Ὁ ἐν τῇ λέξει λανθάνων ὁμηρικὸς λόγος. (Μυκῆναι)

Μυκῆναι. Ἡ ἀκρόπολις τοῦ κράτους τοῦ Ἀγαμέμνονος.

Μυκῆναι                Σελὶς Ο. Λ. Πανταζίδου              §
Μ μέγαρον                           408                                δ
υ ὑψηλὸν                             657
κ Κύκλωπες                        379
ῆ ἤραρον                               93                               Α2
ν νόσφι                                 446                               1
α Ἄργεος                               95                           1α – β
ι ἱπποβότοιο                       321 

«Ἀνάκτορον ὑψηλὸν διὰ συναρμογῆς οἰκοδόμησαν οἱ Κύκλωπες πλαγίως ἢ παράμερα τοῦ ἱπποτρόφου Ἄργους.»

Μετὰ ἀπὸ 5.088 ἔτη, ἐκ τῆς λήξεως τοῦ τρωικοῦ πολέμου, ἔφθασεν ἡ ὥρα ἵνα ἑρμηνευθῇ ὁ κῶδιξ Μυκῆναι ἐκ τῶν ἰδίων γραμμάτων του. Οὐδεὶς ἐφαντάζετο λοιπὸν ὅτι τὸ προομηρικὸν ὄνομα Μυκῆναι ἐμπεριέχει δομικὰς πληροφορίας τῶν κατασκευαστῶν Κυκλώπων καὶ γεωγραφικὰς πληροφορίας, καθ᾿ ὅ,τι αἱ Μυκῆναι σαφῶς προσδιορίζονται κείμεναι νόσφι (πλαγίως) ἐκ τοῦ ἱπποβότοιο (ἱπποτρόφου) Ἄργεος.

Πανταζίδης Ἰωάννης. Ὁμηρικὸν λεξικόν. Μυκήνη, σελὶς 433
«Μυκήνη, ἡ, θυγάτηρ τοῦ Ἰνάχου, γυνὴ τοῦ Ἀρέστορος, ἐξ ἧς κατὰ τὸν μῦθον ὠνομάσθη ἡ πόλις Μυκήνη, ὀδ. β 120.
Μυκήνη καὶ Μυκῆναι, ἑνικὸς καὶ πληθυντικός, πόλις τῆς Ἀργολίδος, καθέδρα τοῦ Ἀγαμέμνονος, ἐπὶ μὲν τῶν Τρωικῶν ὀνομαστὴ διὰ τὰ πλούτη, μετέπειτα δὲ διὰ τὸν θησαυρὸν τοῦ Ἀτρέως καὶ τὰ κυκλώπεια τείχη της. Μέχρι τῆς σήμερον σώζονται ἀξιόλογα ἐρείπια τῶν ἀρχαιοτάτων αὐτῆς μνημείων παρὰ τὸ χωρίον Χαρβάτι ΙΛ. Β 569, ἑνικὸς ΙΛ. Δ 52. Ἐκ τοῦτου τὸ ἐπίῤῥημα Μυκήνηθεν, ἐκ Μυκηνῶν, ΙΛ. Ι 44, καὶ τὸ ἐπίθετον Μυκηναῖος, η, ον, ΙΛ. Ο 638, 643.
Ἐτυμολογεῖται πιθανῶς παρὰ τὸ μυχός, διότι ἐν τῷ μυχῷ τῆς πεδιάδος τοῦ Ἰνάχου κεῖται ἡ πόλις, κατὰ τὸν Ε. Κούρτιον· κατ᾿ ἄλλους δὲ παράγεται ἐκ τοῦ μύκης μανιτάρι, ἢ ἐκ τοῦ μυκάομαι, ἢ ἐκ τοῦ ΜΥΚ -, μυκτήρ.»

Ὁ κῶδιξ Μυκῆναι ποιήθη ἐξ Ἐλλήνων γραμματικῶν τῆς ἐποχῆς Περσέως τοῦ υἱοῦ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δανάης, θυγατρὸς τοῦ Ἀκρισίου. Κατὰ δὲ τὸν μῦθον ἡ Μυκήνη (ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἰνάχου ἄν ποτὲ ὑπῆρξεν) ἔδωκε τὸ ὄνομά της, ποὺ οὐδὲν σημαίνει, εἰς τὴν νεόδμητην ἀκρόπολιν Μυκήνην, μᾶλλον τὸ ἀντίθετον ἐγένετο. Ἡ γυνὴ Μυκήνη ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἐκ τῆς ἀκροπόλεως, ὁ κῶδιξ εἶνε ἀποκλειστικῶς πεποιημένος διὰ τὴν ἀκρόπολιν Μυκήνην ἄνευ ἐτύμου.
Ὁ Κούρτιος γράφει ὅτι ἐν τῷ μυχῷ τῆς πεδιάδος τοῦ Ἰνάχου κεῖται ἡ Πόλις ἔχει ἄδικον, τοὐναντίον ἐπὶ ὑψώματος ὄρους κεῖται ἡ Ἀκρόπολις διότι πρῶτα αἱ Μυκῆναι ἦσαν Ἀκρόπολις μετὰ Πόλις – Χώρη – Βασίλειον – Κράτος. Κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἀκμῆς τῶν Μυκηνῶν ὁ πληθυσμὸς ἦτο διῃρημένος εἰς κώμας καὶ συγκεντρωμένος περὶ τὴν Ἀκρόπολιν μὲ τὰ κυκλώπεια τείχη.
Ἄλλοι ὑποστηρίζουν πάλι πὼς τὸ ὄνομα Μυκῆναι παράγεται ἐκ τοῦ μύκης (μανιτάρι) ἢ καὶ ἐκ τοῦ ῥήματος μυκάομαι – ῶμαι, ὅπως μουγκρίζουν τὰ βόδια! Τοῦτο ἀνάξιον σχολιασμοῦ, καθ᾿ ὅτι αἱ θέσεις εὐτελεῖς.

Ὁ κῶδιξ Μυκῆναι καταῤῥίπτει τὴν θεωρίαν περὶ ἀνυπαρξίας γραμμάτων καὶ φθογγικῆς γραφῆς ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων, ὅμως χρῆσις τῶν γραμμάτων ἐγένετο ἐπὶ χιλιάδας ἔτη πρὶν τὰ τρωικὰ καὶ δὲν ἀποτελῇ ἔκπληξιν, διὰ τοῦτο ὁ Ὀδυσσεύς (Ὅμηρος) μᾶς πληροφορεῖ εἰς τὴν ΙΛ. Ζ 119 – 236.
Πρόκειται περὶ τῆς συναρπαστικῆς ἱστορίας, ἥτις ἐξειλίχθη εἰς τὸ τρωικὸν πεδίον τῶν μαχῶν πρὶν ἔλθουν εἰς μονομαχίαν ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὁ υἱὸς τοῦ Τυδέως ὁ Διομήδης βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὁ υἱὸς τοῦ Ἱππολόχου ἡγεμὼν τῶν Λυκίων Γλαῦκος. Ἡ ἱστορία ἀναφέρεται εἰς τὴν Ἄντειαν τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Λυκίας Ἰοβάτου καὶ γυνὴ τοῦ βασιλέως Προίτου τῆς Τίρυνθος.

Ἡ Ἄντεια λοιπὸν παρηνώχλησε ἐρωτικὰ διὰ φιλότητα, ἤτοι διὰ συνουσίαν τὸν Βελλεροφόντην (πατὴρ Ἱππολόχου καὶ πάππος Γλαύκου). Διέβαλε ὅμως ἐκεῖνον εἰς τὸν σύζυγον Προῖτον. Τοῦτος ἀπέφυγε νὰ τὸν ἀποκτείνῃ ἐπειδὴ τὸ ἐθεώρησεν ἀνόσιον καὶ τὸν ἔπεμψεν εἰς Λυκίην εἰς τὸν πενθερόν του Ἰοβάτην, ἐγχειρήσας πτυσσόμενον πίνακα καὶ ἐντὸς πολλὰ ἔγραψεν σήματα λυγρά, ἤτοι θλιβερὰ ψυχοφθόρα γράμματα, νὰ τὰ δείξῃ τὸν διέταξε, διὰ ν᾿ ἀπολεσθῇ!

Πρωΐα. Ἐπίτομον ἐγκυκλοπαιδικὸν λεξικόν. Μυκῆναι, σελὶς 1.543, ἐπιλογή.
«Πόλις ἀρχαιοτάτη τῆς Πελοποννήσου εἰς ΒΑ. μέρος τῆς ἀργολικῆς πεδιάδος ὑπὸ τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους Τρητοῦ (Ζάρα). Κατὰ τὴν παράδοσιν αἱ Μυκῆναι ἐκτίσθησαν ὑπὸ τοῦ Περσέως ἐγγόνου τοῦ Ἀκρισίου καὶ ἀπογόνου τοῦ Δαναοῦ, .
Ἐφ᾿ ἑξῆς βασιλεῖς τῶν Μυκηνῶν, τοῦ Ἄργους καὶ τῆς Τίρυνθος ὑπῆρξαν ὁ υἱὸς τοῦ Περσέως καὶ τῆς Ἀνδρομέδας Σθένελος καὶ ὁ Εὐρυσθεὺς υἱὸς τοῦ Σθενέλου.»

Ἀριστοτέλης Ντοβόρης

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

0 thoughts on “Ὁ ἐν τῇ λέξει λανθάνων ὁμηρικὸς λόγος. (Μυκῆναι)

Leave a Reply to oxtapusCancel reply