Γουνοῦμαι σ’ ἄνασσα

Γουνοῦμαι σ' ἄνασσα
Ομήρου Λέξις: «Γουνοῦμαι σ’ ἄνασσα»,  προσκυνῶ, ἀρχόντισσα.
Ὀδύσσεια ζ 149
Tῖτος Χριστοδούλου

Τρεῖς οἱ γυναῖκες ποὺ προκαλοῦν τὸν Ὀδυσσέα, στὴν κλιμακωτὴ πορεία του μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν παραμυθιῶν, τῶν μυθικῶν ὄντων, θεριῶν καὶ τεράτων, τίς ἀκυρωτικές τῆς ταὐτότητός του προκλήσεις τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς λήθης, τῆς ἀνευθυνότητος καὶ τοῦ φόβου, στὶς ῥαψωδίες ζ ἕως μ, μέχρι τὴν ἐπιστροφή του στὸν πραγματικό του κόσμο, στὴν Ἰθάκη.
Κατώφλι κι ἀβελτηρία γιὰ τὴν ἄφιξι στὴν Ἰθάκη ἡ Σχερία, τὸ νησὶ τῶν Φαιάκων. Ὅπου, σὲ ἀντίστιξι πρὸς τὸν κόσμο τῶν «ἀθεμιστίων», τῶν χωρὶς πόλι καὶ πολιτισμὸ βαρβάρων Κυκλώπων, τῶν καταλυτῶν τῆς ὑψίστης πολιτικῆς ἀρετῆς τῆς φιλοξενίας, φθάνει στὸ ἄλλο ἄκρο: στὸν ὑπερπολιτισμένο, ὑπερφιλόξενο κι ὑπεργενναιόδωρο «γκρίζο», δηλαδὴ φανταστικὰ τέλειο, κόσμο τῶν Γκρίζων ἀνθρώπων: τῶν Φαιάκων.
Μετὰ τὴν μάγισσα Κίρκη καὶ τὴν καλύπτουσα, ἀκυρωτικὴ τῆς ταὐτότητός του θεά,θεᾷ Καλυψώ, τώρα ἡ ἀθώα, παρθενικὴ νεάνις. Ἡ Ναυσικᾶ. Κοινὸ στοιχεῖο καὶ τῶν τριῶν τὸ «λιλαιομένη πόσιν εἶναι», ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν κάνουν ἄνδρα τους. Ἀκόμη κι ἡ ἄβγαλτος παιδούλα, ἡ παρθενική, πριγκηποπούλα Ναυσικᾶ.

Γυμνός, κτυπημένος ἀπὸ τὰ βράχια καὶ τὸ κῦμα, ψημένος στὴν ἁλμύρα τῆς ἀγρίου θαλάσσης, «κεκακωμένος ἅλμη» (137), κεκαλυμμένος – στὰ ἐπίμαχα – μὲ ἕνα φουντωτὸ κλαρί, «ἐκ πυκινῆς ὕλης ..πτόρθον φύλλών» (128).
Θέαμα ἀπειλητικὰ ἀναπάντεχο ποὺ διώχνει τρομαγμένες («τρέσσὰν ἄλλυδις» (138), τίς θεραπαινίδες καὶ φίλες τῆς Ναυσικᾶς ποὺ μὲ παρέμβασι τῆς Ἀθηνᾶς ἑυρίσκει τὸ θάῤῥος αὐτή, μόνη, νὰ μείνῃ νὰ μιλήσῃ μὲ τὸν ὥριμο, σκληρὸ στὴν θωριά, ψημμένο αὐτὸν ἄνδρα. Ὁμοιάζει νὰ τίς πλησιάζῃ σὰν σίγουρο γιὰ τὴν δύναμή του βουνίσιο λεοντάρι ποὺ πλησιάζει βόδια, ἢ πρόβατα στὴν ὀρεινὴ βοσκὴ ἢ ἐλάφια:
«ὡς τε λέὼν ὁρεσίτροφος ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τ’ εἶσ’ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δὲ οἱ ὅσσε
δείεται. Αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ οἵεσσιν
ἠὲ μετ’ ἀγροτέρας ἐλάφους» (130-4).

Κι ὁ Ὀδυσσέας ἀντιμετωπίζει τὴν μεγίστη ἐδῶ πρόκλησι στὴν «ἀμύμονα μήτί» του, νὰ εὕρῃ τὸν μὲ τὸν πιὸ τεχνικὰ σμιλεμένο λόγο, «ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισιν» (143-4), νὰ παρουσιασθῇ στὴν ἀριστοκρατικὴ νεαρά («λίσσοιτο λαβὼν εὐώπιδα κούρην»), καθησυχάζοντάς την πρῶτα καὶ πείθοντάς την νὰ τὸν βοηθήσῃ. Σὲ ἕνα ἔπος ποὺ ἀντιπαραθέτει κι ἀντιμετρᾶ τὸ πολιτισμένο ‘decorum’ ἐνάντια στὴν ἄξεστο, βάρβαρο κι ἀπάνθρωπο ἢ «ὑπάνθρωπο» ἄρνησι καὶ παραβίασί του, ὁ Ὀδυσσεὺς εὑρίσκεται στὴν πιὸ κοινωνικὰ ἀδέξια κατάστασι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εὑρεθῇ. Πρέπει, τώρα, στὴν ἀμύμονα μήτι του νὰ εὕρῃ τὸν τρόπο, ὄχι νὰ σωθῇ κρύβοντας τὴν ἀλήθεια του πίσω ἀπὸ τὸ δόλιο ψέμμα, ὅπως τόσο συχνὰ ἔκαμνε μέχρι τώρα, ἀλλά, ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Διαψεύδοντας τὸ φαινόμενο ποὺ τὸν διαψεύδει, νὰ εὕρῃ στὸν λόγο του τὸν τρόπο, «αἰμυλίοισιν λόγοισιν», νὰ ἀφήσῃ νὰ λάμψῃ ἡ ἀρχοντικὴ ποιότητά του πίσω ἀπὸ τὴν γυμνὴ θωριὰ τοῦ δαρμένου ζώου ποὺ τὴν κρύβει. Κι ὁ λόγος του ξεπερνᾷ τίς ἀπαιτήσεις τῶν παραδόξων περιστάσεων.

Εἶναι ἕνας λόγος ποὺ συνιστᾷ, πράγματι, τὴν πιὸ εὐγενικὴ καὶ πεπολιτισμένη σκηνὴ στὸ ἔπος, ἀφήνοντας διακριτικὰ νὰ διαφανοῦν πίσω ἀπὸ τὴν ἄγρια ὄψι τοῦ σκληραγωγημένου ἥρωος, ποὺ τρομάζει τὰ ἄβγαλτα κοράσια, οἱ ἀρετὲς τῆς εὐγενικῆς ποὺ θέλει νὰ δείξῃ ταὐτότητος τοῦ Ὀδυσσέεως. Στό ‘The Art of the Odyssey’ (Bristol Classical Paperbacks, 1994), o Howard Clarke τὸν ἀναγορεύει ὡς «τὸν πιὸ ῥαφιναρισμένο, ἐκλεπτυσμένο λόγο σ’ ὁλόκληρο τὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία» (p. 52). Καλοφτιαγμένος, προσεγμένος στὴν λεπτομέρεια, χωρὶς κακοτοπιές, εἰλικρινής, εὐγενικός, ἀπόλυτα ἀποτελεσματικός. Δοκιμασμένο: ἡ γυναῖκα πέφτει μὲ τὸ αὐτί, ὄχι τὸ μάτι.

«Γουνοῦμαι σ’ ἄνασσα», προσκυνῶ δέσποινα, εἶναι ἡ εὐγενική, πρώτη προσφώνησις. «Θεά εἶσαι ἢ θνητή;» Κι ἂν τὸ πρῶτο, συνεχίζῃ, «θεὰ ἂν εἶσαι ποὺ ζῇ στοὺς οὐρανούς, ἡ Ἄρτεμις θὰ εἶσαι, ἡ κόρη τοῦ Διὸς ποὺ ἡ ὀμορφιά, ἡ χάρις κι ἡ κορμοστασιά σου παρασταίνουν». Ἕνας ὄμορφος τρόπος νὰ ἐκθειάσῃ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Ναυσικᾶς ταὐτίζοντάς την μὲ παρθενική, νεανικὴ κι ἀθλητικὴ θεά-κόρη κρατῶντας, ἔτσι, τὴν φιλοφρόνησι μακρυὰ ἀπὸ ἐρωτικὲς ὑποδηλώσεις. Ἡ κολακεία, εἰδικὰ στὴν ὀμορφιὰ μιᾶς κοπελλιάς, ποτὲ δὲν μαρτυρᾶται νὰ πῆγε στράφι. Σὲ μιὰ ἑπομένη στροφή, πιὸ κοντὰ στὸν οἰκεῖο, προσωπικό της κόσμο, συνεχίζει ὁ πολύμητις, πονηρὸς Ὀδυσσεύς, μὲ κεντρομόλο ἐστιασμό: «Ἀλλ’ ἄν, ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶσαι μιὰ ἀπὸ τίς θνητὲς ποὺ κατοικοῦν την γῆ, τότε τυχεροὶ εἶναι πράγματι ὁ πατέρας κι ἡ εὐγενική σου μάννα, καὶ τυχερὰ ἐπίσης, καὶ τὰ ἀδέλφια σου».

Ὁ λόγος ἐξοικειώνει φιλικὰ τὸν ὁμιλητὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὰ ζεστά, ἀγαπημένα πρόσωπα τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς Μητρός, ὁμήλικά του ἴσως, ἐνῶ ἡ ἀναγνώρισις στὴν προστασία τῶν ἀδελφῶν ἕλκει ἕναν συνειρμικὸ καθησυχασμὸ στοὺς ὁποίους φόβους της. Μὲ μαεστρία ὁ Ὀδυσσεὺς προχωρεῖ στὴν γέφυρα τῆς γλυκειὰς σιγουριᾶς ποὺ ἁπλώνουν οἱ μνεῖες σὲ σκηνὲς τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς: «Πόσο οἱ καρδιές τους θὰ φωτίζονται ἀπὸ χαρὰ ὅταν βλέπουν τὴν ἀγαπημένη τους νὰ χορεύῃ!»  Μὲ σίγουρη περπατησιὰ ὁ ἐπιδέξιος ἀγορητὴς κτίζει οἰκειότητα στὴν θαλπωρὴ τῆς οἰκογενείας ποὺ ἀνακαλοῦν οἱ περιγραφές του.
Ὁμοιώθης τῷ φοίνικι: «φοίνικος νέὸν ἔρνος»

Κορύφωσιςὁ σαφὴς ὑπαινιγμὸς στὴν παρθενικότητα τῆς ἀγάμου νεανίδος, μέσα ἀπὸ τὴν φιλοφρόνησι «Καὶ πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ ὅλους o ἄνδρας ποὺ μὲ τὰ γαμήλιά του δῶρα θὰ σὲ κερδίσῃ γιὰ τὸ σπίτι του» («ἐδνεσσι βρίσας οἰκόνδ’ ἀγάγηται», 159).
Πιὸ κοντὰ σὲ ὅ,τι ἡ κοπελλιὰ κρατεῖ πιὸ πολύτιμο στὴν καρδιά της δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθῃ, ἐνῶ ταὐτοχρόνως ντύνει τὴν τολμηρὴ ἀναφορὰ στὸ εὐγενικὸ βελοῦδο τῆς ἐκφράσεως τοῦ πιὸ ἀπολύτου σεβασμοῦ: «Ποτὲ δὲν εἶδα τέτοια ὀμορφιά, σὲ ἄνδρα ἢ γυναῖκα: μὲ «σέβὰς» σὲ θωρῶ» («σέβὰς μ’ ἔχει εἰσορόωντα», 161).
Ἀριστουργηματικός, μὲ γέφυρα τὸ«σέβας» περνᾶ, γιὰ νὰ τὸ ἐντείνῃ κι ἐπιβεβαιώσῃ, στὸ ἱερὸ νησὶ τῆς Δήλου. «Ἐκεῖ, ἡ φιλοφρόνησις στὴν ὀμορφιά της λειαίνεται ἀπὸ τοὺς πιθανοὺς κινδύνους της στὴν σύνδεσι μὲ τὸν Ἱερὸ χῶρο τοῦ Ἀπόλλωνος: ἀφοῦ ὁ ὁμιλητὴς ἐμφανίζεται κι εὐσεβής, ἐνῶ κερδίζει σὲ ποιητικότητα μὲ τὴν παρομοίωσις τῆς κοριτσίστικης ὀμορφιᾶς μὲ φοινικιά», ποὺ εἶχε δεῖ στὸν χῶρο («φοίνικος νέὸν ἔρνος», 163).

Θυμόμαστε τὸ ἀρχέτυπο τῆς παρομοιώσεως τῆς ὄμορφης γυναίκας μὲ «φοίνικα» κι ἀπὸ τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων: «ὁμοιώθης τῷ φοίνικι». Εὐλυγισία, λεπτὴ γραμμὴ ἀλλὰ κι ἡ ἁγνότητα τῆς διαφυγῆς στὰ ὕψη του; Ἡ ἀναφορὰ στὴν Δῆλο, ὅπου «εἶχε εὑρεθεῖ μὲ τοὺς ἄνδρες του», περνοῦν διακριτικὰ στὴν Ναυσικᾶ τὴν ἐγκωμιαστικὴ γι’ αὐτὸν πληροφορία ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιου εἴδους στρατιωτικὸ διοικητή, ἄνδρα μὲ δύναμι καὶ κῦρος. Ταὐτοχρόνως ἐκκαλοῦν καὶ τὴν συμπάθειά της, ἀφοῦ ἡ ἐκεῖ ἐκστρατεία περιγράφεται νὰ εἶχε κακὸ τέλος, σχεδὸν μοιραῖο γι’ αὐτόν.
Κι ὅμως, ὁ σκληρὸς αὐτὸς στρατηγός, εἰκόνα ποὺ δικαιολογεῖ φιλοφρονητικὰ τὴν βασανισμένη θωρηά του πληγιασμένου ἄνδρα ἐμπρός της, εἶναι ἕνας εὐαίσθητος ἄνδρας ποὺ μέσα στὴν ἀμάχη μπορεῖ νὰ κλέψῃ χρόνο γιὰ νὰ θαυμάσῃ ἕναν τόσο ὄμορφο βλαστό. Ἕνας στρατιώτης μὲ ψυχή. Ἡ παρομοίωσις δουλεύει ἀντίστροφα, ἀφοπλισμένη κι ἀκίνδυνος: ὅπως τώρα, κτυπημένος ἀπὸ τόσες κακουχίες εὑρίσκει ἔννοια καὶ τρόπο τόσο «εΰξοο», καλοπελεκημένο, νὰ θαυμάζῃ τὴν φοινικιὰ Ναυσικᾶ ποὺ βλέπει! Ὁ ἄνδρας αὐτός, ποὺ τόσο ἡ ἄγρια μέσα στὴν ἀγριάδα μορφή του τίς κοπελλιὲς τρομάζει εἶναι ἡ εὐγενικὴ μορφὴ ποὺ μπορεῖ νὰ παρουσιάσῃ στοὺς γονεῖς της. «Ἄνασσα ἐλέαιρε!» (174). Ὁ Ὀδυσσεὺς ἱκέτης, ἐπανερχόμενος μὲ σαφέστερο, οὐσιαστικὸ περιεχόμενο στὸ τυπικότερο ἀρχικὸ «γουνοῦμαι». «Δὸς δὲ ῥᾶκος ἀμφιβαλλέσθαι» (178). Ἰδοὺ γυμνὸς εἰμί, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω. Τὸ ὑποδεικνύει. Νὰ ἐννοήσουμε καὶ τὸ «τὸν νυμφῶνα σου βλέπω»;

Κι ἡ Ναυσικᾶ ἐκτείνει στὸν γυμνὸ κι ἀνήμπορο, σὰν βρέφος μπροστά της ἄνδρα, τὴν μητρική της προστασία. Ἀναλαμβάνοντας τὸ πλύσιμο καὶ ντύσιμό του, μὲ μητρικὴ προστατευτικότητα, μέσα στὴν ὁποία, ξεγελῶντας την ἀφοπλιστικά, γεννιέται ἡ δική της γυναικεία ἐπιθυμία: τὸ δικό της, τυπικὸ γιὰ τίς γυναῖκες ποὺ παρεμβαίνουν σωστικά – ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς σαγηνευτικῆς ἀκυρώσεως – στὴν πορεία ἐπιστροφῆς τοῦ Ὀδυσσέως, «λιλαιομένη ποσὶν εἶναι».
Ἡ αἰδὼς τοῦ Ὀδυσσέως νὰ λουσθῇ γυμνὸς ἐμπρός της, «αἰδέομαι γὰρ γυμνοῦσθαι κούρησιν μετελθών» (221-2), φέρνει τὸν νοῦ, κι ὑπαινίσσεται τὴν ἐπιθυμία σ’ αὐτὸ ποὺ αἰδημόνως ἐπιχειρεῖ νὰ κρύψῃ, λουόμενος τοὺς ὤμους του μόνος του:
«ὄφρ’ ἐγὼ αὐτὸς
ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι».

Κι ἡ μεταμόρφωσις, μὲ τὸ λουτρὸ καὶ τὸ λάδι τοῦ ἥρωος, ἀναπόφευκτο φέρνει τὸ ἐρωτικὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ ὁμολογεῖ στὶς φίλες «ἀμφιπόλους» ἡ ἰδία: «προσθέν μοῖ ἀεικέλιος δέατ’ εἶναι
νῦν δὲ θεοίσιν ἔοικε εἶναι» (242-3).
Στίχος ποὺ φέρνει στὸν νοῦ τὸ ἐπιθαλάμιο τῆς Σαπφοῦς: «φαίνεταί μ’ ἴσος θεοῖσιν ἐκεῖνος». Ἡ ἄβγαλτος, ξαφνιασμένη παιδούλα ἔχει σὲ μιὰ συνάντησι ζήσει τίς τρείς της γυναίκας ἡλικίες: τὴν παρθενικὴ ἀθωότητα, τὴν μητρικὴ προστατευτικότητα, τὴν ἐρωτικὴ τῆς γυναίκας ἐπιθυμία: «αἱ γὰρ ἐμοῖ τοιόσδε ποσὶς εἶναι κεκλημένος εἶναι!»

Κίρκη, σὲ ἄνδρα ἐπιθυμητὸ βλέποντας τὴν μεταμόρφωσι τῆς ἔγνοιας της, καὶ τῆς ἰδίας ὡς «λιλαιομένης», Καλυψὼ ποὺ ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ δίδει καὶ τὸ πλοῖο, ἡ «νήιος» στὸ ὄνομα Ναυσικᾶ εἶναι ἀπὸ τίς τρεῖς, ἡ πιὸ ἀνθρώπινος, πιὸ παρθενική, πιὸ ἰδανική. Ἡ πλησιεστέρα, στὴν πραγματικότητά της, βαθμίδα πρὸς τὴν Πηνελόπη. Μιὰ «φανταστικὴ» σὰν ὀπτασία κοπέλλα. Ἀπὸ ἕναν κόσμο, ποὺ θὰ μᾶς γνωρίσῃ, τόσο τέλειο, σὰν ἐκείνη. Ἀνάμεσα σὲ φαντασία καὶ πραγματικότητα, τὸ τελευταῖο νησὶ στὶς κεντρικὲς ῥαψωδίες τῶν «μυθολογουμένων» ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα παραμυθιῶν» γιὰ τίς πέρα ἀπὸ τὸ πραγματικὸ περιπέτειές του, ἕνας παραμυθένια ὁ ἴδιος τέλειος, γκρίζος κόσμος. Σὰν τὸ δυστοπικὰ τέλειο «Νησὶ» τοῦ Huxley. Ὁ τῶν Φαιῶν, γκρίζων, ἀνηρωϊκῶν στὴν εὔκολο εὐμάρεια τους ἀνθρώπων: ὁ κόσμος τῶν Φαιάκων, ἡ νῆσος τῶν μεγάλων κτιρίων καὶ τῶν τραπεζωμάτων «τείχη ὑψηλά, θαῦμα ἰδέσθαι» (ἡ 45), καὶ δώδεκα ἀρνιά, ὀκτὼ χοῖροι καὶ δύο βόδια σφαγμένα γιὰ τὴν σούβλα τοῦ τραπεζώματος (ἡ 59-60), του «σούβλα καὶ τοῦβλα» ἂν πηγαίνῃ καὶ σ’ ἄλλα, πιὸ κοντινὰ νησιά, ὁ νοῦς σας..

Ποὺ χρήσιμα, ὅμως, στὴν οἰκονομία τῆς Ὀδυσσείας, γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, ὅπως τὸ λέει καὶ τὸ καραβίσιο ὄνομα τῶν ἰδίων τῶν καλεσμένων στὸ τραπέζωμα τοῦ Ἀλκινόου Φαιάκων, τῆς ἰδίας τῆς Ναυσικᾶς, εἶναι ἕνας κόσμος ναυτικῶν, ἕνας κόσμος «ἐϋσέλμων» ποντοπόρων. Μὲ τὸ νηολόγιο τῶν ὀνομάτων τους, ὁ Πρωρεύς, ὁ Ἐρετμεύς, ὁ Ποντόνοος, ὁ Ἀκρόνεως, ὁ Ωκύαλος, ὁ Ἐλατρεύς, ὁ Ναυτεὺς καὶ ὁ Πρυμνεύς, ὁ Θόων κι ὁ Ἀναβησίνεως, ὁ Ἀμφίαλος (θ 111-4 καὶ ἡ καραβίσια, τέλος, «Ναυσικᾶ» ὁρίζουν τὸ νησί τους στὴν οἰκονομία τῆς Ὀδυσσείας ὡς «πλοῖο» γιὰ τὴν Ἰθάκη, «πόντῳ ἐλαυνέμεν» (ζ 109).
«Νῆα πρωτόπλοον» (ἡ 35), ποὺ μαρμαρώνει, ὅμως, τιμωρητικὰ στὸ λιμάνι τῆς Σχερίας ὁ Ποσειδῶν, μετὰ τὸ νυκτερινὸ ταξείδι τοῦ κοιμωμένου Ὀδυσσέως: οἱ δρόμοι τῆς θαλάσσης ἔχουν κλείσει, πιά, γιὰ τὸν Ὀδυσσέα.
Νέα Τροία, πρέπει νὰ ξανακερδίσῃ τὴν Ἰθάκη, τὴν Πηνελόπη…

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply