Ἰούνιος τοῦ 1925, στὴν κορυφὴ τῆς λιοφύτου νησίδος Μαδουρῆ κοντὰ στὴν Λευκάδα, ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς ἀπαγγέλει τὸν περίφημο «Ἀστραπόγιαννο» καὶ τὴν «Ὠδὴ στὸν Βαλαωρίτη», ἐπ΄ εὐκαιρίᾳ τῶν ἑκατὸ χρόνων ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ «βάρδου τῆς Μαδουρῆς» Ἀριστοτέλους Βαλαωρίτου (1824-1879).
Ἀρχεῖα ἐτικέττας: Βαλαωρίτης Ἀριστοτέλης
Ὁ Σαμουὴλ
Ἡ δέησις
Σταλαματιά, σταλαματιὰ τὰ δάκρυά τους πέφτουν
κι’ἡ πλάκα ποὺ τὰ δέχεται ραγίζεται καὶ τρίζει.
Παράπονο τοὺς ἔπιασεν, ὄχι θανάτου φόβος, Συνέχεια
Ἀθανάσιος Διάκος
(ἀπόσπασμα)
Ὅσοι εἶστε ἀκόμα ζωντανοί, ἐλᾶτε ὁλόγυρά μου…
φωνάζει ὁ Διάκος, κ’ ἔρχονται… δὲ μένουν παρὰ δέκα…
ὁ ἥλιος στέκει γιὰ νὰ ἱδῇ. Κάθε στιγμὴ ποὺ φεύγει
τοὺς ἔσφιγγε στενὰ στενὰ στὴν ἀγκαλιά του ὁ Χάρος. Συνέχεια
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ὁ βράχος καὶ τὸ κῦμα
«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα! Συνέχεια
Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του
Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.
Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.
Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε. Συνέχεια
Ἡ Φυγή
Στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1792 ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἔπαθε μεγάλη καταστροφή ἀπό τούς Σουλιῶτες καί ἀπό τόν Λάμπρο Τζαβέλλα. Τόσος ἦταν ὁ τρόμος τοῦ Ἀλῆ, πού ἔσκασε δύο ἄλογα στήν φυγή του. Αὐτόν ἀκριβῶς τόν πανικό περιγράφει ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης μέ τό ποιήμα του «Ἡ Φυγή».
Ἡ Φυγή
Τ΄ἄλογο, τ΄ ἄλογο Ὁμέρ Βρυώνη, τό Σούλι ἐχούμηξε καί μᾶς πλακώνει. Συνέχεια