Τῆς ξελιγωμάρας…

Τῆς ξελιγωμάρας...

Μία ἀπὸ τὶς πιὸ ὡραῖες σκηνὲς τοῦ παλαιοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου.
Ὁ Μίμης Φωτόπουλος, παιδὶ τοῦ λαοῦ, μεταπολεμικῶς πλουτίσας μεγαλοχασάπης, πείθεται ἀπὸ τὴν οἰκογένεια νὰ ἀφήσῃ τὴν λαϊκὴ μονοκατοικία στὰ ταπεινὰ ἀθηναϊκὰ προάστια ὅπου μένει καὶ νὰ μετακομίσῃ σὲ χαϊρλίδιον διαμέρισμα στὸ Κολωνάκι, τὸ ὁποῖο καὶ τελικῶς ἀποκτᾶ, ἀκουμπῶντας ἕναν τενεκὲ λίρες.

Οἱ ἤδη ἔνοικοι τῆς πολυκατοικίας, ὅλοι ἄνθρωποι καθὼς πρέπει, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προετοιμάζονται ἐντατικῶς νὰ γίνουν Εὐρωπαῖοι, μαθαίνουν τὸ φρικτὸ νέο τῆς ἐγκαταστάσεως λαϊκῶν τύπων στὴν περιοχή τους καὶ πέφτουν σὲ βαθειὰ ἀπόγνωσι. Ἀποφασίζουν λοιπὸν νὰ ποῦν σὰ ἴσα καὶ χωρὶς περιστροφὲς στὸν Φωτόπουλο, ὅτι δὲν εἶναι διόλου εὐπρόσδεκτος στὰ εὐγενῆ ἐδάφη των καί, τὸ καλὸ ποὺ τοῦ θέλουν, νὰ τοὺς κάνῃ τὴν χάρι, νὰ πάρῃ τὸ λαϊκὸ σόι του καὶ νὰ γυρίσῃ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦλθε.

Τὴν κάπως ἄχαρη αὐτὴν ἀποστολὴ τὴν ἀναθέτουν ὁμοφώνως στὸν Μηλιάδη, ἕναν ξεπεσμένο κόντε, ἄβουλο, ἄεργο καὶ τελείως μπατίρη, πλὴν ἀριστοκράτη μὲ τὴν βούλα, ὁ ὁποῖος περνᾶ τὶς ἡμέρες του νηστικός, ψάχνοντας γόπες γιὰ νὰ φτιάξῃ μὲ τὰ ὑπολείμματα καπνοῦ ἕνα τσιγάρο. Ὁ Μηλιάδης βέβαια εἶναι καλὸς ἄνθρωπος καὶ δὲν θέλει νὰ κάνῃ τέτοια πράγματα, ἀλλὰ δέχεται βαρυγκομῶντας μετὰ ἀπὸ τὴν πίεσι τῆς ἐξ ἴσου μονίμως πεινασμένης, ἀλλὰ φαντασμένης κοντέσσας συζύγου του, ποὺ τὸν ἔχει τοῦ χεριοῦ της.

Ἡ μεγάλη στιγμὴ φθάνει ὅταν ὁ Φωτόπουλος, ἀνυποψίαστος γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν, καταφθάνει κεφάτος νὰ ἐπισκεφθῇ ἐθιμοτυπικῶς τοὺς νέους του γείτονες, φέρνοντας μαζύ του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παρακατιανή του οἰκογένεια καὶ μίαν φρέσκια συκωταριά στὴν λαδόκολλα γιὰ πεσκέσι.

Ὁ μονίμως νηστικὸς κόντες Μηλιάδης βλέποντας τὸ ἀνέλπιστον δῶρο παθαίνει σὸκ ἀπὸ τὴν χαρά του καί, ξεχνῶντας τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή του, ἁρπάζει τὴν συκωταριὰ κι ἀρχίζει νὰ ξερογλείφεται. Ἐν ὄψει τῆς ὑποχωρήσεως τοῦ φυσικοῦ ἀρχηγοῦ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἐνοίκους, ποὺ ἔχουν ὅλοι συγκεντρωθεῖ στὸ σαλόνι τῆς κοντέσσας γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν χωρικὸ εἰσβολέα, ἀνακοινώνει τελικῶς στὸν Φωτόπουλο ὅτι ἕνας συκοικιακὸς χασάπης δὲν ταιριάζει ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους καθὼς πρέπει σὰν κι αὐτοὺς κι ὅτι καλὰ θὰ κάνῃ νὰ τὰ μαζεύῃ καὶ νὰ φεύγῃ.

Ὁ Φωτόπουλος τὰ παίρνει στὸ κρανίο ἀπὸ τὴν προσβολὴ καὶ δηλώνει ὅτι, ναι, θὰ φύγῃ καὶ δὲν θέλει σχέσεις μὲ ἀνθρώπους τόσο ἀκαταδέκτους καὶ ὑψηλομύτηδες, σὰν κι αὐτούς. Ἀρνεῖται, ὅμως, νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ σαλόνια τους χωρὶς πρῶτα νὰ πάρῃ πίσω τὸ δῶρο ποὺ ἐκουβάλησε.

Ἡ ἀπαίτησις αὐτὴ προκαλεῖ πανικὸ στὸν κόντε Μηλιάδη, ὁ ὁποῖος βλέπει τὸ ἀνέλπιστον γεῦμα του νὰ κάνῃ φτερά. Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ζωή του ὀρθώνει ἀνάστημα καὶ ἀρνεῖται σθεναρῶς νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ φαγητό.

Ἡ σκηνὴ κλείνει μὲ τὸν ἐξαγριωμένο Φωτόπουλο νὰ κυνηγᾷ γύρω γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι τὸν Μηλιάδη, ποὺ τρέχει νὰ ξεφύγῃ ἀπελπισμένος, κραυγάζοντας καὶ σφίγγοντας γερὰ στὸ στῆθος του τὸ πακέττο μὲ τὴν πολύτιμο συκωταριά.

Δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ αὐτὰ μοῦ ἔρχονταν ξενὰ καὶ ξανὰ προχθὲς στὸ μυαλό, ὅταν ἐδιάβαζα τὰ γεμάτα ἀνησυχία σχόλια γιὰ τὴν προεδρικὴ ἐκλογὴ στὴν Αὐστρία καὶ γιὰ τοὺς κινδύνους γιὰ τὴν δημοκρατία στὴν Εὐρώπη ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται.

Ἕρμιππος Ἑρμιππίου 

εἰκόνα

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply