Ἡ ἀπελευθέρωσις τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Η απελευθέρωση της Β. Ηπείρου

Η μεγάλη στιγμή της απελευθέρωσης φάνηκε να φτάνει οριστικά τον Δεκέμβριο του 1912, όταν ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Κορυτσά. Οι Χιμαριώτες υπό τον Σπυρομήλιο είχαν ήδη κερδίσει με επανάσταση την ανεξαρτησία τους. Μέσα σε τρεις μήνες (Μάρτιος 1913) ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος βρισκόταν υπό ελληνική κυριαρχία.
Ήταν η πρώτη φορά ύστερα από πέντε αιώνες που η Βόρειος Ήπειρος βρισκόταν ξανά στην αγκαλιά της πατρίδας και ένας άκρατος ενθουσιασμός επικρατούσε παντού. Γάλλος δημοσιογράφος που παρακολούθησε την υποδοχή του διαδόχου Γεωργίου από τους Βορειοηπειρώτες γράφει: «Επί τρία τέταρτα της ώρας μια απερίγραπτη παρέλαση χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών, οι οποίοι επευφημούν τον πρίγκιπα, ψάλλουν πατριωτικούς ύμνους, κουνούν ζωηρά βενετσιάνικα φαναράκια, σημαίες, μαντίλια, καπέλα, υψώνουν τα χέρια και υποκλίνονται… Επίσης πολυάριθμα είναι τα κόκκινα μουσουλμανικά φέσια. Οι φεσοφόροι αυτοί συμμετέχουν με τον ίδιο ενθουσιασμό κραυγάζοντας «Ζήτω ο Διάδοχος! Ζήτω ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος!».». Και μπροστά στην πανηγυρική αυτή ατμόσφαιρα καταλήγει ο αρθρογράφος στο συμπέρασμα ότι «δεν καθόρισε η Ελλάδα τα όρια της ελληνικής Ηπείρου μέχρι την παραλία βορείως της Χιμάρας από κενοδοξία, για να διευρύνει τα σύνορά της. Είναι αδύνατον η Χιμάρα να μη γίνει ελληνική. Διότι είναι ελληνική».

Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας

  Αλλά, φυσικά, τα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων δεν συνάδουν πάντα με το αυτονόητο και το δίκαιο. Στην περίπτωση της Βορείου Ηπείρου τα συμφέροντα της Αυστροουγγαρίας και, κυρίως, της Ιταλίας ήταν εκείνα που έπληξαν την εθνική μας υπόθεση, με συνέπειες που φτάνουν ως τις ημέρες μας. Οι δύο χώρες ήθελαν από καιρό να δημιουργήσουν στα Βαλκάνια ένα κράτος-δορυφόρο και η Αλβανία, που μόλις είχε γίνει ανεξάρτητη από τους Τούρκους, φαινόταν η ιδανική ευκαιρία. Η έκταση του νέου κράτους, ωστόσο, έπρεπε να το καθιστά βιώσιμο. Γι’ αυτό τον λόγο Αυστρουγγαρία και Ιταλία έπεισαν τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις να επιδικάσουν τη Βόρειο Ήπειρο στην Αλβανία. Όσον αφορά τη Γαλλία και την Αγγλία, ήταν μεν φιλικές προς την Ελλάδα, τα συμφέροντά τους, όμως, βρίσκονταν στα Δωδεκάνησα και όχι στη Βόρειο Ήπειρο. Συνεπώς, δεν είχαν διάθεση να συγκρουστούν με την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Έτσι, παρά τις αντιδράσεις των Βορειοηπειρωτών με συλλαλητήρια και έγγραφες διαμαρτυρίες, υπογράφηκε στα τέλη του 1913 από τις Μεγάλες Δυνάμεις το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, με το οποίο παραχωρήθηκε αυθαίρετα στην Αλβανία η Βόρειος Ήπειρος. Κι όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που εκεί βρισκόταν ακόμη νικητής ο ελληνικός στρατός!
Το παράλογο της απόφασης αυτής δεν συνίσταται απλώς στο ότι παραχωρήθηκε στους Αλβανούς μια περιοχή για την οποία ποτέ δεν πολέμησαν, ενώ αντιθέτως είχε κυριευθεί από τις ελληνικές δυνάμεις. Συνίσταται και στην καταφανή παράβλεψη των δημογραφικών στοιχείων. Όταν η Βόρειος Ήπειρος δόθηκε στην Αλβανία, η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες και μάλιστα αυτόχθονες από αρχαιοτάτων χρόνων.
Είναι, βέβαια, εύλογο ότι οι κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου δεν ήταν μόνο Έλληνες. Στο πέρασμα των αιώνων σημειώνονται παντού και πάντα μετακινήσεις πληθυσμών, με αποτέλεσμα κάποτε στην ίδια περιοχή να συγκεντρώνονται τελικά διάφορες και ετερογενείς πληθυσμιακές ομάδες. Το φαινόμενο αυτό, στην περίπτωσή μας, εντάθηκε επί Τουρκοκρατίας, επειδή την Ήπειρο διοικούσαν Αλβανοί μουσουλμάνοι – ένας από αυτούς και ο γνωστός Αλή Πασάς. Η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο από τη συνήθεια των Τούρκων να αποκαλούν Έλληνες και τους Ορθόδοξους Αλβανούς. Όταν, λοιπόν, έφτασε η ώρα να καθοριστούν τα σύνορα Ελλάδας και Αλβανίας, οι μεν Έλληνες διεκδικούσαν την Ήπειρο ως τον ποταμό Γενούσο, αλλά και οι Αλβανοί με τη σειρά τους καθόριζαν την επικράτειά τους ως τον Αμβρακικό Κόλπο, στηριζόμενοι στο αλβανικό στοιχείο που ζούσε στην περιοχή.
Οι αριθμοί, ωστόσο, μιλούν από μόνοι τους. Έχοντας διανύσει μισή σχεδόν χιλιετία αλβανοτουρκικής κατοχής και εξισλαμισμών, η Ήπειρος, Βόρειος και Νότιος, στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ακόμη ελληνική. Σε τουρκική απογραφή του 1908, από τους 500.000 κατοίκους της Ηπείρου οι 380.000 δήλωσαν Έλληνες Χριστιανοί. Τα ίδια στοιχεία δίνει και το Ινστιτούτο Γεωγραφίας της Ρώμης το ίδιο έτος. Λίγα χρόνια μετά, το 1914, η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Ελέγχου έδωσε στοιχεία που επίσης καταδείκνυαν την αριθμητική υπεροχή ―και μάλιστα συντριπτική― του ελληνικού πληθυσμού στη Βόρειο Ήπειρο. Παραθέτουμε τέσσερις μόνο από τις περιοχές που έλεγξε η Επιτροπή, με τους καταγεγραμμένους Έλληνες και Αλβανούς, αντιστοίχως: Κορυτσά 12.500/3.000, Χιμάρα 1.000/0, Δέλβινο 1.700/600, Μοσχόπολη 1.500/0. Ακόμη και στις λίγες εκείνες περιοχές όπου πλειοψηφούσε το αλβανικό στοιχείο (Τεπελένι, Αχρίδα, Ελβασάν), οι Έλληνες αντιπροσώπευαν το 35% του πληθυσμού.
Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, εγκλωβισμένη καθώς ήταν στο ωμό δίλημμα που της είχαν θέσει οι Μεγάλες Δυνάμεις: «Ή Βόρειος Ήπειρος ή Αιγαίο». Η Ελλάδα προτίμησε Αιγαίο (αν και βέβαια τα Δωδεκάνησα προσαρτήθηκαν μόλις το 1948). Ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Βόρειο Ήπειρο τον επόμενο Μάρτιο και να δεσμευτεί ότι δεν θα αφήσει όπλα στους Βορειοηπειρώτες ούτε θα υποκινήσει επαναστατική αντίδραση. Τους πανηγυρισμούς τώρα στη Βόρειο Ήπειρο διαδέχονταν τα μοιρολόγια και οι φωνές απόγνωσης, καθώς ο ελληνικός στρατός παρέδιδε τα χωριά και τις πόλεις στους Αλβανούς.

Ο αγώνας για αυτονομία – Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας

  Αλλά οι Βορειοηπειρώτες δεν θα παραιτούνταν έτσι εύκολα. Πριν ακόμη αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός ξεκίνησαν τον δικό τους αγώνα για αυτονομία με ηγέτη τον Γεώργιο Ζωγράφο. Οι εξεγερμένοι ανακήρυξαν στο Αργυρόκαστρο την Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου και οργάνωσαν ένοπλη αντίσταση κατά των Αλβανών, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από το ελληνικό κράτος. Μόνοι συμπαραστάτες τους στάθηκαν εθελοντές από την Ελλάδα και την Κύπρο, ακόμη και ομογενείς του εξωτερικού. Από τον Φεβρουάριο του 1914 και μέσα σε τρεις μήνες οι εξεγερμένοι είχαν ελευθερώσει όλη σχεδόν τη Βόρειο Ήπειρο (Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Δέλβινο, Αγίους Σαράντα, Πρεμετή, Ερσέκα, Φράσαρι, Κορυτσά).
Οι ραγδαίες αυτές εξελίξεις έκαναν την αλβανική πλευρά να ζητήσει εσπευσμένα τη διαμεσολάβηση των Ευρωπαίων και της Διεθνούς Επιτροπής Εθνολογικού Ελέγχου. Η παρέμβασή τους οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17 Μαΐου 1914), το οποίο συνυπέγραψαν οι αντιπροσωπίες των Βορειοηπειρωτών και των Αλβανών. Το Πρωτόκολλο αναγνώριζε την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου, όριζε να ονομάζονται οι κάτοικοί της Ηπειρώτες και όχι Αλβανοί και κατοχύρωνε εκπαιδευτική, διοικητική, δικαστική και θρησκευτική αυτονομία. Η συμφωνία προκάλεσε τις βίαιες αντιδράσεις των μουσουλμάνων της Κεντρικής Αλβανίας, οι οποίες σταμάτησαν ένα μήνα μετά, όταν το Πρωτόκολλο επικυρώθηκε από την αλβανική κυβέρνηση και τις Μεγάλες Δυνάμεις (ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία, Αυστρουγγαρία, Γερμανία, Ρωσσία).

Βορειοηπειρωτικό και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος

  Προτού καλά καλά εφαρμοστεί το Πρωτόκολλο, ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος κλόνισε τις ούτως ή άλλως εύθραυστες ισορροπίες στη Βόρειο Ήπειρο. Με την άδεια των Ευρωπαίων, ο ελληνικός στρατός εισέρχεται για δεύτερη φορά στην περιοχή και γίνεται δεκτός σαν απελευθερωτής από τον πληθυσμό. Η Βόρειος Ήπειρος θεωρείται πια ελληνικό έδαφος και στις εθνικές εκλογές του 1915 εκλέγει 16 βουλευτές στην ελληνική Βουλή. Τη στιγμή αυτή, όμως, ξαναήρθε στο προσκήνιο η Ιταλία, που δεν έλεγε να ξεχάσει τη φιλόδοξη βαλκανική πολιτική της. Εκμεταλλευόμενη τις συγκυρίες του πολέμου και τη δυσαρέσκεια της Αντάντ για τους δισταγμούς της Ελλάδας να εισέλθει στον πόλεμο, η γειτονική χώρα εγκατέστησε το 1916 στρατό στη Βόρειο Ήπειρο με την άδεια των Συμμάχων, ενώ η Ελλάδα υποχρεωνόταν να αποσυρθεί ξανά από την περιοχή. Η μεγαλομανία των Ιταλών ήταν τέτοια, ώστε να καταλάβουν ακόμη και τα Ιωάννινα, αδιαμφισβήτητο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Έσπευσαν μάλιστα οι Ιταλοί κατακτητές να κλείσουν τα ελληνικά σχολεία και να απαγορεύσουν τις ελληνικές σημαίες στις καταληφθείσες περιοχές. Την ίδια περίοδο, σε μια επίδειξη κυνισμού, ο Ιταλός εκπρόσωπος Λεόνι δήλωσε σε αντιπροσωπία Βορειοηπειρωτών: «Το βλέπω ότι είστε η πλειοψηφία ολόκληρη του πληθυσμού, αλλά η Ιταλία δεν πρόκειται ποτέ να σας αφήσει να ενωθείτε με την Ελλάδα».

Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας επανέρχεται

Ακόμη και όταν η Ελλάδα εισήλθε το 1917 στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ, οι Ιταλοί παρέμειναν στη Βόρειο Ήπειρο – εγκαταλείποντας, τουλάχιστον, τη Νότιο. Το 1919, μετά τη λήξη του πολέμου, ο Βενιζέλος έθεσε το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα στη Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη, ζητώντας την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα και πρότεινε τη διενέργεια δημοψηφίσματος στις επίμαχες περιοχές. Η επίμονη αντίδραση της Ιταλίας, τον οδήγησε σε άμεσες διαπραγματεύσεις με την ιταλική κυβέρνηση, η οποία τελικά έκρινε πως ήταν συμφέρον της να υποχωρήσει. Επρόκειτο, όμως, για προσωρινή αναδίπλωση της ιταλικής πλευράς, που σύντομα επανήλθε στις γνωστές, ανθελληνικές θέσεις της. Η αντιδραστικότητα αυτή της Ιταλίας ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την απόδοση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα, όταν ακόμη επικρατούσε ευνοϊκό για την εθνική μας υπόθεση κλίμα στην Ευρώπη.Έτσι, το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα έκλεισε δυσμενώς για τη χώρα μας τον Νοέμβριο του 1912 στην Πρεσβευτική Διάσκεψη των Παρισίων. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Ιαπωνία υπέγραψαν την επαναφορά του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, με τον οποίο η Βόρειος Ήπειρος παραχωρήθηκε εξ ολοκλήρου στην Αλβανία. Η αλβανική κυβέρνηση από την πλευρά της δεσμεύτηκε να σεβαστεί τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, από την οποία, όμως, εξαίρεσε τους κατοίκους της Χιμάρας και της Κορυτσάς. Πρόσωπα και γεγονότα της ελληνικής ιστορίας έπαιξαν, επίσης, τον ρόλο τους στις ατυχείς αυτές εξελίξεις. Τον Μάιο του 1920 η Γαλλία απέσυρε τον στρατό της από την Κορυτσά, ο οποίος είχε εγκατασταθεί εκεί μεσούντος του πολέμου, και κάλεσε την Ελλάδα να παραλάβει την περιοχή. Ενώ, όμως, ελληνικά στρατεύματα βρίσκονταν καθ’ οδόν, πήραν από την κυβέρνηση την εντολή να επιστρέψουν, όπως και έγινε. Αυτό παραμένει ένα σκοτεινό σημείο της πολιτικής του Βενιζέλου. Ίσως να ήθελε να αποφύγει την αλβανική αντίδραση και ένα νέο, βαλκανικό αυτή τη φορά, μέτωπο, ίσως προτίμησε να επικεντρωθεί απερίσπαστα στη Μικρά Ασία. Επιπλέον, οι πολιτικοί που διαδέχθηκαν τον Βενιζέλο έδειξαν ολέθρια αναβλητικότητα για το Βορειοηπειρωτικό, καθώς ήταν απασχολημένοι πρωτίστως με το θέμα της επιστροφής του βασιλιά Κωνσταντίνου. Αλλά και οι δυσχέρειες στο μικρασιατικό μέτωπο από το 1921 απέσπασαν το ενδιαφέρον της Ελλάδας από τη Βόρειο Ήπειρο, ώστε να αφεθεί αυτή στα χέρια της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, μέλημα της ελληνικής πλευράς ήταν πλέον η διαφύλαξη των δικαιωμάτων της μειονότητας και η βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Αλλά οι χειρισμοί δεν ήταν πάντα οι ενδεδειγμένοι, ειδικά αυτοί της βραχύβιας κυβέρνησης του Θ. Πάγκαλου (1926), που φάνηκε υπέρ το δέον φιλική προς την Αλβανία: δεν διαμαρτυρήθηκε για τον αφελληνισμό της μειονοτικής παιδείας, έμεινε αδρανής μπροστά στη σύσφιγξη των σχέσεων Αλβανίας και Ιταλίας και αναγνώρισε αλβανική μειονότητα, αυτή των Τσάμηδων, στη Νότιο Ήπειρο. Στη δεκαετία του 1930 η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρειο Ήπειρο, ειδικά στο θέμα της παιδείας, είχε γίνει κατάφωρη. Τα δεκάδες, άλλοτε, ελληνικά σχολεία ολοένα μειώνονταν, ενώ διορίζονταν μωαμεθανοί Αλβανοί για να διδάξουν τα Ελληνόπουλα. Τελικά, τα λιγοστά σχολεία που είχαν απομείνει, έκλεισαν και αυτά το 1932. Η Ελλάδα προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και τότε μόνο αποκαταστάθηκε ―σε κάποιο βαθμό― η ελληνική παιδεία στη Βόρειο Ήπειρο.
Η αλβανική κυβέρνηση θέλησε να αποκόψει τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό και από το κέντρο θρησκευτικής του αναφοράς, δηλαδή το Πατριαρχείο. Έτσι, πραξικοπηματικά και αυθαίρετα, διακήρυξε το Αυτοκέφαλο της Αλβανικής Εκκλησίας, την οποία έθεσε υπό τον έλεγχο του κράτους. Όσοι ιερείς αντέδρασαν φυλακίστηκαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

Βόρειος Ήπειρος και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος

  Παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Αλβανία προσφέρει το στέμμα στον βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρα Εμμανουήλ Β’ και από κοινού οι δύο χώρες εξαπολύουν την επίθεση κατά της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940. Λίγους μήνες μετά ο ελληνικός στρατός εισέρχεται ξανά, για τρίτη φορά, στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Ο θρίαμβος αυτός των Ελλήνων τόνωσε το ηθικό όχι μόνο των ίδιων, αλλά και των υποδουλωμένων λαών της Ευρώπης. Κι όμως, την ίδια στιγμή που η σύμμαχος Αγγλία εξυμνούσε τη γενναιότητα του στρατού μας, δήλωνε στον Μεταξά ότι τα σύνορα της Αλβανίας δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση. Γι’ αυτό, άλλωστε, από τότε και μέχρι σήμερα καθιερώθηκαν οι φράσεις «Αλβανικό Έπος» «βουνά της Αλβανίας]» κ.λπ. (αντί για «Βορειοηπειρωτικό Έπος» κ.ο.κ.)
Στα χρόνια της Κατοχής οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου βίωσαν διωγμούς ―φυλακίσεις και εξορίες― από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Δεν έμειναν, όμως, αδρανείς. Το 1942 συγκρότησαν αντιστασιακή οργάνωση, το Μ.Α.Β.Η. (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου). Η οργάνωση ήταν τόσο δυναμική, που σύντομα έθεσε υπό τον έλεγχό της εκτεταμένες περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Ακόμη και οι Αλβανοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αυτονομία των εδαφών αυτών. Σύντομα, όμως, μόλις το 1943, επήλθε το τέλος του Μ.Α.Β.Η., λόγω της ακούσιας εμπλοκής του στον ανταγωνισμό μεταξύ των ελλαδικών αντιστασιακών οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Μετά τη λήξη του πολέμου, η Ελλάδα ζήτησε από το Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων και από το Συμβούλιο των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα (1946). Το αίτημα δεν απορρίφθηκε, αλλά η συζήτηση αναβλήθηκε μέχρι τη λύση του Αυστριακού και Γερμανικού ζητήματος (σημειωτέον ότι τα δύο ζητήματα διευθητήθηκαν το 1955 και το 1991, αντιστοίχως).

Ἑλλήνων Δίκτυον

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply