Συνομιλοῦσα μὲ τὸν ἀρχαῖο φίλο μοῦ Τιμολέοντα, ὁ ὁποῖος τίμιος εἶναι, λέων δὲν εἶναι, ἐπί των τρεχόντων καὶ μὴ φθανόντων εἰς τὴν χώρα ζητημάτων, κυρίως περὶ τῶν καθ᾽ ἡμέραν ἀποκαλυπτομένων σκανδάλων καὶ συλλαμβανομένων σκανδαλοπλόκων, σκανδαλοποιῶν καὶ σκανδαλουργών. Ὁ ἀφελὴς Τιμολέων σὲ μιὰ στροφὴ τῆς συνομιλίας μοῦ εἶπε ἔμπλεως ἀπορίας: – Μὰ ποῦ βρέθηκαν τόσοι μπoυκαδόρoι καὶ ἐπὶ δεκαετίες «μπουκούνιαζαν» γιὰ τὰ καλά: [Ὡς γνωστὸν τὸ ρῆμα «μπουκουνιάζω» ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «μπουκουνιὰ» (= μπουκιὰ) σημαίνει καταβροχθίζω, τρώγω τὸν ἄμπακο].
Ἡ λέξη «μπουκαδόρος», ποὺ σημαίνει τὸν διαρρήκτη τὸν εἰσερχόμενο ἀπὸ κάποιο ἄνοιγμα στὴν οἰκία, ἄνοιξε ἕνα φεγγίτη στὴ μνήμη μου καὶ ἀποκρίθηκα μὲ ἕναν ξεχασμένο σήμερα ὅρο: – «Ναί, Mπoυκανιέρoι σωστοί. Ἔγινε ἡ Ἑλλὰς Ἀρχιπέλαγος τῶν Μπουκανιέρων!». Ὁ φίλος, νεὼτερος κατὰ μία δεκαετία, δὲν εἶχε τὴν πνευματικὴ τροφοληψία τῆς δικῆς μου γενιᾶς, ποὺ μεγάλωσε μὲ τὴν πειρατική λογοτεχνία καὶ φιλμογραφία. Ποιός παλαιὸς λησμονεῖ τὸν «Κόκκινο Κουρσάρο» μὲ τὸν Μπὰρτ Λάνγκαστερ καὶ τὴν «Βασίλισσα τῶν Πειρατῶν» μὲ τὴν Τζὴν Τίρνεϋ; Κάθησα, λοιπόν, καὶ τοῦ ἔκανα μάθημα πειρατολογίας, καθ’ ὅτι διαθέτει τρεὶς ἐγγονοὺς καὶ πρέπει νὰ τοὺς ὑποδείξει πρὸσοδοφόρους δρόμους ἐπαγγελματικοῦ προσανατολισμοῦ.
Ἐν πρώτοις τὸ Ἀρχιπέλαγος Μπουκάνιερ εἶναι γεωγραφικά ἄσχετο πρὸς τοὺς Μπουκανιέρους. Τὸ Ἀρχιπέλαγος βρίσκεται στὴν ΒΑ παραλία τῆς Αὐστραλίας, ἐνῶ ἡ βάση τῶν Μπουκανιέρων ἦσαν κάποια νησιά των Ἀντιλλῶν, στὰ ὁποῖα εἶχαν ἐγκατασταθεῖ Γάλλοι καὶ Ἄγγλοι τυχοδιῶκτες. Ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς, ἀντὶ νὰ ζοῦν ἀπὸ τὴν ἁλιεία, ζοῦσαν ἀπὸ τὸ κυνήγι ἀγριοβουβάλων. Ἔτρωγαν τὸ κρέας καὶ ποὺλούσαν τὸ δέρμα. Ἀπὸ τὸ μέσον ὀπτήσεως (= ψησίματος) ἔλαβαν καὶ τὴν ὀνομασία. Χρησιμοποιοῦσαν μία σχάρα, ποὺ οἱ ἰθαγενεῖς τὴν ὀνόμαζαν «μπουκάνς». Τὸ ψηστήριο ἔγινε ὀνοματοθέτης τους: Μπουκάνς-Μπουκανιέροι!
Τὸ κέντρο των Μπουκανιέρων ἦταν ἡ νῆσος Tortoga (= Χὲλώνα) ποὺ λόγῳ τῆς ὀχυρότητάς της παρεῖχε ἀσφάλεια καὶ λόγῳ τῆς μικρῆς ἀποστάσεώς της ἀπὸ τὴν Ἀϊτὴ (8 χλμ.) τοὺς παρεῖχε ἀφθονία κυνηγίου. Οἱ Ἱσπανοί, ποὺ ἦσαν κύριοι τῆς θάλασσας τῶν Ἀντιλλῶν, ἔβλεπαν μὲ μισὸ μάτι την ἐγκατὰσταση Γάλλων καὶ Ἄγγλων ἀποίκων στὸ δικό τους θαλάσσιο χῶρο. Γι’ αὐτὸ προέβησαν σὲ μιὰ συνήθη σὲ «πεπολιτισμένους» λαοὺς ἐνέργεια. Ἐπέλεξαν μιὰ ἐποχή, ποὺ ὁ ἀνδρικὸς πληθυσμός των Μπουκανιέρων ἀπουσίαζε γιὰ κυνήγι, καὶ ἔκαναν ἐπιδρομὴ κατὰ τῆς ἀφύλακτης Χελώνας. Κατέσφαξαν τὰ γυναικόπαιδα καὶ πυρπόλησαν τοὺς οἰκισμούς.
Ἀπὸ τότε ἀρχίζει ὁ μετασχηματισμὸς τῶν εἰρηνικῶν βουβαλοθηρευτὼν σὲ ἄγριους πειρατές. Τὸ μένος τους στρεφόταν ἐπὶ ἕνα περίπου αἰῶνα κατὰ τῶν Ἱσπανικῶν πλοίων καὶ κτήσεων. Δὲν περιορίσθηκαν στὴ θάλασσα τῶν Ἀντιλλῶν ἀλλ’ ἐπεκτάθηκαν καὶ σ’ αὐτὸν ἀκόμη τὸν Ἀτλαντικό. Ρήμαξαν ὅλες τὶς ἀνθηρὲς ἱσπανικὲς κτήσεις τῶν ἀνατολικῶν ἀκτῶν τῆς Ἀμερικῆς. Οἱ Γάλλοι Μπουκανιέροι διαπεραιώθηκαν κι ἐγκαταστάθηκαν σ’ ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἀκτῶν τῆς Ἀϊτῆς, ἐνῶ οἱ Ἄγγλοι εἶχαν κέντρο την Ἰαμαϊκὴ (Τζαμάϊκα).
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ Μπουκανιέροι ἔχασαν τὸν ἀρχικὸ χαρακτῆρα τους. Ἦλθαν σὲ μίξη μὲ τοὺς λοιποὺς πεῖρατές τῆς Ἀμερικῆς, ἔτσι ποὺ τὸν 18ο αἰῶνα νὰ ἔχουν πλὴρως συγχωνευθεῖ κι ἔτσι ἡ λέξη Μπουκανιέρος νὰ σημαίνει ὄχι πιὰ τὸν ἐκδικητὴ ἀλλὰ γενικὰ τὸν πειρατή, ποὺ δὲν κάνει διάκριση ὡς πρὸς τὴν ἐθνικότητα τῆς λείας. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ πολεμικοῦ στόλου, κυρίως τῶν ΗΠΑ, κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα ἐξαφάνισε τὰ τελευταῖα λείψανα τῶν Μπουκανιέρων τουλὰχιστον ἀπὸ τὶς δικὲς τους καὶ τις νοτιότερες θάλασσες.
Φαίνεται, ὅμως, ὅτι οἱ Μπουκανιέροι ἔγιναν «φυλὴ» ὑπὸ διαρκῆ μετασχηματισμὸ καὶ δροῦν ὄχι μόνο στὸ χῶρο τῶν θαλασσῶν ἀλλὰ καὶ στὸ χερσαῖο, ἰδιαίτερα στὸν τομέα τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν καὶ δημοσίων οἰκονομικῶν ὑπὸ ποικὶλες μορφές, ὡς νῦν δεῖγμα αὐτὴ τῶν συνδικαλιστῶν. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν «Χρυσοκανθάρων» (τὸν ὅρο καθιέρωσε ὁ Στέφ. Ξένος πρὸς ὑποδήλωση των ἀνόμως πλουτισάντων καὶ προκαλεσάντων τὴν πτώχευση τοῦ 1893), ὡς τὴν ἐποχή των Μαυραγοριτῶν τῆς Κατοχῆς καὶ τῶν λυμεώνων της μεταπελευθερωτικὴς καὶ μεταπολιτευτικῆς περιόδου μὲ ἀποκορύφωμα τὸ σκάνδαλο τοῦ Χρηματιστηρίου, ὡς τὸν πὰρόντα καιρό, βλέπουμε στὴν πατρίδα μας νὰ θάλλει ἕνας ἰδιότυπος, πολύπλοκος καὶ πολύπτερος Μπουκανιερισμός.
Καλὰ τὸ λαθρεμπόριο, τὸ λάδωμα, τὸ γάνωμα, οἱ μίζες, οἱ καταδολιεύσεις, ὑφαρπαγὲς (Σημιτιστὶ «ἀρπαχτὲς») καὶ οἱ παραδοσιακοῦ τύπου κομπίνες. Ἦταν ἀνάγκη νὰ φθάσουμε καὶ στὶς ΜΚΟ; Ἀπεχθάνομαι τὰ ἀρκτικόλεξα, ἀλλὰ τί νὰ κάνω; Μὲ ἐρωτοῦσαν τις προάλλες στὴ Λαϊκὴ ἀγορά της Πεὺκης διάφοροι ἄγνωστοι καὶ γνωστοί, τί γίνεται μὲ τὶς ΜΚΟ, κι ἂν θὰ γράψω τίποτε στὴν «Ἑστία» γι’ αὐτές. Ὑποβλήθηκα στὴ δοκιμασία νὰ παρακολουθήσω ἕνα ἐκτενὲς δελτίο εἰδὴσεων καὶ μιὰ θορυβώδη συζήτηση σ’ ἕνα νεο-ἑλληνώνυμο «πάνελ» καὶ κατάλαβα τὴν «πονηρὴ τὴ φτιάξη», ὅπως ἔλεγε παλαιὸ μαγκίστικο ἀσμάτιο. Κατὰ τὸ πῶς κατάλαβα, ΜΚΟ σημαίνει Μοντέρνα Κλεπτικὴ Ὀργάνωση. Κομματικοὶ φίλοι ἢ φίλοι τῶν κομματικῶν φίλων συγκροτοῦσαν ὀργανώσεις γιὰ τὴ σωτηρία της «ταραντούλας» ἢ ἄλλων ἐπωφελῶν ζωυφίων καὶ εἰσέπρατταν τεράστια ποσὰ ἀπὸ τὸ Δημόσιο. Δὴλαδή ἀπὸ τὶς δικές μας φοροδοτικὲς εἰσφορές. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ συντάξεις κατέβηκαν ἀρκετὰ «γράδα», ἐνῶ οἱ φοροδοτικές μας ὑποχρεώσεις ἀνέβηκαν ὑπεραρκετὰ «γράδα».
Τὰ ἐξήγησα ὅλα αὐτὰ στὸν Τιμολέοντα καὶ αὐτὸς ἀναστέναξε βαθειά. Τοῦ εἶπα τότε παρηγορητικὰ τὸ παλαιὸ στιχάριον:
Λησμόνει, Τιμολέον, διότι ὅστις λησμονεῖ, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.