Ζητεῖται Ἅγιος γιὰ νὰ μᾶς κηρύξῃ τὸ «Ὁμονοεῖτε»

«Η Ελλάδα είναι η καλλίτερη χώρα του κόσμου, αλλά θα κατα­στραφεί από τους ρουφιάνους»

(Μίλαν Τζουρτζεβιτς: παίκτης του ΠΑΟΚ)

ΚΑΠΟΤΕ ο Εδμόνδος Αμπού, ο συγγραφέας του περιλάλητου έργου «Ο βασιλεύς των Ορέων» είχε πει για τον Ελληνισμό: «Είναι καταπλη­κτικός αυτός ο μικρός ελληνικός λαός που εργάζεται και πετυχαίνει παντού, εκτός από την πατρίδα του». Όμως, πάσα απορία επί του προκειμένου αίρεται, αν προσέξουμε το ρήμα «εργάζεται». Ο ‘Ελλην εργάζεται παντού, εκτός από τη χώρα του. Γι’ αυτό θαυματουργεί παντού, εκτός από τη χώρα του. Κι αυτό γιατί στην Ελλάδα η εργασία δεν θεωρείται έξυπνη αρετή. Αν όμως η νεολαία κατανοήσει ότι το πρώτο κεφάλαιο της ευφυίας είναι η επιμέλεια, μπορούμε να κάνουμε κάποιον μελλοντικό περιηγητή να το πει αλλιώς: «Είναι καταπληκτικός ο μικρός αυτός λαός που εργάζεται και θαυματουργεί παντού, ακόμη και στη… χώρα του»!

ΠΕΡΑ από την εργασία υπάρχει και η συνεργασία. Μπορεί ο Έλλην να εργά­ζεται αλλά δύσκολα συνεργάζεται. Ο καλλίτερος συνεργάτης είναι ο εαυτός του. Γι’ αυ­τό το συνεργατικό πνεύμα του θαυματουρ­γεί σ’ ένα μόνον επαγγελματικό είδος: το περίπτερο. Χωράει μόνον έναν. Όμως, αν κάποτε η διδασκαλία της «πολιτικής γραμ­ματικής» ξεκολλήσει από τις προθέσεις «αντί» και «διά», που προωθούν τις αντιθέ­σεις και της διαιρέσεις μας έως το σπίτι μας, και προχωρήσουμε στην πρόθεση «συν» και συνειδητοποιήσουμε την ηθική φόρτισή της, τότε δεν θα έχουμε πρόθεση αλλά πρόσθεση. Στη δύναμη του ενός θαπροστί­θεται η δύναμη του άλλου.

Και η συνεργασία, η συναδέλφωση και η συμμαχία του Έλληνα με τον Έλληνα μπο­ρούν ν’ αποτελέσουν την καλύτερη άμυνα στις επιβουλές των εχθρών μας. Το είπε από παλιά ο Αντισθένης: «Ὁμονοούντων ἀδελ­φῶν συμβίωσις παντὸς τείχους ἰσχυροτέ­ρα». Εξάλλου, αν δεν είμαστε άξιοι να κερδί­σουμε τη συμμαχία του συμπολίτη μας, πώς είναι δυνατό να κερδίσουμε τη συμμαχία του ξένου;

Στον παγκόσμιο οικονομικό-πολιτικό στίβο είναι ανώφελο να περιμέ­νεις να πάρεις, χωρίς να προσφέρεις αντάλλαγμα. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι διαιτησίες και οι διαμεσολαβήσεις για την επίλυση τάχα δικών μας προβλημάτων εμφανίζονται όταν η χώρα μας αντιμετωπίζει μεγάλη οικο­νομική, πολιτική και ηθική κρίση. Τότε έρχεται ο εξωτερικός παράγοντας να «βοηθήσει», υποχρεώνοντας έτσι τη χώρα μας σε δεσμεύσεις και υποχωρήσεις. Γι’ αυτό πρέπει πολίτες και πολιτικοί του τόπου αυτού να βιώσουν και να εμβιώσουν αυτό που έλεγαν οι βυζαντινοί πρόγονοι μας: «Ουαὶ τῷ μὴ τοῖς ἰδίοις ὄνυξι ξυομένω».
Ούτε πρέπει να προσφέρουμε στους ξένους «ακατάλληλες ευκαιρίες» να παρεμβαίνουν. Το δράμα της Ελλάδος έγκειται στο ότι όλοι την… θέλουν. Κι αν όχι όλη, τουλάχιστον κάποιο τμήμα της, κάποια σύμβολα, κάποια ονόματά της, που εκπλειστηριάζονται στο ενεχυροδανειστήριο των διεθνών σκοπιμοτήτων, που έφεραν τα Σκόπια στην πρώτη γραμμή, μια και οι Σκοπιανοί «Μακεδόνες» υπήρξαν παλαιόθεν (από Σαντάσκη κι εντεύθεν) οι πρόσκοποι της βαλκανικής κακοδαιμονίας. Αυτοί οι δήθεν Μακεδόνες είναι εκείνοι που βάζουν τη φωτιά στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων. Δεν είναι ούτε καν πολιτική ομάδα, αλλά κακοποιά μετέωρα, πρόθυμα να υπηρετήσουν κάθε σκοπό, από τον φασισμό, τον κομμουνισμό μέχρι τον καθολικισμό. Ως πρόσκοποι, λοιπόν, ξένων σκοπών μόνο το όνομα των Σκοπίων τους αξίζει.

Γι αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί, αν ονομασθούν και Μακεδονία, εσωτερικώς ή εξωτερικώς. Αν εμείς είμαστε μονοιασμένοι, ισχυροί οικονο­μικά, πολιτικά και πολιτιστικά, μπορούμε με μια ευέλικτη πολιτική να τους κάνουμε όργανα μιας δικής μας βαλκανικής ιδέας, που δεν χρειάζε­ται να κουραστεί να σχεδιάσει κανένας σύγχρονος πολιτικός. Την είχε σχεδιάσει ο Ρήγας Βελεστινλής. Το λεγόμενο ότι είμαστε μόνοι, είναι μύθος. Ποτέ οι Έλληνες δεν ήσαν μόνοι, όταν ήσαν μονοιασμένοι. Και μια έμπρα­κτη εφαρμογή της πολιτικής του Ρήγα για μονοιασμένα Βαλκάνια, προϋ­ποθέτει μονοιασμένους Έλληνες. Γιατί, όπως λέει ο σοφός λαός μας, όταν δεν χάνει τη σοφία του από την ανοησία του, «όπου λαλούν πολλά κοκκόρια, αργεί να ξεμερώσει». Η διχογνωμία και οι ατελείωτες εσωτερικές αντιπαραθέσεις, οι πολιτικές κοκκορομαχίες, αποτελούσαν πάντα ανοι­χτή πληγή για τον Ελληνισμό, που μόνο ενωμένος και μονοιασμένος καταφέρνει να δει έγκαιρα μια ελπιδοφόρα αυγή. Συμπεραίνουμε: η ειρήνευση στα Βαλκάνια περνάει μέσα από την ειρήνευση των Ελλήνων, μέσα από τη συστράτευση όλων των δυνάμεων του Ελληνισμού, υλικών, ηθικών, πνευματικών.

Όλοι το νοιώθουμε αυτό. Αλλά ποτέ δεν έγινε τόση χρήση αλλά και κατάχρηση του όρου «εθνική ομοψυχία». Είναι μια φράση που εύκολα λέγεται και δύσκολα εφαρμόζεται, που όσο περισσότερο ακούγεται, τόσο περισσότερο γίνεται αισθητή η απουσία της από τη ζωή μας. Η καπήλευση της έννοιας προσβάλλει αυτό που η ίδια εκφράζει: την ανάγκη ομό­νοιας. Αν, δηλαδή, επιθυμούμε να αποκρούσουμε με επιτυχία τους κινδύ­νους που μας περιζώνουν, οφείλουμε να «διαψεύσουμε» την εικόνα μας που προσφέραμε στους ξένους, ότι δηλαδή οι Έλληνες είναι των Ελλήνων οι μεγαλύτεροι εχθροί και ότι, όταν δεν τρώγονται με τους άλλους τρώνε τον εαυτό τους, σαν το σαρ­κοβόρο πτηνό της μυθολογίας που έφαγε τις σάρκες του.

Γενικά, ο Έλληνας θεωρείται πονηρός. Οι καιροί είναι ιδιαζόντως πονηροί. Κι όμως, αντί να θαυματουργήσει η πονηρία μας, πιαστήκαμε για μια ακόμη φορά «κορόιδα» και επιπλέον εισπράξαμε από τους Ευρω­παίους εταίρους μας τον τίτλο του «κακο­μαθημένου», λες και οι γείτονες αλλά και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί μας έχουν διαπαιδα­γωγηθεί με τις αρχές που διατύπωσε ο Αιγαλεώτης «άσσος της διπλοπεννιάς» Γ. Ζαμπέτας στο περίφημο παιδαγωγικό ασμάτιο: «Ο πιο καλός ο μαθητής ήμουν εγώ στην τάξη και όλοι μου οι δάσκαλοι με είχανε μη βρέξει και μη στάξει…»

Η ΚΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑ των καιρών απαιτεί να μην ταυτίζουμε την πονηρία με την εξυπνάδα. Ο πονηρός δεν είναι και έξυπνος. Έξυπνος κατά πρώτο λόγο είναι αυτός που δεν κοιμάται την ώρα που οι άλλοι εργάζονται ή τον «εργάζονται» και απεργάζονται την καταστροφή του. Άρα, η εθνική ομοψυχία για να γίνει ένσαρκο όραμα, απαιτεί εθνική αφύπνιση. Ένας έξυπνος, δηλαδή αφυπνισμένος λαός, σώζει κατά πρώ­το λόγο τα παιδιά του από τον κίνδυνο της προπαγάνδας και του προσηλυτισμού από μηχανισμούς, οργανώσεις και κυκλώματα υπόπτου ή αμφισβητούμενου ήθους. Όταν το κράτος είναι στιβαρό και σοβαρό χάρη στην ενότητα των πολιτών, ο νἐος δεν έχει ανάγκη να ζητήσει το λυτρωμό σε κάποιες εισαγόμενες οργανώσεις. Το αίσθημα, εξάλλου, της κάλυψης που προσφέρει ένα τέτοιο κράτος στους πολίτες αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας, για τον εκσυγχρονι­σμό του κρατικού μηχανισμού, την αποδοτικότερη λειτουργία των οργα­νισμών κοινής ωφελείας και την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Μόνο μέσα σ’ ένα σταθερό περιβάλλον τολμά κανείς να νεωτερίσει, τολμά και ο επιχειρηματίας να επιχειρήσει, χωρίς το «επιχείρημά» του να μοιάζει με άλμα στο κενό ή με εγχείρημα αυτοκτονίας.

Προσωπικά θεωρώ το δίλημμα Ευρώπη ή μη Ευρώπη τεχνητό και παραπλανητικό. Εμείς είμαστε Ευρωπαίοι προτού γίνουν Ευρωπαίοι οι νυν καλούμενοι Ευρωπαίοι. Σαφώς είμαι υπέρ της Ευρώπης, όπως είμαι υπέρ της Ασίας, της Αφρικής, της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Ανταρκτικής. Είμαι πάντοτε υπέρ, αρκεί να μας ωφελεί. Και η Ευρώπη μας ωφελεί και θα μας ωφελήσει πιο πολύ αν εφαρμόσουμε έναντι αυτής επιθετική πολιτική. Πρέπει, επιτέλους, να είμαστε δυναμικοί. Αλλά η δύναμη πρέπει να στηρίζεται στη δημιουργία μας. Πέρασε ο καιρός που μας συντηρούσε η δόξα των προγόνων μας. Ήρθε η ώρα να αξιοποιή­σουμε τα προτερήματά μας: τη στρατηγική θέση της χώρας μας, τη ναυτιλία μας, το εμπορικό πνεύμα μας, τα τουριστικά αξιοθέατα, το κλίμα, τον ήλιο, τη θάλασσα, το γέλιο, την εγκαρδιότητά μας, τα πάντα. Είναι καιρός να κλείσουμε τα χαρακώματα που άνοιξε στις ψυχές μας ο εμφύλιος πόλεμος, που επέβαλαν τα ξένα συμφέροντα και η κακοκεφαλιά μας. Πρέπει να προχωρήσουμε κι αν όχι να ξεπεράσουμε τους άλλους, τουλάχιστον να μην επιτρέψουμε στους άλλους να μας ξεπεράσουν.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ πάντα ελπίδες για το καλλίτερο. Ως άτομα έχουμε το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο της Ευρώπης. Ως κράτος, παρά τα χάλια του, κατορθώνουμε να ανταποκρινόμαστε στις διεθνείς απαιτή­σεις, παρά τις συνεχείς ανακατατάξεις και κατολισθήσεις που συμβαί­νουν παντού. Ας σκεφθούμε, λοιπόν πού θα φθάναμε, αν ενώναμε τις δυνάμεις για χάρη της Ελλάδος, αν παραμερίζαμε το «εγώ» για χάρη του «εμείς». Σίγουρα θα φθάναμε στο ΟΛΟΙ.

Σήμερα έχουμε επιδοθεί σ’ ένα «κυνήγι μαγισσών». Φωνασκούμε ηλιθιωδώς: «Η Ελλάς προδίδεται από τους Συμμάχους». Αλλά οι Σύμμαχοι πρόδωσαν αυτά που πρόδωσε πρώτη η Ελλάς. Και η Ελλάς πρόδωσε πρώτα τον εαυτό της, πρόδωσε την εθνική ιστορία της, την εθνική γλώσσα της, την εθνική γραμμή της. Δεν χάρισαν οι Σύμμαχοι στους Σκοπιανούς το όνομα της Μακεδονίας˙ εμείς το χαρίσαμε. Μόνο που κάναμε υποκριτικά πως δεν το ξέραμε. Και δικαίως οι ξένοι δημοσιογρά­φοι μας λοιδορούν. Γιατί όταν έρχονται εδώ, δεν συναντούν Έλληνες αλλά γραικύλους. Αντί να τους ξεναγήσουμε στους τόπους θυσίας και μεγαλουργίας του Ελληνισμού, τους πάμε στα «σκυλάδικα». Από την ποιότητα των μουσικών μας προτιμήσεων βγάζουν το συμπέρασμα για την εθνική μας ποιότητα. Δεν είναι μόνο η θρησκεία συστατικό ταυτότη­τας, είναι και η μουσική ποιότητα, που τουλάχιστον σε ό,τι μας αφορά, μας κατατάσσει στα συμπαθή τετράποδα. Ούτε νομίζω σκεφθήκαμε να καλέσουμε τους ξένους διευθυντές των ΜΜΕ στο Μέγαρο Μουσικής για να τους προσφέρουμε μια μουσική πανδαισία με εκείνα τα προικισμένα Ελληνόπουλα, τον Καβάκο, τον Σγούρο και τόσα άλλα που τιμούν την Ελλάδα, χωρίς να το ξέρει, περισσότερο από τους κ.κ. Τάρπλεϋ, Λέβιν-γκστον, Μπέρι, Μπατίστα, Άντερσον, Χάτσον και άλλους «Έλληνες» αθλητές που έχουν υποβληθεί σε εντατική ηλιοθεραπεία και αργούν να ξεμαυρίσουν.

Κι ακόμη πρέπει να πάψουμε να δηλητηριάζουμε το λαό μας με αντι­-ευρωπαϊκό, αντι-ρωσσικό, αντι-αμερικανικό κ.λπ. μίσος. Οι κυβερνήσεις μιας χώρας σπάνια εκφράζουν τη βούληση – όσον αφορά στους εξωτερι­κούς χειρισμούς – όλου του λαού που αντιπροσωπεύουν. Οι λαοί της Ευρώπης δεν είχαν ρωτηθεί όταν γινόταν ο διακανονισμός των συνόρων του αρτισύστατου ελληνικού κράτους μεταξύ 1827-1832. Άρα, το σωστό είναι να μη λέμε Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Δανοί αλλά να κατονομάζουμε συγκεκριμένα πρόσωπα. Γιατί μπορεί η πολιτική του κ. Γιένσεν να θυμίζει το «γυμνό βασιλιά» του Άντερσεν, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να στερή­σουμε από τα παιδιά μας τα παραμύθια του Άντερσεν. Μπορεί να μη μας αρέσουν τα πολιτικά παραμύθια των σημερινών Ολλανδών πολιτικών, αλλά δεν μπορούμε από την παιδεία των παιδιών μας να στερήσουμε την «Ηθική» ενός Σπινόζα. Μπορούμε απλώς να πούμε ότι οι συγκεκριμένοι Ολλανδοί πολιτικοί έθεσαν εαυτούς εκτός Σπινόζα. Προσωπικά – γι’ ανεξήγητους λόγους – δεν συμπαθώ τον πρόεδρο Κλίντον, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να μη συμπαθώ τον ελληνόψυχο Τόμας Τζέφερσον και τον πρόεδρο Μονρόε. Ό,τι χρεώνουμε στους πολιτικούς, δεν πρέπει να το χρεώνουμε στους λαούς, γιατί καλλιεργούμε το φυλετικό μίσος.

Κυρίως, όταν κάνουμε εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να είμαστε αφε­λείς. Όλη αυτή η αμφισβήτηση της ελληνικότητος της Μακεδονίας, που υποκινείται κυρίως από το εθνικό στρατηγείο της Άγκυρας, και η «προσ­πάθεια» κάποιων κυβερνήσεων να βρουν μια συμβιβαστική φόρμουλα, μεταφράζεται ως  προσπάθεια νέου εμπρησμού στα Βαλκάνια. Μερικοί διερωτώνται: πώς μπορεί να είναι τόσο παράλογοι οι ξένοι και να παρα­γνωρίζουν την ελληνική ιστορία; Η απάντηση είναι: Κανένας πόλεμος στην Ιστορία δεν υπήρξε λογικός. Εξάλλου, ένας πόλεμος σε όλους συμφέ­ρει, εκτός από εκείνους που σκοτώνονται.

Επί έναν αιώνα και πλέον οι δυνάμεις της Προόδου, του Πολιτισμού και της Ειρήνης πιπιλίζουν τη μαρξική καραμέλα: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Σήμερα δεν χρειάζεται να πετάξουμε- κατά τη μαρξική έκφραση – το σύνθημα αυτό στον «σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας». Μπο­ρούμε να το τροποποιήσουμε: «Κάτοικοι όλων των χωρών ομονοείτε». Αλλά προτού ομονοήσουν οι άλλοι, είναι καιρός να ομονοήσουμε εμείς. Κάποτε είχαμε έναν Άγιο που κήρυσσε το «Μετανοείτε». Πρόκειται για τον Όσιο Νίκωνα «τον Μετανοείτε». Σήμερα χρειαζόμαστε έναν Άγιο που να κηρύσσει το «Ομονοείτε». Ένα Άγιο σαν τον Χρυσόστομο Σμύρνης που κήρυξε τον φιλιωμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών αξιωματι­κών: αυτοί άρχισαν το μεγάλο έργο, σεις θα το ολοκληρώσετε, είπε. Αλλά δεν εισακούστηκε.

Τέτοιοι λόγοι δύσκολα βρίσκουν απήχηση. Και οι Τουρκικές κυβερνήσεις το ξέρουν. Γι’ αυτό στηρίζουν την πολιτική τους οτην παροιμία: «Ρωμαίι­κος καβγάς, τούρκικος χαλβάς». Γι’ αυτό σήμερα η κυριότερη απειλή δεν είναι από την Ανατολή. Οι τελευταίες απειλητικές δηλώσεις του Ντεμιρέλ δεν συνιστούν απειλή («θα καταριόσαστε την ώρα που γεννηθήκατε»). Η απειλή βρίσκεται εδώ, μέσα μας. Το πρόβλημα πρέπει να εντοπισθεί στο ποιος έδωσε τη δυνατότητα στον εν λόγω πολιτικό να μιλάει έτσι. Η απάντηση βέβαια βρίσκεται, αν κοιταχθούμε στο καθρέφτη.

Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ έλεγε μετά τη μάχη στο Βαλτέτσι, όπου οι Έλλη­νες μονοιασμένοι, κατήγαγαν την πρώτη τους νίκη κατά των Τούρ­κων, ότι «ο θεός έβαλε την υπογραφή του στην ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω». Και δεν την έπαιρνε μέχρι που είχαμε ομόνοια. Όταν εισέβαλε η «δολερή» κατά τον Σολωμό, διχόνοια, γίναμε «σκορπο­χώρι», κατά το ωραίο λεκτικό εύρημα του κ. Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Ο Θεός δεν είναι βουλευτής των Ελλήνων για να τους κάνει ρουσφέτια. Για να σε βοηθήσει, έχει απαιτήσεις, θέλει πρώτα ο ίδιος ο λαός μας να βοηθήσει τον εαυτό του. Να εργασθεί σκληρά και να ανορθωθεί οικονομικά. Να μελετήσει σκληρά και να καλλιεργηθεί ουσιαστικά. Ας αφήσουμε τον βολικό θρησκευτισμό του «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Ο Θεός είναι πνεύμα και ηλίθιους δεν θέλει στη βασιλεία των Ουρανών. Για να εισέλθουμε στον παράδεισο θα καθιερώσει αυστηρού τύπου εξετάσεις, κι ας φωνάζει όσο θέλει η ΟΛΜΕ, ΔΟΕ κ.λπ. Και τρίτο, επειδή δεν θέλει αίματα σ’ αυτή την ευλογημένη αλλά καταπληγωμένη και καταπροδομένη γη, νομίζω πως δεν θα θέλει να υπάρξει κάποια ρωγμή ή κάποια κερκόπορτα στο τείχος της εθνικής μας ενότητας. Γιατί τότε «θα ‘ναι θέλημα Θεού η Ελλάδα να τουρκέψει».  

Σαράντος Καργάκος

φωτογραφία

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply