Ἡμέρες τοῦ Ἀκαπούλκο

Όπως θα έχουν διαπιστώσει οι αναγνώστες μου, είμαι άνθρωπος με περιπετειώδη ιδιο­συγκρασία και με έντονη ροπή προς την πολυτελή δίαιτα. Συνεπώς έχω αποθησαυρίσει πολλές ταξι­διωτικές και γαστριμαργικές εμπειρίες. Σε μια επο­χή, λοιπόν, που εδώ στην Ελλάδα «δέναμε τα σκυ­λιά με τα λουκάνικα», προκειμένου να καλλιεργήσω τα ισπανικά μου στη μεξικανική τους εκδοχή, βρέ­θηκα στο Ακαπούλκο.

Μόλις, χάρη στον κινηματογράφο, είχε αποκτή­σει την τρομερή διασημότητα που διατηρεί μέχρι σήμερα.  Η Κοστερά Αλεμάν, η παραλιακή λεωφό­ρος ήταν γεμάτη από τουριστικά και ιδιωτικά αυτο­κίνητα. Σμήνη τουριστών περπατούσαν θορυβωδώς στην προκυμαία, απολαμβάνοντας τα «ταμάλες», κέικ από καλαμπόκι, και τα «όχι ντι βενάδος» έναν περίεργο σπόρο που μοιάζει με μάτι βοδιού και θε­ωρείται πανίσχυρο φυλακτό. Κατά την άποψη ενός γέροντα πωλητή ήταν το πιο αποτελεσματικό θερα­πευτικό για τις αιμορροΐδες!

Έμενα τότε σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχειακό συγ­κρότημα, λίγο πιο έξω από το Ακαπούλκο, που για να μείνεις εκεί δεν κοιτάς το λογαριασμό. Στο «Λας Μπρίζας» είχαν περάσει το μήνα του μέλιτος ο Τζων Κέννεντυ με την Τζάκυ. Εγώ έμενα σ’ ένα δω­μάτιο πνιγμένο στους ιβίσκους, στις πικροδάφνες και στις μπουκαμβίλιες. Από το μπαλκόνι μου είχα υπέροχη θέα προς τη θάλασσα με τα γιώτ και προς τις γύρω πλαγιές τις κατάφυτες από βίλλες. Κάτω στην παραλία υπήρχε το φημισμένο εστιατόριο «Λα Κόντσα» που το είχαν κάνει διάσημο ως πελάτες ο Αγά Χαν και ο Έρολ Φλυν. Έφθανες σ’ αυτό μέσα από φιδογυριστά δρομάκια με κάτι λευκορρόδινα τζιπάκια. Εύρισκες στο «μενού» ό,τι μπορούσε να προσφέρει ο Αλλάχ στους πιο ηρωικούς Ταλιμπάν την πρώτη νύκτα της εγκαταστάσεώς τους στον πα­ράδεισο. Εγώ, μανιώδης ιχθυοφάγος, προτιμούσα τα βραστά καβούρια, τα λαχταριστά λιθρίνια, τα κα­λαμάρια με μια πικάντικη σάλτσα και κυρίως τον μαριναρισμένο ξιφία. Δεν απέκλεια βέβαια και το φι­λέτο από τρυφερά μεγαλωμένο ταύρο. Εκεί που υπήρξα αρνητικός ήταν η τεκίλα, που, αν την ήξερε ο Κανάρης, θα την είχε χρησιμοποιήσει ως εύφλε­κτη ύλη στο πυρπολικό του.

Ως άνθρωπος της περιπέτειας, με πλαστικό σκά­φος που είχε γυάλινο πάτο, πήγαινα για υποβρύχιο ψάρεμα στα ανοιχτά του κόλπου, ανάμεσα στο νησί και στην Καλέτα μπητς, στο σημείο όπου έχει τοπο­θετηθεί στο βυθό το άγαλμα της Παναγίας της Γουαδελούπης. Το κεφάλι της Παναγιάς βρίσκεται ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Δεν περ­νούν από το σημείο αυτό μεγάλα σκάφη. Με τη χάρη της Παναγιάς χτυπούσα ψάρια πολλά που τα χάριζα στους κηπουρούς, οι όποιοι είχαν σαν αποστολή να «ραντίζουν» τις πισίνες καθημερινά με κίτρινους, ροζ και κόκκινους ιβίσκους. Εδώ κολυμπούσαν σαν νεράιδες κάτι πανύψηλες και καλλίγραμμες Αμερικάνες που μου θύμιζαν την Έστερ Γουίλιαμς. Με ένα χρωματιστό ποτήρι γεμάτο με κοκτέιλ «Μαργαρίτα» περπατούσα ανάμεσα στα κιόσκια και όταν έβλεπα κάποιες υπάρξεις που παρέπεμπαν στη Ντόροθυ Λαμούρ ή στην Ολίβια ντε Χάβιλαντ, τις χαιρετούσα λέ­γοντας «σαλούδ». Κι αυτές με αντιχαιρετούσαν με ένα χαμόγελο σαν ανοιξιάτικη αυγή.

Επειδή έδινα στους σερβιτόρους γερό «μπαξίς», μου είχαν γνωρίσει τα πιο δροσερά «ουρί» των μεξι­κανικών παραδείσων. Ω τι θεσπέσιοι χοροί, ω τι θε­σπέσιοι σκοποί! Εκείνοι οι περίτεχνοι λαρυγγισμοί: «Α για, για, παλόμα»! Τότε είχα γνωρίσει και την ξακου­στή Έϊντυ που το τραγουδούσε με ένα μεξικανικό τρίο. Οι τρίλιες του θα έκαναν κι αηδόνι να ζηλεύει.

Είχε έλθει, νέος τότε, και ο Αλ Πατσίνο αλλά είχα λίγα λόγια μαζί του. Ήταν νευρωτικός και αθυ­ρόστομος και τα ιταλικά του ήταν ανυπόφορα. Αντίθετα κάναμε χρυσή παρέα με τον Φρανκ Σινάτρα. Του είπα πως τον ζήλευα από μικρός όχι για το τραγουδιστικό του ταλέντο, αλλά γιατί ένας «μπα­σμένος» αυτός είχε κατορθώσει να κάνει νόμιμη σύζυγο το τότε «ωραιότερο ζώο της γης», την Άβα Γκάρντνερ! Ο Φράνκι μού έδειξε τη συμπάθειά του, όταν του είπα ότι είχα επισκεφθεί την πρω­τεύουσα της Μαφίας, το θρυλικό Κορλεόνε και είχα αποτίσει φόρο τιμής στα μνήματα της «φαμί­λια» Μαγκάνο, Λάντσα, Σινάτρα, Ρίτσο και έτερων άλλων. Του άρεσε πολύ και η Συβαριτική φιλοσο­φία μου: Το παν δεν είναι να βγάζεις χρήματα πολ­λά, αλλά να ξέρεις να τα ξοδεύεις καλά.

Με τον Ντάστιν Χόφμαν, που λίγο πέρασε από εκεί, λίγα είχαμε να πούμε. Άνθρωπος μονόχνωτος. Δεν μου ταίριαζε. Αντίθετα, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που τότε ανερχόταν, ήταν χρυσό παιδί. Γυναικάς, αλλά τουλάχιστον μιλούσε τα ιταλικά υποφερτά. Αργότερα τα ξέχασε. Είχαμε ίδια περίπου γαστρι­μαργικά ενδιαφέροντα. Κάποτε μου πρότεινε να πεταχτούμε με μια «Μπουγκάτι», σαν αυτή που έπνιξε την Ισιδώρα Ντάνκαν, σ’ ένα αμερικανικό βουνό και να δοκιμάσουμε τις σπεσιαλιτέ του εστιατορίου που μόλις είχε ανοίξει ο Κλιντ Ήστγουντ.

Κάθησα στο βολάν. Το αμάξι μούγκρισε. Πάτησα δυνατά. Ξαναμούγκρισε. Άρχισα να ταρακουνιέμαι. «Πρόσεχε τις στροφές», μου είπε ο Ρόμπερτ. Δυ­στυχώς, μια «κλειστή» την πήρα πολύ ανοικτά και το αμάξι ξέφυγε από το δρόμο. Έβγαλα ένα μακρό­συρτο «Αχ» και μετά… ξύπνησα! Ξημέρωνε η 1η Απριλίου. Με κυρίευσε βαθειά μελαγχολία. Ούτε στον ύπνο μου δεν χάρηκα την Πρωταπριλιά. Ήλθε μετά και η συμβία μου με νέο χαρτί από κάποια δη­μόσια υπηρεσία, χαρτί με νούμερα πολλά και τότε ξαναείπα «αχ και πάλι αχ».

Σαράντος Καργάκος

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply