ΣΑΜΠΟΤΑΖ, ἡ ἱστορία μίας λέξεως…

Ἡ λέξη «σαμποτάζ» έχει σχέση μὲ ξύλινα παπούτσια (σαμπό, τσόκαρα), και ἀνεπτύχθη μέσα ἀπὸ τὰ ἐργατικὰ κινήματα τοῦ 19ου αἰῶνος. Ὅμως δὲν προήλθε ἀπὸ κάποια πρακτικὴ παλαιοτέρων ἐργατῶν νὰ πετοῦν τὰ παπούτσια τους σὲ μηχανήματα γιὰ νὰ φρακάρουν τὰ γρανάζια τους. Οὔτε καὶ ὑπάρχει κάποια ἀπόδειξη ὅτι πετάχτηκαν ποτὲ ξύλινα παπούτσια σὲ μηχανήματα.

Κατὰ τὸν J. Spargo (Syndicalism, Industrial Unionism and Socialism, 1913) ἡ γαλλικὴ λέξη sabotage ἐπινοήθη τὸ 1890 ἀπὸ τὸν ἀναρχικὸ Émile Pouget. Ἐνεφανίσθη γιὰ πρώτη φορὰ γραπτῶς σὲ μία ἔκθεση ποὺ ἔγραψε ὁ Pouget μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσης ἀναρχικὸ Paul Delassale τὸ 1897 σὲ συνέδριο τῆς Συνομοσπονδίας Générale du Travail στὴν Τουλούζη.

Στὴν ἔκθεσή τους οἱ δύο ἀναρχικοὶ συνέστησαν νὰ ὑιοθετηθῇ ἀπὸ τὰ γαλλικὰ ἐργατικὰ συνδικάτα μία πολιτικὴ ἐπιβραδύνσεως τῆς ἐργασίας καὶ ἀναποτελεσματικότητος, ποὺ εἶχε χρησιμοποιηθῆ μὲ ἐπιτυχία ἀπὸ Βρεταννοὺς συνδικαλιστές. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ ἦταν εὐρέως γνωστὴ στὴν Βρεταννία ὡς Ca ′Canny, μία φράση ἀπὸ τὴν σκωτσέζικη καθομιλουμένη, ποὺ ὁ Spargo ἀποδίδει ὡς «προχώρα ἀργά» ή «νὰ προσέχῃς νὰ μὴν κάνῃς πάρα πολλά», δηλαδὴ σπεῦδε βραδέως.

Ἀναζητώντας κάποιο γαλλικὸ ἀντίστοιχο γιὰ τὴν ἔκφραση αὐτήν, ὁ Pouget κατέληξε στὴν ἐπινόηση τοῦ οὐσιαστικοῦ sabotage. Ἐβασίσθη στὸ γαλλικὸ ρῆμα saboter, ποὺ ἀρχικὰ σήμαινε τὸ νὰ κάνῃ κάποιος τὸν χαρακτηριστικὸ ἐκεῖνον κρότο περπατώντας μὲ ξύλινα τσόκαρα (sabot).

«Στὴν Γαλλία, καὶ ἰδιαιτέρως στὶς ἀγροτικές περιοχές», συμπληρώνει ὁ Spargo πρὸς ἐπεξήγηση τῆς καταλληλότητος τοῦ ὅρου, «ὑπάρχει ἀπὸ παλαιὰ ἡ συνήθεια νὰ παρομοιάζουν τὸν ἀργὸ καὶ ἀδέξιο ἐργαζόμενο μὲ κάποιον ποὺ φοράει ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικὰ ξύλινα παπούτσια (τσόκαρα)». Εἶναι προφανὲς ὅτι κάποιος ποὺ φοράει τσόκαρα περπατάει πιὸ ἀδέξια καὶ πιὸ ἀργὰ σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνον ποὺ φοράει π.χ. δερμάτινα παπούτσια. Ὁ Spargo προσθέτει ὅτι «ἡ φράση, Travailler a coups de sabots, νὰ δουλέυῃ δηλαδὴ κάποιος ὡσὰν νὰ φοροῦσε τσόκαρα, χρησιμοποιεῖται ἀπὸ παλιὰ γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸν ἀργὸ καὶ ἀδέξιο ἐργαζόμενο.»

Στὰ ἀγγλικὰ ἡ λέξη sabotage πρωτοεμφανίζεται τὸ 1910 σὲ ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς, σχετικὰ μὲ τὴν περίφημη μεγάλη ἀπεργία τῶν Γάλλων ἐργατῶν σιδηροδρόμων τὴν χρονιὰ ἐκείνη. Ἐπειδὴ ἡ λέξη αὐτὴ χρησιμοποιεῖται συχνὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ταραχώδη ἀπεργία τοῦ 1910, κάποιες πηγὲς ἀναφέρουν ἐσφαλμένα ὅτι τὸ σαμποτάζ ἐπενοήθη τότε.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀπεργίας ἐκείνης, ἡ κυβέρνηση ἠρνήθη νὰ ἀνταποκριθῇ στὰ αἰτήματά τους καὶ κατόπιν ἐνέταξε τοὺς ἀπεργοὺς στὸν γαλλικὸ στρατὸ ὥστε νὰ τοὺς ἐπιτάξῃ γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ἐργασία. Τότε ἄρχισαν νὰ συμβαίνουν περίεργα πράγματα, τὰ εὐπαθῆ προϊόντα καθυστεροῦσαν καὶ τελικὰ χαλοῦσαν μέσα στὶς αὐτοκινητάμαξες πρὶν φθάσουν στὸν προορισμό  τους, ἐγίνονοντο λάθη στὰ δρομολόγια ἢ ἀλλαγές, τραῖνα ἔφθαναν σὲ λάθος προορισμό, ὁρισμένα σημεῖα τῶν σιδηροδρομικῶν γραμμῶν χαλοῦσαν καὶ τὰ τραῖνα ἐκτροχιάζιντο, καθὼς ἔκοβαν ταχύτητα γιὰ νὰ μποῦν στοὺς σταθμοὺς ἢ νὰ ἀλλάξουν γραμμές, τὰ χαλασμένα σημεῖα ἔπρεπε νὰ ἐπισκευασθοῦν ξανὰ καὶ ξανά…
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κυβέρνηση ὑπεχώρησε.

Ἡ νίκη ὀφειλόταν σὲ μεγάλο βαθμὸ στοὺς Ἀναρχοσυνδικαλιστές. Μία ἀπὸ τὶς ἠγετικὲς μορφὲς ποὺ ὀργάνωσε τὰ συνδικάτα τῶν κρατικῶν σιδηροδρόμων ἦταν ὁ Georges Sorel, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικοτέρους θεωρητικοὺς τοῦ Ἀναρχοσυνδικαλισμοῦ στὴν Γαλλία.

Ἡ ἐνίσχυση τῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους ἀποτελεῖ τὴν βάση ὅλων τῶν ἀντιλήψεών τους· ἀπὸ τοὺς ὀργανισμοὺς ποὺ τώρα ἐλέγχουν, οἱ πολιτικοὶ ἤδη προετοιμάζουν τὸ πλαίσιο μίας ἰσχυρῆς, κεντρικῆς καὶ πειθαρχημένης ἀρχῆς, ποὺ δὲν θὰ πρέπη νὰ παρεμποδίζεται ἀπὸ τὴν κριτικὴ μίας ἀντιπολιτεύσεως, ποὺ θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν σιωπή, καὶ ποὺ θὰ μεταδίδη τὰ ψέμματά τους.

– Georges Sorel, Σκέψεις γιὰ τὴν Βία (Reflections on Violence, 1906)

Φρούριον
ἀπὸ Φρούριον

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply