου υπήρχε αρχαία πόλη, καθώς έχουν βρεθεί ίχνη αρχαίου τοίχους και τάφων σύμφωνα με μαρτυρίες γεροντότερων. Ο ιερέας Παππαηλίας διηγείται ότι βρήκε αρχαία νομίσματα και πήλινο άγαλμα, που παριστούσε προτομή νεαρής κόρης στο ρέμα Σουλτανίτσα που διασχίζει το χωριό κατά το έτος 1912.Όπως αναφέρουν ο Ηρόδοτος, ο Στράβων και ο Θουκυδίδης, η  περιοχή που βρίσκεται το χωριό ονομάζονταν Σιντική και κατοικούσαν σε αυτή οι Σίντιοι (Ελληνικό φύλο, συγγενές προς τους Σίντιους της Σαμοθράκης).

Η Σιντική περιελάμβανε τη περιοχή από τη λίμνη Πρασιάδος, τα όρια της Βισαλτίας, μέχρι τα στενά της Κρέσνας και Στρούμνιτσας. Τα νότια όριά της δεν είναι καθορισμένα, καθώς δεν είναι γνωστή η ροή του Στρυμώνα κατά την εποχή εκείνη, ούτε η θέση της λίμνης Πρασιάδος.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι μέχρι το χωριό Γόνιμο υπήρχαν «Λιμνναίαι Κατοικίαι» κατασκευασμένες από ξύλα του όρους Όρβηλου, το οποίο απέχει πάρα πολύ από τη λίμνη Δοϊράνη. Έτσι η λίμνη Πρασιάδος πιθανολογείται ότι είναι η λίμνη Κερκίνη, η οποία είναι πιο κοντά. Επίσης στα χωριά Μανδράκι και Θρακικό βρέθηκαν χαλκάδες προσδέσεως αρχαίων πλοίων, κάτι που ενισχύει την άποψη αυτή.

Οι Σίντιοι ζούσαν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου του Μακεδόνος και του Μ. Αλεξάνδρου, οι οποίοι τους υπέταξαν και προσήρτησαν τη περιοχή στο Μακεδονικό κράτος. Τότε φαίνεται ότι δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το Ν. Πετρίτσι, καθώς μνημονεύεται ότι πράγματι εδώ υπήρχαν μεταλλεία των Μακεδόνων και μάλιστα αργυρωρυχεία. Ίχνη αρχαίων μεταλλείων υπάρχουν κοντά στο σημερινό τάγμα του χωριού, καθώς εκεί έχει κατατεθεί δήλωση προς εκμετάλλευσή τους.

Οι Σίντιοι έμειναν υπό των Μακεδόνων μέχρι της Ρωμαϊκής κατακτήσεως. Ο εκπολιτιστικός παράγοντας των Μακεδόνων επέδρασε τόσο πολύ ώστε ενώθηκαν σε ένα έθνος και πολέμησαν μαζί μέχρι τη μάχη της Πύδνας όπου στήριξαν τον Περσέα (τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας), με 3000 άνδρες. Σαν αντίποινα οι Ρωμαίοι κατέκτησαν και λεηλάτησαν τη περιοχή Σιντικής.Πόλεις της Σιντικής αναφέρονται κατά την εποχή εκείνη η Τρίστυλος, η Παρθικόπολης, η Σκοτούσσα και πιο επίσημα η Ηράκλεια και Πέτρα(Βουλγάρικο Πετρίτσι).

Επί Ρωμαίων η περιοχή αποτέλεσε μια Ρωμαϊκή επαρχία με την επωνυμία Οδομαντική.Κατά την εποχή του Βυζαντίου ήταν μέρος της 7ης Βυζαντινής επαρχίας. Τότε το Ν. Πετρίτσι, που δεν είναι γνωστό το όνομά του κατά την εποχή εκείνη, έλαβε μεγάλη ανάπτυξη. Αυτό αναφέρεται, επειδή σώζεται δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τμήμα Βυζαντινών λουτρών .

Η περιοχή συχνά υπήρξε θέατρο συγκρούσεων μεταξύ Βυζαντινών αυτοκρατόρων και διαφόρων Βαρβάρων επιδρομέων, κυρίως Βούλγαρων και Σέρβων. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι κάτοικοι μιλούσαν τη Σλαβομακεδονική γλώσσα ενώ κατά συνείδηση ήταν Έλληνες,αφού στα σχολεία μάθαιναν Ελληνικά και στην εκκλησία χρησιμοποιούσαν πάλι την Ελληνική γλώσσα .

Όταν πέρασε η εποχή της οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής άνθισης κατά τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το χωριό ονομάστηκε Βέτρινα ή Βέτερνα(αεροχώρι). Το όνομα αυτό δόθηκε κατά το έτος 1530. Μια 2η εκδοχή λέει ότι μετονομάσθηκε έτσι το 1200. Αυτό αναφέρει ο Τσέχος ιστορικός Jirecek στο βιβλίο του, αναφερόμενος στις παρατηρήσεις και σημειώσεις ενός ταξιδιώτη του έτους 1530 ονόματι Kurepesic κατά, τις οποίες η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες.

 Πετρίτσι

Η Μάχη της Βέτρινας

Η “ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΕΤΡΙΝΑΣ” ( 25,26,27/6/1913)

«Κατέλαβα τη Βέτρινα, εκτοπίζοντας τον εχθρό από τις θέσεις που κατείχε σε υψώματα βορείως του χωριού, μέχρι τώρα επτά διαδοχικά. Ο εχθρός υποχωρεί προς το βορρά».

Με τη σύντομη αυτή αναφορά, του αντισυνταγματάρχη Διονύσιου Παπαδόπουλου, προς τον διοικητή του τμήματος στρατιάς Μανουσογιαννάκη, επισφραγίστηκε η απελευθέρωση του Νέου Πετριτσίου και της γύρω περιοχής, το πρωινό της 27ης Ιουνίου 1913. Ήταν η μεγάλη ώρα της λευτεριάς, μετά από 529 χρόνια τουρκικής κατοχής και 1 χρόνο στυγνής βουλγαροκρατίας.

Το τριήμερο 25, 26 και 27 Ιουνίου 1913, οι νοτιοανατολικές πρόποδες της οροσειράς της Κερκίνης, απ το Ακριτοχώρι μέχρι τα στενά του Στρυμόνα, υπήρξαν πεδίο σκληρών εχθροπραξιών μεταξύ τμημάτων του ελληνικού και βουλγαρικού στρατού, με επίκεντρο το Νέο Πετρίτσι. Η μάχη της Βέτρινας ή του Δεμίρ Ισσάρ, όπως έμεινε στην ιστορία, σήμανε την οριστική απελευθέρωση της περιοχής των Σερρών και την ενσωμάτωση της στον εθνικό κορμό.

Παραμονές της μάχης …

Μετά την ήττα τους στο Κιλκίς, το Λαχανά και τη Δοϊράνη, τα βουλγαρικά στρατεύματα στράφηκαν προς την περιοχή του Σιδηροκάστρου, με μοναδικό στόχο να ανασυνταχθούν και να αποτρέψουν την ελληνική προέλαση προς το βορρά, τα στενά του Ρούπελ και τη βουλγαρική ενδοχώρα στη συνέχεια. Στη προσπάθεια γενικής ανασύνταξης των βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων, το πρωινό της 13ης Ιουνίου. ο διοικητής της 11ης βουλγαρικής μεραχίας Ιβάνωφ διέταξε τα παρακάτω στον Αθανασώφ, στρατιωτικό διοικητή Σερρών:

Ο στρατιωτικός διοικητής Σερρών, αναλαμβάνει τη δίοικηση όλων των ένοπλων τμημάτων με εντολή να συναθροίσει τα λείψανα της ταξιαρχίας της Δράμας και να οργανώσει κρατερά άμυνα επί της αριστερής όχθης του Στρυμόνα. Εφόσον ο εχθρός δεν σας πιέζει να μην υπάρξει υποχώρηση Ο ποταμός όσο και αν είναι προσπελάσιμος σε πολλά σημεία, παρουσιάζει στον εχθρό μεγάλες δυσκολίες, αν έχει να αντιμετωπίσει το πυροβολικό μας. Να επανέλθουν τα στρατεύματά σας επί των διαβάσεων αυτών και να οργανωθεί ισχυρή αντίσταση. Κρατήστε διαθέσιμα τμήματα για αντεπιθέσεις την κατάλληλη στιγμή». Μετά τη διαταγή αυτή, τα στρατεύματα του Αθανασώφ ξεκίνησαν για τις διαβάσεις του Στρυμόνα και για την οργάνωση της γραμμής Χαροπού – Κοίμησης, – Ρούπελ.

25 Ιουνίου 1913. Με προορισμό τη Βέτρινα …

Την ώρα που οι Βούλγαροι επιχειρούσαν την ύστατη ανασύνταξη των δυνάμεών τους, ελληνικά στρατιωτικά τμήματα προσέγγιζαν τους Ν.Δ πρόποδες της οροσειράς της Κερκίνης. Μέχρι το πρωινό της 25ης Ιουνίου, τα ελληνικά τμήματα είχαν προωθηθεί μέχρι το χωριό Μανδράκι, εκδιώκοντας τον εχθρό από σημαντικές θέσεις, κυρίως πάνω από τα ‘νω Πορόια και το στρατηγικής σημασίας πέρασμα «Σιδερά Πύλη» στο Μπέλες. Εξαιτίας της ελληνικής προέλασης, ο στρατηγός Σαράφωφ εγκατέλειψε εσπευσμένα τα Άνω Πορόϊα και έφτασε στο Νέο Πετρίτσι, όπου και όρισε την έδρα του.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, το τμήμα στρατιάς Μανουσογιαννάκη, εξέδωσε την παρακάτω διαταγή προς την 1η και 6 μεραρχία : Ο εχθρός κατέχει το χωριό Βέτρινα. Τριγύρω απ τη σιδηροδρομική γέφυρα έχουν τοποθετηθεί 12 με 15 περίπου πυροβόλα, ενώ κατασκευάστηκε ξύλινη γέφυρα 500 μέτρα βόρεια της σιδηροδρομικής γέφυρας. Εχθρικές δυνάμεις υπάρχουν στο Πούλιοβο (Θερμοπηγή) και Ράδοβο (Χαροπό). Το χωριό Χατζή Μπεϊλίκ (Βυρώνεια) κατέχεται από Βούλγαρους αντάρτες».. Στη συνέχεια ο μέραρχος Μανουσογιαννάκης, διατάσσει για τις κινήσεις των ελληνικών δυνάμεων το πρωινό της επόμενης μέρας, 26ης Ιουνίου: «Αύριο το τμήμα στρατιάς θα συνεχίσει την πορεία του προς τη Βέτρινα, προκειμένου να εκδιώξει τον εχθρό πέρα από το ποτάμι. Η 1η μεραρχία βα βαδίσει χωριζόμενη σε 2 μέρη. Το αριστερό μέρος θα κατευθυνθεί από το Δερβέντι (Ακριτοχώρι) και το Χατζή Μπεϊλίκ (Βυρώνεια). Το δεξιό τμήμα θα ακολουθήσει την κανονική αμαξιτή οδό. Η 6η μεραρχία θα ακολουθήσει την αμαξιτή οδό, βάζοντας το πυροβολικό της επικεφαλή της δεξιάς φάλαγγας».

26 Ιουνίου 1913. Παραμονή της μεγάλης επίθεσης …

Η 1η μεραρχία ξεκίνησε στις 4 τα ξημερώματα. Το δεξιό τμήμα το αποτελούσαν το 4ο σύνταγμα πεζικού και 2 πυροβολαρχίες της μοίρας ορειβατικού πυροβολικού ως εμπροσθοφυλακή, καθώς και το 2ο σύνταγμα πεζικού μαζί με χειρουργική μονάδα. Μαζί με τον μέραρχο Μανουσογιαννάκη ακολούθησαν την οδό Μανδρακίου – Νέου Πετριτσίου, όπου και ο τελικός προορισμός – στόχος τους. Το αριστερό τμήμα το αποτελούσαν το 5ο σύνταγμα πεζικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία. Ακολουθησε τη διαδρομή Μανδράκι, Ακριτοχώρι, Βυρώνεια Αετοβούνι, με μοναδικό και εδώ προορισμό και στόχο το Νέο Πετρίτσι.

Τα δύο τμήματα εξακολουθούσαν να προευλαύνουν ανατολικά προς το Νέο Πετρίτσι. Μπροστά πήγαινε το ελληνικό ιππικό, το οποίο και εκδίωξε τα βουλγαρικά σώματα απ τη Βυρώνεια, χωρίς όμως να μπορεί να προχωρήσει παραπέρα απ τον σιδηροδρομικό σταθμό, εξαιτίας του εχθρικού σφυροκοπήματος, απ το βουλγαρικό πυροβολικό στα υψώματα του Νέου Πετριτσίου. Μετά την εξέλιξη αυτή, το ιππικό στράφηκε προς την Αγριόλευκα και το Γόνιμο, προκειμένου να επιβλέψει τις γέφυρες του Στρυμόνα, από εχθρικά χτυπήματα.

Όταν το το 4ο σύνταγμα πεζικού έφτασε στη Βυρώνεια, δέχθηκε σφοδρή και συνεχή επίθεση απ τα 4 τοπομαχικά πυροβόλα, που ήταν τοποθετημένα στα υψώματα πάνω απ το Νέο Πετρίτσι, αλλά και απ τα 20 πεδινά πυροβόλα στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα και τη σιδηροδρομική γέφυρα. Ο κανονιοβολισμός των ελληνικών δυνάμεων στη Βυρώνεια κράτησε μέχρι τις απογευματινές ώρες. Οι Βούλγαροι σπαταλούσαν αλύπητα τα πυρομαχικά τους, προκειμένου να αποτρέψουν την ελληνική προέλαση. Οι οβίδες σε συνδυασμό με τον αφόρητο καύσωνα των ημερών δημιούργησε αποπνικτική ατμόσφαιρα για τους Έλληνες στρατιώτες. Το 1ο τάγμα -που ήταν επικεφαλής του 4ου συντάγματος- προσπάθησε να προχωρήσει ανατολικά. Χτυπήθηκε όμως σφοδρά απ το βουλγαρικό πυροβολικό του Νέου Πετριτσίου, γεγονός που το ανάγκασε να συμπτηχθεί και να υπαναχωρήσει στην προηγούμενη θέση του, ήταν αδύνατο να προχωρήσει περισσότερο απ τον σιδηροδρομικό σταθμό της Βυρώνειας, χωρίς τη συνδρομή του ελληνικού πυροβολικού. Επιπλέον είχε να αντιμετωπίσει κρούσματα ηλίασης των ανδρών του. Τα υπόλοιπα 2 τάγματα, μόλις βγήκαν από τη Βυρώνεια καλύφθηκαν στα υψώματα που δημιουργεί μέχρι σήμερα η σιδηροδρομική γραμμή, έξω απ το χωριό προς το Νέο Πετρίτσι. Τα υψώματα περιβαλλόταν από ψηλά δέντρα, καλαμιές και θάμνους και ήταν δύσκολο να τους διακρίνει ο εχθρός, Το ίδιο έπραξε και το 2ο σύνταγμα πεζικού.

Οι 2 ορειβατικές πυροβολαρχίες έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βυρώνειας και άρχισαν να χτυπούν τις εχθρικές θέσεις, απ τις 10.30 το πρωί. Γρήγορα όμως σταμάτησαν, αφού η βολή τους ήταν βραχεία και δεν πλησίαζε καν τον στόχο. Η προέλαση νότια της σιδηροδρομικής γραμμής, ήταν αδύνατη εξαιτίας του ακατάλληλου του εδάφους, με τα βαλτόνερα και τις καλαμιές. Μετά την αδυναμία του δεξιού τμήματος, να προχωρήσει ανατολικά, ο μέραρχος Μανουσογιαννάκης διέταξε, να οχυρωθεί στα υψώματα της σιδηροδρομικής γραμμής έξω από τη Βυρώνεια, όπου παρέμεινε μέχρι τις απογευματινές ώρς, παρά τον καυτό ήλιο και το συνεχές βουλγαρικό σφυροκόπημα.

Στο μεταξύ το αριστερό τμήμα, με οδηγό τον ντόπιο Κωνσταντίνο Παρθένη από τη Ράμνα, ξεκίνησε στις 3 τα ξημερώματα της 26ης Ιουνίου και ακολούθησε το δρομολόγιο που είχε καθοριστεί από την προηγούμενη μέρα. Απ τον καρόδρομο στους πρόποδες του βουνού, έφτασε ανενόχλητα στις 10 το πρωί, έξω από το Αετοβούνι. Στην είσοδο του χωριού όμως, η εμπροσθοφυλακή (3ο τάγμα) δέχτηκε επίθεση από τα βόρεια υψώματα , που τα κατείχαν Βούλγαροι αντάρτες. Εύκολα όμως καταδιώχθηκαν, στρεφόμενοι προς το Νέο Πετρίτσι. Ο διοικητής του τμήματος αποφάσισε να μην προχωρήσει παραπέρα απ το Αετοβούνι, αφού οι Βούλγαροι διατηρούσαν σημαντικές θέσεις στην αριστερή πλευρά του βουνού. Ο εχθρός είχε κατασκευάσει ισχυρά αντιστηρίγματα στα υψώματα από το Αετοβούνι μέχρι τη σιδηροδρομική γέφυρα του Στρυμόνα. Μέχρι το μεσημέρι το 5ο σύνταγμα κατάφερε να καταλάβει πολλά εχθρικά οχυρά, αλλά με αργό ρθυμό εξαιτίας της σθεναρής άμυνας των Βουλγάρων και της ιδιομορφίας του εδάφους. Το μεσημέρι ειδοποιήθηκε από το επιτελείο να παραμείνει στη θέση του, αφου δεν είχε υποστήριξη από τα νότια, εξαιτίας της αδρανοποίησης του δεξιού ελληνικού τμήματος, έξω απ τη Βυρώνεια.

Στις 3.30 το μεσημέρι ο αντισυνταγματάρχης Παπαδόπουλος υπέβαλε την παρακάτω αναφορά στον διοικητή του τμήματος της στρατιάς Μανουσογιαννάκη : «Έφτασα στο Κεσεσλίκ (Αετοβούνι) αλλά ανγνωρίστηκα από τον εχθρό, ο οποίος και έβαλε με το πυροβολικό του εναντίον μου. Λόγω έλλειψης οδηγού δεν μπόρεσα να προχωρήσω και να αναγνωρίσω το έδαφος. Έφτασα με τους άνδρες μου εξαντλημένους από τη ζέστη, έχω μάλιστα 7 κρούσματα ηλιάσεως. Εαν μεταβώ στη Ράμνα με 2 πυροβόλα η αποστολή μου θα είναι επιτυχής, αφού θα βρίσκομαι πάνω από τον εχθρό. Τραυματίστηκε ο λοχίας που με ακολουθεί ως σύνδεσμος και ένας στρατιώτης».

Μετά τις 4 το απόγευμα οι Βούλγαροι μετρίασαν τα πυρά τους και λίγο αργότερα, σταμάτησαν εντελώς. Στο μεταξύ το 5ο σύνταγμα, είχε καταφέρει να φτάσει έξω απ το Νέο Πετρίτσι και να καταλάβει τα δεσπόζοντα αντιστηρίγματα, τα οποία είχε οχυρώσει ισχυρά ο εχθρός. Εξαιτίας όμως έλλειψης υποστήριξης απ τα αριστερά και των ύποπτων εχθρικών κινήσεων απο βορειότερα βουλγαρικά οχυρά, η επίθεση ορίστηκε για την επόμενη μέρα, Εξάλλου το σκοτάδι που έπεφτε, ήταν ανασταλτικός παράγοντας, για μια τελική επιθετική ενέργεια. Με τη δύση του ήλιου, ο μέραρχος Μανουσογιαννάκης, εξέδωσε την παρακάτω διαταγή :
«1. Ο εχθρός εξακολουθεί να κατέχει την είσοδο της κλεισούρας του Δερβέντι (Ρούπελ).
2. Το τμήμα στρατιάς θα διανυκτερεύσει επί του πεδίου της μάχης.
3. Το 5ο σύνταγμα πεζικού και το 1ο σύνταγμα ευζώνων θα παραμείνουν στις θέσεις που κατέχουν ολόκληρη τη νύχτα»
.

27 Ιουνίου 1913. Η ώρα της λευτεριάς …

Στις 3 τα ξημερώματα η μοίρα πεδινού πυροβολικού της 6ης μεραχίας, κατέλαβε θέσεις ανατολικά των υψωμάτων του Αετοβουνίου. Με το πρώτο φως του ήλιου, ξημέρωμα 27ης Ιουνίου, άρχισαν και πάλι οι συγκρούσεις. Το βουλγαρικό πυροβολικό άρχισε να σφυροκοπεί τα ελληνικά τμήματα δυτικά της Βυρώνειας, αλλά και της πρώτης γραμμής. Μέχρι τις 6 το πρωί, το 1ο σύνταγμα ευζώνων και το 5ο σύνταγμα πεζικού, εκτόπισαν τον εχθρό από σημαντικές θέσεις και υψώματα γύρω από το Νέο Πετρίτσι. Σε γραπτή αναφορά τους προς τον μέραρχο Μανουσογιαννάκη, ο αντισυνταγματάρχης Παπαδόπουλος γράφει:

Σήμερα το πρωί, στις 4 περίπου, ενήργησα με ένα λόχο επιθετική αναγνώριση βορείως του χωριού Βέτρινα, εντός του οποίου υπάρχουν 2 τάγματα εντός ταχυσκάπτων () Θα συνδυάσω έγκαιρη επίθεση με την κατά μέτωπο των άλλων συνταγμάτων και τότε είμαι βέβειος ότι θα τους ρίξουμε στο ποτάμι».

Στις 7 το πρωί η επίθεση γενικεύτηκε σε όλο το μήκος της γραμμής. Η πεδινή μοίρα άρχισε να βάλλει κατά των εχθρικών θέσεων, γεγονός που διευκόλυνε την προέλαση των ελληνικών τμημάτων προς το Νέο Πετρίτσι. Παρόλα αυτά, το εχθρικό πυροβολικό, συνέχισε να χτυπά τα προελαύνοντα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα, χωρίς όμως να καταφέρει να τα πτοήσει.

Το 1ο σύνταγμα ευζώνων εξόρμησε κατά των εχθρικών θέσεων στο Νέο Πετρίτσι, στις 8 το πρωί. Γρήγορα έφτασε στο σημείο όπου είχαν κρυφθεί οι Έλληνες του χωριού, που έσπευσαν με άκρατο ενθουσιασμό και δάκρυα στα μάτια να υποδεχθούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κουρασμένων ευζώνων, επικεφαλής των οποίων υπήρξε ο μετέπειτα στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης. Τα υψώματα πάνω απ το χωριό, όπου βρίσκεται σήμερα το 567 Τ.Π- ήταν καλά οχυρωμένα από τους Βουλγάρους. Εκεί είχαν τοποθετηθεί τα 4 τοπομαχικά πυροβόλα, που δυσκόλευαν στο έπακρο τις κινήσεις των ελληνικών τμημάτων, γύρω από το χωριό. Χρειάστηκε λοιπόν μια νέα προσπάθεια για την κατάληψη και την εκδίωξη του εχθρού. Στις 9 το πρωί ο λόχος ευζώνων, με επικεφαλή τον λοχαγό Γεώργιο Παπαδόπουλο, κινήθηκε προς γενική επίθεση, σώμα με σώμα με τον εχθρό. Ο γενναίος λοχαγός, με το περίστροφο στο χέρι και οδηγώντας τους άνδρες τους στα εχθρικά οχυρά, έπεσε νεκρός από βουλγαρικό βόλι. Οι εύζωνοι όμως δεν πτοήθηκαν. Προχώρησαν ακάθεκτοι και με την χαρακτηριστική ιαχή «Αέρα» κατέλαβαν τα 4 πυροβόλα, εκτοπίζοντας τους εναπομείναντες Βουλγάρους, που τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τον Στρυμόνα.

Στις 8.15 ο αντισυνταγματάρχης Παπαδόπουλος αναφέρει στον μέραρχο Μανουσογιαννάκη «Κατέλαβα τη Βέτρινα, εκτοπίζοντας τον εχθρό από τις θέσεις που κατείχε σε υψώματα βορείως του χωριού, μέχρι τώρα επτά διαδοχικά. Ο εχθρός υποχωρεί προς το βορρά». Μετά από 530 χρόνια, το Νέο Πετρίτσι ήταν ελεύθερο και ελληνικό.

Ήδη από την τελική φάση των επιχειρήσεων νωρίς το πρωί της 27ης Ιουνίου, είχε αρχίσει η γενική υποχώρηση των Βουλγάρων, που γρήγορα μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Η περιοχή από το Νέο Πετρίτσι, μέχρι τη γέφυρα του Στρυμόνα κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους, που προσπαθούσαν να περάσουν τα στενά του Ρούπελ. Προς στιγμή η φυγή τους ανεκόπει από 2 βουλγαρικά τμήματα, τα οποία προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους φυγάδες. Δεν τα κατάφεραν όμως, αφού παρασύρθηκαν από το ρεύμα των υποχωρούντων. Τα τμήματα που βρισκόντουσαν στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα (Θερμοπηγή, Χαροπό) μόλις αντίκρυσαν τον ελληνικό στρατό να κατηφορίζει από τα υψώματα του Μπέλες, τρόμαξαν πως οι Έλληνες θα περνούσαν τον Στρυμόνα και θα τους περικύκλωναν. Έτσι άρχισε μια γενική υποχώρηση προς βορρά, με την υποστήριξη του βουλγαρικού πυροβολικού, το οποίο και ανατίναξε την σιδηροδρομική γέφυρα του Στρυμόνα στις 9.30, πριν αφήσει πίσω του τα στενά του Ρούπελ.

Οι απώλειες στη διήμερη μάχη της Βέτρινας, ανήλθαν σε 36 νεκρούς, 207 τραυματίες και 36 αγνοούμενους. Ανάμεσά τους και ο λοχαγός Γεώργιος Παπαδόπουλο, επικεφαλής του λόχου Ευζώνων που απελευθέρωσε το Νέο Πετρίτσι. Ο ηρωϊκός λοχαγός, έχει θαφτεί στο σημείο που έπεσε νεκρός, στα υψώματα πάνω από το στρατόπεδο του 567 Τ.Π, το οποίο φέρει και το όνομά του. Τα λάφυρα ήταν 4 τοπομαχικά πυροβόλα, 8 βλητοφόρα, πλήθος οβίδων και η αποθήκη του σιδηροδρομικού σταθμού Σιδηροκάστρου γεμάτη σακιά με ζάχαρη, κριθάρι και άλλες προμήθειες.

Μετά την ήττα τους στο Νέο Πετρίτσι, οι Βούλγαροι ανατίναξαν το πρώτο τόξο της σιδηροδρομικής γέφυρας του Στρυμόνα, πριν αφήσουν πίσω τους τα στενά του Ρούπελ. Στην φωτογραφία ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, στην είσοδο της γέφυρας, μετά την επιδιόρθωσή της, από το μηχανικό του ελληνικου στρατού.

Η μάχη της Βέτρινας, άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου, των Σερρών και ολόκληρης της ανατολικής Μακεδονίας, ενώ έδωσε ώθηση στην νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού προς το βορρά και τα στενά της Κρέσνας. Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου, μια ίλη ιππικού με διοικητή τον ανθυπολοχαγό Ιωαννίδη, μπήκε στο μαρτυρικό Σιδηρόκαστρο. Η γαλανόλευκη υψώθηκε στο βυζαντινό κάστρο και ο θρήνος της σφαγής των 100 κατοίκων της πόλης απ τους Βούλγαρους, καλύφθηκε από τα δάκρυα χαράς και τα επιφωνήματα αυτών που έζησαν την τραγωδία.

Kείμενο : Παναγιώτης Αβρ. Σαββίδης
Βιβλιογραφία : “Μεγάλη ναυτική και στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια”
Αρθρογραφία : Περιοδικό “Πέρασμα” τ.1 (Ιούνιος 1996)

Η Μάχη του Οχυρού ΙΣΤΙΜΠΕΗ

Η “ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΟΧΥΡΟΥ ΙΣΤΙΜΠΕΗ” (6,7/4/1941)

Το Oχυρό ”ΙΣΤΙΜΠΕΗ” αποτελούσε τμήμα του συγκροτήματος των Οχυρών της Μακεδονίας. Η δύναμη του Οχυρού ήταν 10 Αξκοί και 300 Οπλίτες. Ο διαθέσιμος οπλισμός ήταν 2 πυροβόλα των 75 χιλ. , 1 αντιαρματικό των 37 χιλ. , 1 αντιαεροπορικό των 20 χιλ., 2 όλμοι των 81 χιλ. , 26 πολυβόλα, 9 οπλοπολυβόλα και 17 βομβιδοβόλα. Επιπλέον ο ατομικός οπλισμός των ανδρών. Το Οχυρό ”ΙΣΤΙΜΠΕΗ” είχε 30 επιφανειακά έργα και 2.297 μ. υπογείων στοών, που αποτελούσαν ένα στεγανό σύνολο.

Στις 0515 της 6ης Απριλίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα που βρίσκονταν στη Βουλγαρία, χωρίς να τηρηθούν τα συνήθη διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας προς απάντηση, εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος. ‘ρχισε ο βομβαρδισμός του Οχυρού ”ΙΣΤΙΜΠΕΗ” με πυροβολικό διαφόρων διαμετρημάτων, ενώ συγχρόνως πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς, ταγμένα επί της μεθορίου, σε αποστάσεις 250 έως 600 μέτρων από αυτή, έβαλαν εναντίον των φατνωμάτων των πολυβολείων.

Την 06:00 ώρα, πολυάριθμα σμήνη αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως άρχισαν να σφυροκοπούν την επιφάνεια του Οχυρού , καταστρέφοντας το μοναδικό αντιαεροπορικό πολυβολείο, που μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε καταρρίψει 4 εχθρικά αεροπλάνα.

Την 07:00 ώρα, αφού σταμάτησε ο βομβαρδισμός, ο εχθρός επιτίθεται με πυκνά κύματα πεζικού. Σκληρός αγώνας διεξάγεται και ολόκληρα εχθρικά τμήματα αποδεκατίζονται. Περί την 08:00 ώρα ο εχθρός κατορθώνει να θέσει πόδα επί της επιφανείας του Οχυρού. Προς ανακούφιση των αμυνομένων, διετάχθη περί την μεσημβρία αντεπίθεση, η οποία τελικά απέτυχε λόγω της τεράστιας υπεροχής του εχθρού σε πυροβολικό και αεροπορία. Κατά τις πρώτες νυκτερινές ώρες, οι Γερμανοί, εισέρχονται στο εσωτερικό του Οχυρού, αλλά μετά από αιματηρό αγώνα εκμηδενίζονται.

Το πρωϊ της 7ης Απριλίου, βρήκε το Οχυρό ”ΙΣΤΙΜΠΕΗ” να συνεχίζει το σκληρό και επικό αγώνα του. Όλα τα επιφανειακά έργα του Οχυρού έχουν καταστραφεί. Επανειλημμένες απόπειρες των Γερμανών, για κάθοδο εντός των στοών, αποκρούονται με βαρειές απώλειες.

Κατόπιν αυτού, οι Γερμανοί φράσσουν τα φατνώματα των πολυβολείων και των υπολοίπων έργων, διοχετεύουν αποπνικτικά αέρια και κατορθώνουν να δημιουργήσουν ανυπόφορη κατάσταση . Οι άνδρες δυσχεραίνονται να αναπνεύσουν και προ της απειλής του θανάτου από ασφυξία, ο Διοικητής του Οχυρού Ταγματάρχης Πικουλάκης Ξάνθος , περί την 16:00 ώρα διατάσσει την παράδοσή του.

Οι απώλειες κατά το διήμερο αγώνα των υπερασπιστών του Οχυρού, ανήλθαν σε 15 νεκρούς και 50 τραυματίες. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες.

 Για τον ηρωισμό και τη γενναιότητα των υπερασπιστών του Οχυρού ”ΙΣΤΙΜΠΕΗ”, εκφράσθηκαν με θαυμασμό οι Γερμανοί και δήλωσαν απερίφραστα, ότι εάν δεν διέθεταν συντριπτική υπεροχή σε αεροπλάνα,άρματα και αντιαρματικά πυροβόλα, η πτώση του Οχυρού θα ήταν αδύνατη.

Πηγή : Ιστοσελίδα Γενικού Επιτελείου Στρατού

αὐτὸ εἶναι τὸ Πετρίτσι

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply