Ἡ μάχη στὸ Πυρόι.

(ἀπὸ τὸν τὸτε Ἀνθλγὸ τῆς 31 ΜΚ κ. Ἀ. Γεωργιάδη) 

«Εὑρισκόμασταν στὰ ὑψώματα Ἁγίου Σωζομένου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐκινηθήκαμε στὸν ἀνατολικὸ τομέα Λευκωσίας. Ὁ 13ος Λόχος Κρούσεως τῆς 31 Μοίρας Καταδρομῶν, ἐστάθμευσε στὸν χῶρο πέριξ τοῦ ἐργοστασίου ΒΑΚΟΥΛΑΚ, ἀνατολικῶς τῆς Ἀγλαντζιᾶς καὶ ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ δρόμου Λευκωσίας Λάρνακος.

Στὶς 16 Αὐγούστου ἐλήφθη ἡ διαταγὴ γιὰ μετακίνησι. Μία διμοιρία ἐτέθημεν ὑπὸ διοίκησι μονάδος Τεθωρακισμένων. Ἐκινήθημεν πρὸς τὸ Πυροΐ. Μὲ δύο BTR καὶ ἕνα Τ34. Εἰσήλθαμε στὸ χωριό. Οἱ Τοῦρκοι, ἀπὸ τὸ ἀπέναντι ὕψωμα, ἄρχισαν νὰ μᾶς κτυποῦν μὲ πυρὰ ὅλμων. Ἐλάβαμε διαταγὴ γιὰ ὀπισθοχώρησι στὴν Ποταμιᾶ. Στὴν ἐπιστροφὴ μᾶς διέταξαν καὶ πάλι νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸ Πυρόι, μὲ ἐντολή, ἐὰν οἱ Τοῦρκοι δὲν εἰσῆλθσαν στὸ χωριό, νὰ ἐγκατασταθοῦμε ἐμεῖς.  

Τὸ χωριὸ ἦταν ἐγκαταλελειμμένο. Ἡ διμοιρία ἐκινήθη ἀπὸ κεκαλυμμένο δρομολόγιο. Ἐλάβαμε θέσεις μάχης μέσα στὰ πρῶτα τέσσερα σπίτια, μὲ μέτωπο τὸ ὕδωμα. Ἐτοποθετήσαμε δύο πολυβόλα τσέχικα στὰ ἄκρα καὶ δύο πολυβόλα FN MAG στὸ κέντρο. Ἀντιαρματικὰ δὲν διεθέταμε. Δεξιά μας εὑρίσκετο τὸ ὑδραγωγεῖο. Ἐμπρὸς μία ἀναπεπτασμένη πεδιάδα καὶ τὸ ὕψωμα. Δυτικότερα ὁ Ἄρωνας. Ἀνατολικότερα καὶ βόρεια ἡ Ἀθηένου.

Ἕνας ἄνδρας τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν μᾶς πλησιάζει. «Τί κάνετε ἐδῶ; Ἀπέναντι ἔχει πολλοὺς Τούρκους.». Καθὼς συνῳμιλούσαμε πέφτει τὸ πρῶτο βλῆμα. Αὐτὸς μᾶς χαιρετᾶ καὶ φεύγει. Εἰσήλθαμε στὰ σπίτια, ἤπιαμε τὸν καφέ μας, ῥίξαμε νερὸ ἐπάνω μας νὰ δροσισθοῦμε καὶ περιμέναμε. Οἱ ὅλμοι ἔπεφταν στὸν γάμο τοῦ Καραγκιόζη.

Μόλις ἔπαυσαν οἱ ὅλμοι ἄρχισε τὸ μπουλοῦκι νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸ ὕψωμα. Τοὺς παρακολουθοῦσα μὲ διόπτρες ποὺ ηὗρα στὸ χωριό. Ὅλοι εἶχαν ξεκάθαρη ἐντολὴ νὰ μὴ βάλουν παρὰ μόνον μετὰ ἀπὸ δικό μου σύνθημα. Πυρομαχικὰ εἴχαμε ἀρκετά.

Ἐπλησίασαν στὰ 200 μέτρα. Ἔρχονταν σχεδὸν παρελαύνοντας. Ἁρχίσαμε μὲ τὰ πολυβόβλα καὶ τὰ καλάσνικωφ. Ἔγινε χαμός. Μεταβολὴ κι ἄτακτος φυγή. Συνεχίσαμε νὰ τοὺς κτυποῦμε. Ὅλα αὐτὰ ἐκράτησαν δέκα λεπτά. Ἀρκετὸς χρόνος γιὰ νὰ σκεπασθῆ ἡ πλαγιὰ μὲ νεκρούς.

Ἀρχίουν καὶ πάλι ἀπὸ τὸ ὕψωμα μὲ ὅλμους, ΠΑΟ καὶ πολυβόλα. Μετὰ ἀπὸ μισῆς ὥρας σφυροκόπημα ἐπετέθησαν καὶ πάλι. Ἐγύρισα σὲ ὅλα τὰ σπίτια. Οὐδεὶς τραυματίας.

Ὁ ἀξιωματικὸς τῶν Τεθωρακισμένων, τοῦ ὁποίου ἤμασταν ὑπὸ διοίκησι, ἐρωτᾶ ἀπὸ τὸν ἀσύρματο γιὰ τὸ τί συμβαίνει.

  • -«Δεχόμαστε ἐπίθεσι» ἀπαντῶ.  
  • – «Νὰ ὑποχωρήσετε πρὸς Ποταμιᾶ», διατάζει»,
  • -«Γιατί νά ὑποχωρήσουμε; Ἀφοῦ κρατᾶμε τὸ χωριό.».
  • -«Ἀνθυπολοχαγὲ νὰ κάνῃς αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω γιατί θὰ σὲ στείλω στὸ στρατοδικεῖο.».
  • «Νὰ μὲ στείλετε. Ἐμεῖς θὰ πολεμήσουμε μέχρι τὴν τελευταία σφαίρα.».

Διέκοψα γιατί οἱ Τοῦρκοι ἐν τῷ μεταξὺ κατέβαιναν καὶ πάλι. Ἕνα τσοῦρμο σὲ ἐπίθεσι. Ἄρχισαν τὰ πολυβόλα μας. Δίπλα ὁ καταδρομέας μὲ τὸ FN σὲ ῥύθμισι βολὴ κατὰ βολή. Κάθε ἕναν Τοῦρκο ποὺ κτυποῦσε ἀναφωνοῦσε: «Μπίγκο». Τὸ ἀσκέρι μεταβολὴ καὶ πίσω στὸ ὕψωμα.

Ὁ ἀξιωματικὸς τῶν Τεθωρακισμένων ξανὰ ἀπὸ τὸν ἀσύρματο μὲ ἀπειλὲς γιὰ ὀπισθοχώρησι. Ἀκολουθεῖ ὁ διοικητής μας:

  • «Τί γίνεται ῥέ Γεωργιάδη;»
  • «Κύριε Διοικητᾶ, εἴμαστε ὀχυρωμένοι. Πυρομαχικὰ ἔχουμε. Οὐδὲ μία ἀπώλεια. Πολεμοῦμε. Κρατᾶμε.»
  • «Νὰ μείνετε νὰ πολεμήσετε.».

Ὕστερα ἀπὸ λίγο ξεκινοῦν καὶ πάλι τὰ βλήματα ΠΑΟ, πυροβόλα, ὅλμοι. Μεσημέρι, Τὴν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ἔρχεται ἕνα αὐτοκίνητο ἀπὸ τὴν Μοίρα. Ὁ Ἀνθυπολοχαγὸς Νεοπτολέμου, μὲ πρωτοβουλία δική του, μᾶς φέρνει πυρομαχικὰ καὶ καρπούζια.

Ἐπίθεσις καὶ πάλι. Ἐπανάληψις. Τὸ πεζικὸ κατεβαίνει. Στὰ 200 μέτρα, στὰ 150 μέτρα, στὰ 100 μέτρα. Ἀτσάλι καὶ πάλι. Μακελειό. Μία μικρὴ ὁμάδα, ποὺ ἐγλύτωσε, μπῆκε σὲ μίαν μάνδρα στὰ δεξιά μας. Τοὺς ἐκυκλώσαμε καὶ τοὺς ἐξουδετερώσαμε.

Ἀριστερά μας, ἀπὸ τὴν Τύμπου, κονιορτὸς ἁρμάτων. Ἀπὸ τὸν ἀσύρματο λαμβάνουμε διαταγὴ ὀπισθοχωρήσεως. Κίνδυνος κυκλώσεως. Ἔμεινα πίσω μὲ τὸν Χατζημιχαὴλ κι ἐπαγιδεύσαμε τὸν χῶρο. Ξεκινήσαμε ἀμέριμνα πρὸς τὰ δυτικά. Ἐγκατασταθήκαμε λίγο πιὸ κάτω.

Μία διμοιρία τρελλῶν ἀντιμετώπισε 17 ἅρματα, τεθωρακισμένα κι ἕνα Σύνταγμα.

Ἀνάπαυλα. Ἐσκάψαμε μὲ τὶς ξιφολόγχες νὰ εὕρουμε στεγνὸ χῶμα γιὰ νὰ κοιμηθοῦμε τὸ βράδυ. Ἦταν Αὔγουστος καὶ κάθε μεσημέρι ἔβρεχε. Οὔτε ἕνα δένδρο. Καυτὸς ἥλιος τὸ πρωΐ, βροχὴ τὸ μεσημέρι.

Κάποτε μᾶς ἔστελναν καὶ κάποια κονσέρβα «Καρίνα». Τὰ βράδια μετρούσαμε τὰ φῶτα τοῦ χωριοῦ. Ἦσαν 107. Ἐμείναμε ἐκεῖ γιὰ ἀρκετὸν καιρό. Οὐδὲς ἐρχόταν νὰ μᾶς ἀντικαταστήσῃ. Καθόμασταν κι ὀνειρευόμασταν μὲ τὸν Μάκη. Ἐγὼ ἔλεγα: «Ῥὲ παιδιὰ νὰ εἴχαμε ἕνα ταψὶ γαλακτομπούρεκα!». Ὁ Μάκης ἤθελε ψητὸ κι ὁ Εὐτύχιος ἕνα εὐρωπαϊκὸ ἀποχωρητήριον.

Κάποιο βράδυ ἀκοῦμε πίσω μας θόρυβο στὰ καλάμια. Συναγερμός. Μᾶς ἐκύκλωσαν οἱ Τοῦρκοι; Ἀναμένοντες μὲ τὸ χέρι στὴν σκανδάλη βλέπουμε ἕναν δικό μας ποὺ ἐστείλαμε στὸ Γέρι γιὰ ὑλικά, ἕτοιμο νὰ λιμοθυμήσῃ ἀπὸ τὸ γέλιο. «Δὲν θὰ πιστεύσετε», μᾶς λέει, «ἀλλὰ ἦλθαν νὰ μᾶς ἀντικαταστήσουν. Μοῦ ἔδωσαν ἕναν λόχο πεζικαρέους ἀπὸ τὸ Γέρι καὶ τοὺς φέρνω ἐδῶ καὶ 500 μέτρα ἕρποντας. Τοὺς εἶπα πὼς ἐὰν σηκώσετε κεφάλι οἱ Τοῦρκοι ξεκινοῦν νὰ πυροβολοῦν.».

Τὴν ἄλλην ἡμέρα φεύγαμε γιὰ τὸν Κακομάλλη.»

Κωνσταντῖνος Δημητριάδης

Leave a Reply