Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!

Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του Συνέχεια

Τὸ σπίτι σου

Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου
κι ἀπ᾿ τὸ δρόμο κι ἀπ᾿ τὴ γειτονιά.
Μόνον ἡ παλιὰ βρυσούλα στέρεψε
στὴν ἀντικρυνή σου τὴ γωνιά.

Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου.
Βιαστικὸς διαβάτης τὸ θωρῶ
καί, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σὰ καὶ τότε πάλι λαχταρῶ… Συνέχεια

Ἀπὸ τὰ «Φωτερὰ Σκοτάδια»

Ὦ θαλασσοθεμέλιωτα καὶ ἡλιόσκεπα παλάτια,
Χτισμένα ἀπὸ τὰ σύννεφα τῆς θερινῆς βραδιᾶς,

«Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα
σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο
ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,
μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω. Συνέχεια

Βαθειά, τὴ νύκτα

Βαθιά, τὴ νύκτα τὰ μεσάνυκτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου, Συνέχεια

Ἡ μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ 
μὲ τὰ χεράκια της 
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ 
καὶ τὰ μαλλάκια της. Συνέχεια

Ἡ ψαρόβαρκα

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια 
πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ᾿ τὰ Πετρονήσια 
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή, 
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης· 
μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ, 
ζηλευτὰ προικιά της. Συνέχεια