Δίκη τῶν «ὀκτώ»

Σὰν σήμερα, τὸ 1922, ἀρχίζει ἡ δίκη τῶν ὀκτὼ (πολιτικοὶ καὶ ἀρχιστράτηγος)

Μὲ τὴν ὀνομασία αὐτὴν ἔμεινε στὴν ἱστορία ἡ δίκη τῶν πρωταιτίων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς ἀπὸ ἔκτακτο στρατοδικεῖο, ποὺ συνεκρότησαν οἱ βενιζελικοὶ ἀξιωματικοὶ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1922. Στὸ ἐδώλιο ἐκάθισαν ἑπτὰ πολιτικοὶ καὶ ἕνας στρατιωτικός, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ ἕξι κατεδικάσθηκαν σὲ θάνατο καὶ ἐξτελέσθηκαν.

Ἡ δίκη διεξήχθη ἀπό τις 31 Ὀκτωβρίου ἔως τὶς 15 Νοεμβρίου 1922, στὴν εἰδικὰ διαῤῤυθμισμένη αἴθουσα συνεδριάσεων τῆς Βουλῆς (Παλαιὰ Βουλή). Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δραματικὰ ἐπεισόδια τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ.

Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ κι ἐνῶ ἡ Ἑλλὰς παρουσίαζε εἰκόνα διαλύσεως, ἐξεδηλώθη στρατιωτικὸ κίνημα ὑπὸ τοὺς συνταγματάρχες Πλαστήρα καὶ Γονατᾶ, καθὼς καὶ τὸν ἀντιπλοίαρχο Φωκᾶ, ποὺ προεκάλεσε τὴν παραίτηση τῆς κυβερνήσεως Τριανταφυλλάκου καὶ τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ τοῦ Γεωργίου Β’. Ὁ χαρακτῆρας τοῦ ἐβασίζετο στὴν ἀνάγκη τῆς πίστεως  ὅτι «ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς δὲν ἐνικήθη, ἀλλὰ ἐπροδόθη».

Στὴν Ἀθῆνα συνεκροτήθη Ἐπαναστατικὴ Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀνέλαβε ἄμεση δράση, διατάσσοντας ἐκτεταμένες συλλήψεις ἀντιβενιζελικῶν πολιτικῶν, ὑπὸ τὴν πίεση τῆς κοινῆς γνώμης. Μία ὀγκώδης διαδήλωσις 100.000 ἀνθρώπων στὴν Πλατεία Συντάγματος στὶς 9 Ὀκτωβρίου ζητᾶ τὴν ἐκτέλεση ὑπευθύνων τῆς τραγωδίας. Ὁ Πλαστήρας, ποὺ εἶναι ὁ ἀδιαμφισβήτητος ἀρχηγὸς τοῦ κινήματος, εὑρίσκετο σὲ δύσκολη θέση.

Οἱ ἀδιάλλακτοι στὸν στρατὸ (Πάγκαλος, Ὀθωναῖος, Χατζηκυριάκος), ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαναστασίου ἀπαιτοῦν ἐκτελέσεις. Οἱ μετριοπαθεῖς (Πλαστήρας, Δαγκλῆς, Γονατᾶς), θέλουν κανονικὴ δίκη, ὅπως καὶ οἱ μεγάλες Δυνάμεις τῆς Εὐρώπης, ποὺ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Πλαστήρα νὰ ἀποφύγῃ τὶς βεβιασμένες ἐνέργειες καὶ τὶς συνοπτικὲς διαδικασίες. Τελικά, οἱ δύο πλευρὲς ἐσυμβιβάσθηκαν καὶ ἀπεφασίσθη ἡ ἴδρυσις ἐκτάκτου στρατοδικείου, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του δὲν παρέχει τὰ ἐχέγγυα γιὰ μίαν δικαία δίκη.

Ἐπικεφαλῆς τῆς ἀνακριτικὴς ἐπιτροπῆς ἀνέλαβε ὁ σκληροπυρηνικὸς ὑποστράτηγος Θεόδωρος Πάάγκαλος, μὲ βοηθοὺς τοὺς συνταγματάρχες Ἰωάννη Καλογερᾶ καὶ Χαράλαμπο Λούφα. Στὸ πόρισμα τῆς Ἐπιτροπῆς, ποὺ ἐξεδόθη στὶς 24 Ὀκτωβρίου, παρεπέμφθησαν γιὰ νὰ δικασθοῦν στὸ ἔκτακτο στρατοδικεῖο μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας ὀκτὼ πρόσωπα, ποὺ διεδραμάτισαν πρωταγωνιστικὸ ῥόλο τὴν περίοδο 1920 – 1922:

  • Δημήτριος Γούναρης (59 ἐτῶν, πρῴην Πρωθυπουργός)
  • Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (68 ἐτῶν, πρῴην Πρωθυπουργός)
  • Νικόλαος Στράτος  (50 ἐτῶν, πρῴην Πρωθυπουργός)
  • Νικόλαος Θεοτόκης (44 ἐτῶν, Ὑπουργὸς Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη)
  • Γεώργιος Μπαλτατζῆς (56 ἐτῶν, Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν στὶς κυβερνήσεις Γούναρη καὶ Πρωτοπαπαδάκη)
  • Ξενοφῶν Στρατηγός, ὑποστράτηγός ἐ.ἀ. (53 ἐτῶν, Ὑπουργὸς Συγκοινωνιῶν στὴν κυβέρνηση Γούναρη)
  • Μιχαὴλ Γούδας, ὑποναύαρχός ἐ.ἀ. (54 ἐτῶν, Ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν στὴν κυβέρνηση Γούναρη)
  • Γεώργιος Χατζανέστης, ἀντιστράτηγος (59 ἐτῶν, Ἀρχιστράτηγος Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Θρᾴκης)

Τὸ δίκαιον αἴτημα τῶν κατηγορουμένων νὰ δικασθοῦν ἀπὸ τὸ Εἰδικὸ Δικαστήριο κατ’ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου περὶ εὐθύνης Ὑπουργῶν ἀπεῤῤίφθη ἀπὸ τὸν Πάγκαλο μὲ ἐξωνομικὴ αἰτιολόγηση. Τρεῖς ἡμέρες νωρίτερα (21 Ὀκτωβρίου) εἶχε συγκροτηθῆ τὸ ἔκτακτο στρατοδικεῖο μὲ πρόεδρο τὸν ὑποστράτηγο Ἀλέξανδρο Ὀθωναῖο.

Στὶς 9:00 τὸ πρωὶ τῆς 31ης Ὀκτωβρίου 1922 ἄρχισε ἡ ἀκροαματικὴ διαδικασία στὴν αἴθουσα συνεδριάσεων τῆς Βουλῆς (Παλαιὰ Βουλή).
Τὸν πρόεδρό του Ἀλέξανδρο Ὀθωναῖο πλαισίωναν ὡς στρατοδίκες τρεῖς συνταγματάρχες, ἕνας πλοίαρχος, ἕνας ἀντισυνταγματάρχης, δύο ἀντιπλοίαρχοι, τρεῖς ταγματάρχες, ἕνας λοχαγὸς καὶ ἕνας στρατιωτικὸς δικαστικὸς σύμβουλος.
Ἐπαναστατικοὶ ἐπίτροποι ἦσαν ὁ εἰσαγγελεὺς τοῦ Ἀρείου Πάγου Κωνσταντῖνος Γεωργιάδης καὶ οἱ συνταγματάρχες Ἰωάννης Ζουρίδης καὶ Νεόκοσμος Γρηγοριάδης.
Γραμματεὺς τοῦ δικαστηρίου ἦταν ὁ Ἰωάννης Πεπονῆς.
Συνήγοροι ὑπερασπίσεως τῶν κατηγορουμένων ἀνέλαβαν διαπρεπεῖς δικηγόροι (Κωνσταντῖνος Τσουκαλᾶς, Ἀναστάσιος Παπαληγούρας, Οἰκονομίδης, Δουκάκης, Νοταρᾶς, Ῥωμανὸς καὶ Σωτηριάδης).
Ἡ δίκη διεξήχθη σὲ 14 συνεδριάσεις.
Μετὰ τὴν ἀπόῤῥιψη τῶν ἐνστάσεων τῶν κατηγορουμένων ἐξητάσθηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας καὶ 12 ὑπεράσπισης. Ἐπιτυχία τῆς κατηγοροῦσης ἀρχῆς ὑπῆρξε ὅτι οἱ περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο ἀπὸ τὸ ἀντιβενιζελικὸ στρατόπεδο, ὅπως καὶ οἱ κατηγορούμενοι. Στὶς 6 Νοεμβρίου ὁ κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ἀσθένησε σοβαρὰ ἀπὸ τύφο καὶ μετεφέρθη σὲ ἰδιωτικὴ κλινική. Ὑπέβαλε αἴτημα ἀναβολῆς τῆς δίκης, τὸ ὁποῖο ἀπεῤῥίφθη καὶ ἔτσι ἐδικάσθη ὡσεὶ παρών.

Κοινὴ ἦταν ἡ πεποίθησις σὲ Ἑλλάδα καὶ ἐξωτερικὸ ὅτι τὸ δικαστήριο θὰ ἐπιβάλη θανατικὲς ποινές. Οἱ διεθνεῖς πιέσεις ὑπὲρ τῶν κατηγορουμένων ἐντείνοντο. Ὑπὸ τὸ βάρος τους, ἡ κυβέρνησις τοῦ μετριοπαθοῦς Σωτηρίου Κροκιδᾶ παραιτεῖται στὶς 10 Νοεμβρίου καὶ τὴν πρωθυπουργία ἀναλαμβάνει στὶς 14 Νοεμβρίου ὁ συνταγματάρχης Στυλιανὸς Γονατᾶς, ἠγετικὸ στέλεχος τοῦ στρατιωτικοῦ κινήματος.

Μετὰ τὴν ἀναγγελία τῆς παραιτήσεως τῆς κυβερνήσεως Κροκιδᾶ, ὅλη τὴν νύκτα τῆς Παρασκευῆς 11 Νοεμβρίου πρὸς Σάββατο 12 Νοεμβρίίυ 1922, οἱ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν στρατιωτικῶν συνεδριάζουν στὸ σπίτι τοῦ ἐκ τῶν «ἀδιαλλάκτων» πλοιάρχου Ἀλεξάνδρου Χατζηκυριακου. Ἐκεῖ εὑρίσκοντο καὶ οἱ ἡγέτες τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς, καθὼς καὶ πολιτικοὶ ἀπὸ τὸ κόμμα τῶν Φιλελευθέρων, ὁ Γ. Παπανδρέου, ὁ Ἀ. Ἀλεξανδρῆς καὶ ὁ Γ. Καφαντάρης.
Μοναδικὸς ἀπὼν ὁ Θεόδωρος Πάγκαλος, ποὺ περίμενε πὼς θὰ εἶναι ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νέας κυβερνήσεως. Στὸ Στρατοδικεῖο τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου, δωδεκάτη ἡμέρα τῆς δίκης ἡ συνεδρίασις ἀρχίζει μὲ τὶς ἀγορεύσεις τῶν συνηγόρων Οἰκονομίδου καὶ  Νοταρᾶ, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν τὴν ἀναρμοδιότητα τοῦ Δικαστηρίου.
Ἀναφέρουν ἀκόμη ὅτι γιὰ μία τόσο μεγάλη καταστροφὴ οἱ εὐθύνες δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀτομικὲς ἀλλὰ συλλογικές. «Μετὰ τὸ Βατερλῶ οὔτε ὁ ἀρχιστράτηγος Ναπολέων ἐκρίθη ὑπεύθυνος» λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Νοταρᾶς καὶ προσθέτει: «Ἀντὶ να ἀσχολούμεθα εἰς κατηγορίας , ἂς φροντίσωμεν ὅλοι περὶ τοῦ τρόπου τῆς κοινῆς σωτηρίας».

Μετὰ τὴν μεσημβρινὴ διακοπὴ ἐμίλησε καὶ ὁ τρίτος  ἐπαναστατικὸς ἐπίτροπος Ν. Ζουρίδης, ἡ ἀγόρευσις τοῦ ὁποίου ἐσυνεχίσθη καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα.

Τὴν ὥρα ποὺ ἠγόρευον στὸ Δικαστήριο οἱ συνήγοροι ὑπερασπίσεως, ὁ Κροκιδᾶς ὑπέβαλε καὶ τυπικὰ στὸν βασιλέα Γεώργιο Β΄ τὴν παραίτησή τῆς κυβερνήσεώς του. 
Ἤδη εἶχε γίνη γνωστὸ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ διαδόχου του. Ἦταν ὁ συνταγματάρχης Στυλιανὸς Γονατᾶς , ἐπὶ κεφαλῆς μιᾶς κυβερνήσεως μὲ συμμετοχὴ στελεχῶν τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς. Λίγο μετὰ τὸ μεσημέρι ὁ, ὑπὸ παραίτησιν, τελὼν ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Νικόλαος Πολίτης, ποὺ εἶχε ἐνημερωθῆ ἀπὸ τὸν Βενιζέλο γιὰ τὶς κινήσεις τοῦ πλοιάρχου Τζέραλτ Τάλμποτ πληροφορεῖ, μέσῳ τοῦ ἰδιαιτέρου του τοὺς Πλαστήρα, Πάγκαλο καὶ Ὀθωναῖο ὅτι ὁ Βρεταννὸς ἀπεσταλμένος ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Λωζάννη γιὰ τὴν Ἑλλάδα.

Στὸ γραφεῖο τοῦ Πλαστήρα στὴν ἔδρα τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπικρατεῖ προβληματισμός. Ἀρχικὰ ὑπελόγιζαν ὅτι ἡ δίκη θὰ ὁλοκληρωθῆ τὴν Πέμπτη 17 Νοεμβρίου ἢ τὴν Παρασκευὴ 18 Νοεμβρίου.
Ὅμως ἡ ἀναγγελία τῆς ἐπικειμένης ἀφίξεως τοῦ Βρεταννοῦ πλοιά ἀνατρέπει τὰ σχέδια. Οἱ Πάγκαλος καὶ Ὀθωναῖος ἀποφασίζουν ὅτι ἡ δίκη πρέπει νὰ ὁλοκληρωθῇ ἔως τὴν Τρίτη 15 Νοεμβρίου.

Οἱ ἀδιάλλακτοι τῆς Ἐπαναστατικὴς Ἐπιτροπῆς καταλαβαίνουν ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς καθάρσεως, μὲ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἐσχάτης τῶν ποινῶν, ἀπειλεῖται μὲ τὴν ἀποστολὴ Τάλμποτ. Πρέπει νὰ προλάβουν τὰ γεγονότα.
Πάγκαλος, Κονδύλης καὶ Χατζηκυριάκος ὀργανώνουν μέσα σὲ λίγη ὥρα συγκέντρωση ἑκατοντάδων ἀξιωματικῶν, στὴν πλειοψηφία τους νέων, στὴν αἴθουσα τοῦ «Παρνασσοῦ» στὴν ὀδὸ Χρήστου Λαδᾶ.

Σὲ αὐτὴν τὴν συγκέντρωση διεφάνη καθαρὰ πὼς οἱ κατώτεροι ἀξιωματικοὶ δὲν ἐπρόκειτο νὰ πειθαρχήσουν στην Ἐπαναστατικὴ Ἐπιτροπὴ ἐὰν δὲν τοὺς ἰκανοποιοῦσε τὸ μέγεθος τῆς τιμωρίας τῶν κατηγορουμένων. Τὸ σύνθημα ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι: «Θάνατος στοὺς προδότες».
Κεντρικὸς ὁμιλητὴς εἶναι ὁ λοχαγὸς Ἀνδρέας Κατσαράκης, ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατοδίκες ποὺ εἶχαν ἐξαιρεθῆ μετὰ ἀπὸ τὴν ἔνσταση τῆς ὑπερασπίσεως.

Κατσαράκης: «Συμφωνεῖτε νά ἐκτελέσουμε ἀπόψε τούς προδότες; Ἀφοῦ συμφωνεῖτε ὅλοι θὰ εἰσβάλουμε τώρα στὴν αἴθουσα τοῦ στρατοδικείου καὶ θὰ τοὺς ἐκτελέσουμε ἐπὶ τόπου».

Ἀξιωματικοὶ ( ἀπὸ κάτω καὶ μὲ μίαν φωνή): «Ναί, ναί, ναί. Δὲν θὰ μᾶς κυβερνοῦν οἱ Ἄγγλοι! Θάνατος στοὺς προδότες!»

Οἱ συγκεντρωμένοι ἀξιωματικοὶ κινοῦνται πρὸς τὴν (παλαιὰ ) Βουλή, ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἀπόσταση ὁλίγων μέτρων, γιὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἀπόφασή τους.
Στὰ σκαλιὰ τοὺς σταμάτησε ὁ ὑποφρούραρχος ταγματάρχης Λεωνίδας Σπάης. Τοὺς ζητᾶ νὰ διαλυθοῦήτα να διαλυθοὺν ἥσυχα καὶ να ἀφήσουν τὸ στρατοδικεῖο νὰ ἀποφασίσῃ ἀνενόχλητο.

Οἱ ἀξιωματικοὶ ἐπιστρέφουν στὸν «Παρνασσό» ἀλλὰ δὲν διαλύονται. Περιμέουν ὁδηγίες ἀπὸ τὸν Πάγκαλο, ποὺ ἐκεῖνες τὶς ὦρες ἔπαιζε τὸ χαρτὶ τῆς ἀδιαλλαξίας, ἐπιδιώκοντας νὰ ἀνατρέψῃ τὸν Πλαστήρα καὶ νὰ γίνῃ αὐτὸς ἀρχηγὸς τῆς Ἐπαναστάσεως.

Ὁ ταγματάρχης Σπάης πηγαίνει στὰ γραφεῖα τῆς Ἐπαναστατικὴς Ἐπιτροπῆς, συναντᾶ τὸν Γονατᾶ καὶ τοῦ ἐκθέτει τὴν δύσκολη κατάσταση. Ὁ Γονατᾶς τοῦ δίδει ἐντολὴ νὰ διαλύσῃ διὰ τῆς βίας τοὺς συγκεντρωμένους. Ὁ Σπάης ζητᾶ ἔγγραφη διαταγή. Ὁ Γονατᾶς ἀρνεῖται. Ὁ Σπάης καταφεύγει στὸν Πλαστήρα καὶ τοῦ περιγράφει τὰ γεγονότα.

Πλαστήρας (στρίβοντας τὸ μουστάκι του): «Καί τί θέλεις ἀπό ἐμέναν;»

Σπάῃς: «Μοῦ χρειάζεται ἔγγραφος διαταγή».

Πλαστήρας: «Θὰ σοῦ τὴν δόσω ἀμέσως. Καὶ ἂν ἀρνηθοῦν νὰ διαλυθοῦν θὰ τοὺς βάλης ὅλους στὸ ντουφεκίδι…»

Ὁ Σπάης ἐπιστρέφει στὸν «Παρνασσό» καὶ ἐπιδεικνύει στοὺς συγκεντρωμένους ἀξιωματικοὺς τὴν διαταγὴ τοῦ Πλαστήρα. Μουρμουρίζοντας οἱ συγκεντρωμένοι ἀξιωματικοὶ ἀποχωροῦν μὲ κατεβασμένα κεφάλια. Ὅμως τὸ μήνυμα ποὺ ἔστειλαν ἦταν σαφές: Οἱ ἀξιωματικοὶ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὴν Ἐπαναστατικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ τὸ στρατοδικεῖο νὰ ἐπιβληθῇ ἡ ἐσχάτη τῶν ποινῶν. Καὶ σ’ αὐτὸ δὲν θὰ ἔκαναν πίσω παρὰ τὶς πιέσεις τῶν ἀγγλογάλλων.
Μὲ ἀπόφαση τῆς Ἐπαναστατικὴς Ἐπιτροπῆς τὸ Στρατοδικεῖο συνεδριάζει καὶ τὴν Κυριακὴ 13 Νοεμβρίου 1922. Ὁ ἐπαναστατικὸς ἐπίτροπος Ν. Ζουρίδης ὁλοκληρώνει τὴν ἀγόρευσή του λέγοντας:

«Κατηγορούμενοι, δὲν γνωρίζω πῶς ἔχουν ῥυθμισθῆ τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου κόσμου. Ξεύρω μόνον ὅτι ὅλοι θὰ διαβῶμεν τὴν Ἀχερουσίαν λίμνην ἀργὰ ἢ γρήγορα ὅταν πληρώσωμεν τὰ κεκανομισμένα πορθμεῖα. Ἐὰν τυχὸν εἰς τοὺς ἀτελευτήτους δρόμους τῆς αἰωνιότητος συναντήσωμεν τὰς χορευτρίας τοῦ Ζαλόγγου, τὰ ὁλοκαυτώματα τοῦ Μεσολογγίου καὶ τοῦ Ἀρκαδίου, τὰ σφάγια τῆς Χίου καὶ τῶν Ψαρῶν, τὸν σουβλισμένον Διάκον, τὸν κρεμασμένον Πατριάρχην ἢ τὸν κομματιασμένον Χρυσόστομον, σᾶς συμβουλεύω νὰ μὴν ὑποστηρίξητε τὴν ἰδεολογίαν σας ἐνώπιον ἐκείνων, διότι ὅλα αὐτὰ τὰ σφάγια τῆς τυραννίας εἶμαι βέβαιος ὅτι ἔχουν μεταβληθεῖ ἐκεῖ πέρα εἰς Νεμέσεις, ὄχι ἐκδικήσεως, ἀλλὰ Νεμέσεις Δικαιοσύνης».

Ἡ συνεδρίασις ὁλοκληρώθη μὲ τὶς ἀγορεύσεις τῶν συνηγόρων Ῥωμανοῦ καὶ Παπαληγούρα καὶ τὴν δευτερολογία τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἐπιτρόπου Γεωργιάδου.

Στὸ μεταξὺ ἀπὸ τὸ πρωὶ τὰ μέλη τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς συσκέπτονται γιὰ νὰ καταλήξουν στὸν ὁριστικὸ κατάλογο τῶν μελῶν τῆς νέας κυβερνήσεως. Ὁ κατάλογος ὁλοκληρώθηκε ἀργὰ τὸ βράδυ. Στὸ νέο Ὑπουργικὸ Συμβούλιο ὑπὸ τὸν Στυλιανὸ Γονατᾶ, ποὺ ὡρκίσθηκε τὴν ἑπομένη ἡμέρα (Δευτέρα 14 Νοεμβρίου) συμμετεῖχαν οἱ στρατιωτικοὶ ὑποστράτηγος Θ. Πάγκαλος (ὑπουργὸς Στρατιωτικῶν), ὑποστράτηγος Πιεῤῥάκος Μαυρομιχάλης (Ἐσωτερικῶν), ὑποναύαρχος Κ. Βούλγαρης (Ναυτικῶν) καὶ συνταγματάρχης Α. Σακελλαρόπουλος (Συγκοινωνιῶν). Ὁ Κωνσταντῖνος Ῥέντης ἀνέλαβε τὸ ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης καὶ προσωρινὰ τὸ Ἐξωτερικῶν…

Τὴν ἴδια ἡμέρα ὁλοκληρῴθησαν οἱ ἀπολογίες τῶν κατηγορουμένων καὶ οἱ ἀγορεύσεις τῶν συνηγόρων ὑπερασπίσεως. Ἕνα τέταρτο μετὰ τὰ μεσάνυκτα τῆς 15ης Νοεμβρίου, τὸ δικαστήριο ἀποσύρεται σὲ διάσκεψη γιὰ νὰ ἐκδόσῃ  τὴν ἀπόφασή του. Στὶς 6:40 π.μ. οἱ στρατοδίκες ἐπανέρχονται στὴν ἔδρα καὶ ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἐκτάκτου Στρατοδικείου Ἀλέξανδρος Ὀθωναῖος διαβάζει τὴν ἐτυμηγορία τοῦ δικαστηρίου:

Ἐν όνόματι τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Β΄, τὸ ἔκτακτον Στρατοδικεῖον συσκεφθὲν κατὰ νόμον, κηρύσσει παμψηφεῖ τοὺς μέν:

Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στρᾶτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζῆν καὶ Νικόλαον Θεοτόκην εἰς τὴν ποινὴν τοῦ θανατου.

Τοὺς δὲ Μιχαὴλ Γούδαν καὶ Ξενοφώντα Στρατηγὸν εἰς τὴν ποινὴν τῶν ἰσοβίων δεσμῶν.

Διατασσει τὴν στρατιωτικὴν καθαίρεσιν τῶν Γεωργίου Χατζανέστη, ἀρχιστρατήγου, Ξενοφῶντος Στρατηγοῦ ὑποστρατήγου καὶ Μιχαὴλ Γούδαν ὑποναυάρχου καὶ ἐπιβάλλει αὐτοὺς τὰ ἔξοδα καὶ τέλη.

Ἐπιδικάζει παμψηφεῖ χρηματικὴν ἀποζημίωσιν ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου, κατὰ τοῦ Δημητρίου Γούναρη δραχμῶν 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμῶν 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζῆ καὶ Νικολάου Θεοτόκη δραχμῶν ἑνὸς ἑκατομμυρίου καὶ Μιχαὴλ Γούδα δραχμῶν 200 χιλιάδων.

Ἀμέσως μετά, ὁ ἐπαναστατικὸς ἐπίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στὶς φυλακὲς Ἀβέρωφ, ὅπου ἐκρατοῦντο οἱ κατηγορούμενοι καὶ τοὺς ἀνακοινώνει τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση.
Εἶναι 9 τὸ πρωί. Στοὺς ἕξι θανατοποινίτες ἀνακοινώνει ὅτι ἡ ἐκτέλεσις θὰ γίνη σὲ δύο ὦρες.
Ὑποβολὴ ἐνδίκων μέσων δὲν προεβλέπετο γιὰ τοὺς καταδικασθέντες.
Στὶς 10:30 δύο φορτηγὰ τοὺς παραλαμβάνουν καὶ τοὺς μεταφέρουν στὸν χῶρο ἐκτελέσεων στοῦ Γουδῆ, πίσω ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο «Σωτηρία». Μίαν ὥρα ἀργότερα, 36 πυροβολισμοὶ ἀντηχοῦν ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος καὶ οἱ ἕξι πέφτουν νεκροί.
Στὶς 2:30 μ.μ. κηδεύονται στὸ Ἀ’ Νεκροταφεῖο, κάτω ἀπὸ αὐστηρὰ μέτρα ἀσφαλείας.

Ἡ ἐπίσπευσις τῆς «ἐκτελέσεως τῶν ἕξ» ἔγινε μὲ προτροπὴ τοῦ Παγκάλου. Ὁ στρατηγὸς ἤθελε νὰ μὴν τοὺς προλάβῃ ζωντανοὺς ὁ πλοίαρχος Τάλμποτ, ποὺ ἔφθασε λίγο ἀργότερα στὴν Ἀθῆνα ὡς ἀπεσταλμένος τῆς Ἀγγλικῆς Κυβερνήσεως γιὰ νὰ πιέσῃ τὴν κυβέρνηση νὰ ἀναβάλῃ τὴν ἐκτέλεση τῶν θανατικῶν ποινῶν.
Ὁ ῥόλος τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου δὲν εἶναι ἀπόλυτα ξεκάθαρος. Ὁ ἴδιος εἶχε ἀποσυρθῆ τῆς πολιτικῆς καὶ εὑρίσκετο στὸ ἐξωτερικὸ μὴ ἀναμιγνυόμενος, ὅπως ἔλεγε, στὶς κυβερνητικὲς ὑποθέσεις. Ἕνα τηλεγράφημά του πρὸς τὴν κυβέρνηση, γιὰ τὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις τῆς ἐκτελέσεως, ἔφθασε τὴν ἑπομένη (16 Νοεμβρίου).

Πλαστήρας καὶ Γονατάς, οἱ δύο ἠγέτες τοῦ στρατιωτικοῦ κινήματος τὸ 1922. Πίσω τοὺς ὁ Γεώργιος Παπανδρέου που ἐμφανιζόταν τότε ὡς πολιτικὸς σύμβουλος τῶν ἐπαναστατών.

Μόλις ἔγινε γνωστὴ ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις πολλοὶ ἀναρωτοῦντο: «Θά ἐκτελεσθῆ;».
Ὁ Πλαστήρας εὑρίσκετο σὲ δύσκολη θέση. Περίμενε τὴν παρέμβαση τοῦ Βενιζέλου γιὰ νὰ «ὀχυρωθῇ» πίσω ἀπὸ αὐτήν.
Ὅμως τὸ τηλεγράφημα τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Φιλελευθέρων δὲν εἶχε φθάση ἀκόμη. Κι ἀπέναντί του εἶχε τοὺς κατωτέρους ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Πάγκαλο, ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἐπαναστατήσουν. Ἔτσι ὑπέγραψε τὴν διαταγὴ ἐκτελέσεως, τὴν ὁποίαν ζητοῦσε ὁ ἐπαναστατικὸς ἐπίτροπος Γρηγοριάδης, γιὰ νὰ ξεκινήσῃ τὶς σχετικὲς διαδικασίες. Ὁ Γεώργιος Παπανδρέου πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πλαστήρα καὶ τὸν ἠρώτησε: «Ἐάν ἔλθη Ἀρχηγέ, τηλεγράφημα τοῦ Βενιζέλου συνιστώντας νά μήν γίνουν ἐκτελέσεις, τότε;».

Πλαστήρας: «Δὲν μπορῶ ν’ ἀλλάξω γνώμη. Ἔδωκα τὸν λόγο μου. Ἄλλωστε τηλεγράφημα τοῦ Βενιζέλου δὲν ᾖλθε».

Παπανδρέου: Κι ἐάν ἔλθῃ σκέπτεσαι τήν θέσιν σου; Πῶς θά δικαιολογηθῆς διά τήν ἐκτέλεσιν, ὅταν θά ὑπάρχουν συστάσεις τῶν Συμμάχων νά μήν γίνῃ ἐκτέλεσις, γιατί θά ζημιωθοῦν τά ἐθνικά συμφέροντα; Σκέπτεσαι ὅτι αὐτοί ἐκτελῶνται ἀκριβῶς γιατί δέν συνεμορφώθησαν πρός ἀναλόγους συμμαχικάς συστάσεις; Δέν λαμβάνεις ὑπ’ ὄψιν σου τούς ἐδῶ πρεσβευτάς; Δέν θά λάβῃς ὑπ’ ὄψιν σου οὔτε τόν Βενιζέλον;

Ὁ Πλαστήρας, ἐμφανῶς ἐκνευρισμένος περιορίσθη στὸ νὰ μουρμουρίσῃ κάτι, ποὺ οὐδεὶς ἄκουσε. Ἤξερε πὼς ἂν σταματοῦσε τὶς ἐκτελέσεις θὰ τὸν ἀνέτρεπαν οἱ ὑπὸ τὸν Πάγκαλο ἀξιωματικοί. Κι ἐὰν ἀκόμη ἤθελε νὰ σώσῃ τὶς ζωὲς τῶν ἕξι, δὲν θὰ τὸ κατόρθωνε.

Ὁ Βενιζέλος ἔστειλε τηλεγράφημα στὸν Πλαστήρα. Ἀλλὰ αὐτὸ ἔφθασε στὴν Ἀθῆνα μετὰ τὴν ἐκτέλεση. Καὶ τὸ κυριότερον: Ἔτσι ὅπως ἦταν γραμμένο «μποροῦσε κάποιος νὰ τὸ ἑρμηνεύσῃ ὅπως ἤθελε», ὅπως σημείωνε χαρακτηριστικὰ ὁ Γιάννης Κορδᾶτος:

«Λωζάννη, 15 Νοεμβρίου 1922. Ἐπαναστατικὴν Ἐπιτροπὴν Ἀθηνῶν.
Σήμερον ὁ λόρδος Κῶρζον βαθύτατα συγκεκινημένος μὲ ἐπλησίασε καὶ μοι ἐπέδειξε τηλεγράφημα ἀγγέλλον τὴν ἀπόφασιν τοῦ Στρατοδικείου δι’ ἧς καταδικάζονται εἰς θάνατον οἱ κατηγορούμενοι . Μοῖ ἐτόνισεν τὴν φρικαλέαν ἐντύπωσιν, ἡ ὁποία θὰ ἐδημιουργεῖτο ὄχι μόνον μεταξὺ τῶν κυβερνητικῶν κύκλων ἐν Ἀγγλίᾳ, ἂν ὑπεύθυνοι ὑπουργοὶ τῆς χώρας , οἵτινες κατὰ τρόπον ἔκδηλον εἶχον ὑπὲρ αὐτῶν τὴν ὑποστήριξιν τῆς κοινῆς γνώμης ὅτε ἀνέλαβον τὴν ἀρχήν, ἐξετελοῦντο. Καὶ προσέθηκεν ὅτι ἂν πραγματοποιηθῇ ἡ ἐκτέλεσις, ἡ βρεταννικὴ κυβέρνησις θὰ προβῂ εἰς ἀνάκλησιν τοῦ πρεσβευτοῦ της. Καίτοι, ὅπως γνωρίζετε, μετὰ προσοχῆς ἀποφεύγω νὰ ἐπέμβω εἰς τάς ἐσωτερικὰς ὑποθέσεις τῆς χώρας, θεωρῶ καθῆκον μου νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτι ἡ ἐντύπωσις θὰ εἶναι πράγματι ὡς τὴν παριστᾶ ὁ λόρδος Κῶρζον καὶ νὰ σᾶς ἐπισύρω τὴν προσοχήν σας ἐπὶ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ θέσις μου ἐνταύθα θὰ καταστῇ δυσχερής.
Ἐλευθέριος Βενιζέλος».

Καὶ μία λεπτομέρεια μὲ τὴν σημασία της:
Ἑπτὰ χρόνια μετὰ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1929, ὅταν οἱ ἀντιθέσεις στὸ ἀστικὸ στρατόπεδο εἶχαν ξεθωριάση, γιατὶ μπροστά τους προέβαλε ἕνας καινούργιος ἐχθρός, ἡ ἐργατικὴ τάξις ποὺ ἀνδρώνετο  (σ.σ. τὸ Ἰδιώνυμο ἐψηφίσθη ἐκείνην τὴν χρονιά)  ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Παναγῆ Τσαλδάρη, ἔγραφε λόγια ἐπαινεταικὰ γιὰ τοὺς ἐκτελεσθέντες ἡγέτες τῆς φιλοβασιλικῆς παρατάξεως:

«Δύναμαι νὰ διαβεβαιώσω ὑμᾶς κατὰ τὸν πλέον κατηγορηματικὸν τρόπον ὅτι οὐδεὶς τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν τῆς δημοκρατικῆς παρατάξεως θεωρεῖ ὅτι οἱ ἡγέται τῆς πολιτικῆς, ἥτις ἠκολουθήθη μετὰ τὸ 1920, διέπραξαν προδοσίαν κατὰ τῆς χώρας ἢ ὅτι ἐν γνώσει ὡδήγησαν τὸν τόπο εἰς τὴν μικρασιατικὴ καταστροφή.
Δύναμαι μάλιστα νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι θὰ ἦσαν εὐτυχεῖς ἂν ἡ πολιτική των ὁδήγῃ τὴν Ἑλλάδα εἰς ἐθνικὸν θρίαμβον».

Ἡ ἐκτέλεσις τῶν Ἕξ  ἔγινε, κυρίως, γιὰ νὰ ἰκανοποιηθῇ τὸ λαϊκὸ αἴσθημα καὶ ὄχι γιατὶ πραγματικὰ εἶχαν διαπράξη προδοσία σὲ βάρος τῆς Ἑλλάδος. Τὴν ἄποψη αὐτὴν ἐπαληθεύουν τὰ λόγια τοῦ Θεοδώρου Παγκάλου, χρόνια ἀργότερα:

«Δὲν παραδέχομαι ὅτι διέπραξαν συνειδητὴν προδοσίαν… ἀλλὰ ὑπῆρξαν μοιραία καὶ ἀναγκαία θύματα εἰς τὸν βωμὸν τῆς Πατρίδος».

Φωτογραφίες ἀπὸ τὴν δίκη καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν ἐκτελεσθέντων

Δημητριάδης Κωνσταντῖνος

 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply