Ἡ «ἐκτέλεσις τῶν ἕξ». (σὰν σήμερα)

Ἡ μικρασιατικὴ ἐκστρατεία γνωρίζουμε πῶς ξεκίνησε. Σαφῶς καὶ δὲν ἦταν ὑποκινητὴς καὶ ἐμπνευστής της ὁ Γούναρης. 

Τὰ λάθη του ἀρκετά. Ἀλλὰ ὄχι ἄξια γιὰ νὰ τὸν στείλουν πρὸς ἐκτέλεσιν.

Ὑπῆρξαν πρόσωπα πολὺ περισσότερο ὑπεύθυνα. 

Παράδειγμα τέτοιο, ὁ Βενιζέλος. 

Ὄχι γιὰ τὴν ἐκστρατεία ἀλλὰ γιὰ τὴν στιγμή. Διότι εἶχε τὴν μελέτη, τὴν ἔρευνα καὶ τὴν πρότασι ἕτοιμη, πολλὰ χρόνια πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς ἐκστρατείας ἀπὸ τὸν Μεταξᾶ. Ἡ δική του ἀτολμία ὁδήγησε στὴν ἐκ τῶν ὑστέρων ἔναρξί της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δοθῇ στὴν Τουρκία ἡ εὐκαιρία νὰ πρὸ ἑτοιμαστῇ καὶ νὰ λάβῃ μεγάλη βοήθεια ἀπὸ χῶρες ποὺ πλέον εἶχαν καὶ τὸν χρόνο καὶ τὸ χρῆμα καὶ τὴν ὑποδομὴ νὰ τὴν στηρίξουν. 

Καὶ κάτι τελευταῖο. 

Ἡ ἀναθεώρησις τῆς δίκης, ἀρκετὰ ἑτεροχρονισμένα, ἀθώωσε τοὺς κατηγορουμένους. Ἐὰν ὅμως ἰσχύῃ, τότε γιατί δέν σπεύδουν κάποιοι νά διορθώσουν τίς καταγραφές; Τί στά κομμμάτια κρύβουν ἀκόμη, μετά ἀπό τόσες δεκαετίες; Πότε θά μάθουμε ὅλην τήν ἀλήθεια ἐπί τέλους;

Φιλονόη.

Σαν σήμερα, πριν 89 χρόνια, η εκτέλεση των ”6″

Σαν σήμερα στις 7.15 το πρωί, το 1922, ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβαζε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου, που καταδίκασε τους «6», ως υπεύθυνους για τις συνέπειες της Μικρασιατικής (καταστροφής). Και σε λίγες ώρες οδηγήθηκαν στο Γουδί και εκτελέστηκαν. 

Οι «6» ήταν οι: Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος και πρώην υπουργός, Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος και πρώην υπουργός, Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επί των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.
Μία άσχημη σελίδα της ελληνικής ιστορίας, σαν κι αυτή της υπόθεσης Μπελογιάννη, που μακάρι να μην επαναληφθεί. Κι αυτό, οπωσδήποτε, είναι στο χέρι των ασκούντων εξουσία… (ἐδῶ Ἀθῆναι)

Η παρωδία δίκης των έξι και η περίεργη περίπτωση του αντ/σχη Πτολεμαίου Σαρηγιάννη

Στις 6 Φεβρουαριου1921 έγινε στο Λονδίνο η πρώτη συνδιάσκεψη των Συμμάχων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) στην οποία συμμετείχε η Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον τότε πρωθυπουργό Καλογερόπουλο. Την Ελληνική στρατιά της Μ. Ασίας αντιπροσώπευε ο αντ/σχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης ως ειδικός σύμβουλος σε στρατιωτικά θέματα που αφορούσαν το μέτωπο. Ο Σαρηγιάννης είχε κάνει λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό, ήταν απόφοιτος της σχολής Πολέμου της Γαλλίας, εθεωρείτο άριστος επιτελικός, είχε προαχθεί επ΄ανδραγαθία στην μάχη του Σκρα το 1917, ενώ ήταν υπαρχηγός του Γενικού επιτελείου στην Μικρά Ασία επί Βενιζέλου. Γενικά είχε ιδιαίτερη σύνδεση με τον επιτελάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο του οποίου ήταν προστατευόμενος, αλλά δεν αντικαταστάθηκε μετά την πολιτική μεταβολή του Νοεμβρίου, καθώς η Κυβέρνηση θεώρησε πως έπρεπε να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος με την προηγούμενη ανώτατη διοίκηση που τα περισσότερα μέλη της είτε είχαν παραιτηθεί (Παρασκευόπουλος), είτε είχαν αυτομολήσει ενώπιον του εχθρού πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη (Κονδύλης, Ιωάννου, Ζαφειρίου κτλ) που βρισκόταν υπό διεθνή Αρμοστεία.

Νικόλαος Καλογερόπουλος

Ο Σαρηγιάννης στην Συνδιάσκεψη του Λονδίνου στην οποία συμμετείχε ως ο κύριος στρατιωτικός σύμβουλος της Ελληνικής Κυβέρνησης, ερωτώμενος σχετικά με τις δυνατότητες του Ελληνικούστρατού, προσπάθησε να πείσει ότι ο Ελληνικός στρατός (80.000 άνδρες τότε) είχε τις δυνάμεις να συντρίψει τον Κεμάλ εντός τριών μηνών βαδίζοντας αν χρειαζόταν και πέραν της Άγκυρας. Ο Αρχιστράτηγος της Γαλλίας Foch νικητής του Α΄ παγκοσμίου πολέμου που παρευρισκόταν στις συσκέψεις δήλωσε πως χρειάζονταν 27 μεραρχίες για την επιχείρηση. Ο Σαρηγιάννης απτόητος βεβαίωνε τους Βρετανούς ιθύνοντες (ναύαρχος Κάρρ) πως ο Ελληνικός στρατός ήταν έτοιμος για προέλαση. Ο Δημήτριος Γούναρης που εν τω μεταξύ είχε επίσης έρθει στο Λονδίνο μετά από πρόσκληση της Συνδιάσκεψης, ακολούθησε τις συμβουλές του Σαρηγιάννη, θεωρώντας πως η επικείμενη στρατιωτική επιτυχία στο μέτωπο θα ενδυνάμωνε διπλωματικά την Ελλάδα. Να σημειωθεί πως ο διοικητής της στρατιάς της Μ. Ασίας υποστράτηγος Παπούλας μετέπειτα μάρτυρας κατηγορίας στην παρωδία δίκης των “εξ”, δεν εκδήλωσε αντίθεση στην επιχείρηση. Αντίθεση εκδήλωσε ο υποστράτηγος Γουβέλης που παραιτήθηκε από το Γενικό Επιτελείο, αλλά και ο απόστρατος Βίκτωρ Δούσμανης. Αμφότεροι με εκθέσεις τους προς την Κυβέρνηση ζητούσαν την ενίσχυση του μετώπου με 50.000 άνδρες πριν την περαιτέρω προέλαση, καθώς ορθώς επεσήμαναν την ενδυνάμωση του εχθρού.

Οι συμβουλές και η επιμονή του Σαρηγιάννη και το διπλωματικό αδιέξοδο του Λονδίνου, παρέσυραν την Κυβέρνηση και οδήγησαν στην αποτυχημένη επίθεση του Μαρτίου του 1921, όπου ο Ελληνικός στρατός είχε απώλειες 5.000 νεκρούς αγνοούμενους και τραυματίες. Το ηθικό των Κεμαλιστών ανέβηκε χάρις την νίκη αυτή και εκατοντάδες Τούρκοι αξιωματικοί έσπευδαν να ενισχύσουν τον Κεμάλ, ενώ σπουδαίος ήταν και ο διεθνής αντίκτυπος της αποτυχίας. Μετά την αποτυχία αυτή η κυβέρνηση δεν αποστράτευσε αμέσως τον Σαρηγιάννη, αλλά ο ίδιος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο και στην επίθεση προς την Κιουτάχεια και το Εσκή Σεχίρ, αλλά κυρίως και στην τελική μοιραία προέλαση προς την Άγκυρα. Στο πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας (μια από τις δραματικότερες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας), ο Σαρηγιάννης υποστήριξε με θέρμη την προέλαση προς την Άγκυρα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο Κεμάλ είχε ήδη συντριβεί και η νίκη ήταν εξασφαλισμένη.

Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αγορεύει στην “δίκη” των εξ

Ο Σαρηγιάννης αποστρατεύθηκε έξι μήνες (πολύ αργά πλέον) πριν την Μικρασιατική Καταστροφή. Πριν την “δίκη” των “εξ” και ενώ η Ελλάδα “καιγόταν” από την Μικρασιατική Καταστροφή, τους πρόσφυγες και τον κοινωνικο-οικονομικό αναβρασμό, ο Σαρηγιάννης επανήλθε στο στράτευμα από τον Πάγκαλο και την “επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά” με προαγωγή για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει ως τότε. Ο Πάγκαλος τον κάλεσε και ως μάρτυρα στην προανάκριση της δίκης, αλλά δυστυχώς δεν σώζεται η κατάθεση του καθώς τα αρχεία της προανάκρισης καταστράφηκαν με ύποπτο τρόπο από την “επαναστατική κυβέρνηση” Πλαστήρα λίγους μήνες μετά την εκτέλεση (δολοφονία) των “εξι”. Περιέργως ο Σαρηγιάννης δεν συμμετείχε ως μάρτυρας στην “δίκη” (ούτε και ως κατηγορούμενος ως μάλλον θα όφειλε κατά την γνώμη μας). Η υπεράσπιση του Χατζηανέστη (σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής) ζήτησε με αίτημα της να εξεταστεί σε αντιπαράσταση με τον κατηγορούμενο, αλλά ο “πρόεδρος” της έδρας Οθωναίος καταπατώντας τους πλέον στοιχειώδεις νομικούς κανόνες, αρνήθηκε αναιτιολόγητα  να τον καλέσει ως μάρτυρα, αλλά ακόμη και να διαβάσει την κατάθεση του από την έδρα.

Το καλοκαίρι του 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος αφού την προανήγγειλε από τις στήλες των εφημερίδων, επιβάλλει την δικτατορία του, με την συγκατάθεση της πλειοψηφίας της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, γεγονός πρωτοφανές στην κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας. Η βασικότερη πρόθεση του Παγκάλου σύμφωνα με άρθρα και δηλώσεις του, ήταν η επανάληψη του πολέμου (revanche) με την Τουρκία. Ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού για τον επικείμενο πόλεμο που θα ξεκινούσε με επίθεση στον Έβρο, επέλεξε (ποιόν άλλον;) τον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη (μάλλον θα εκτίμησε τις επιδόσεις του στον Μικρασιατικό πόλεμο), στον οποίο ανέθεσε προσωπικά την ανασύνταξη του Ελληνικού στρατού και την προετοιμασία του για πόλεμο με την Τουρκία. Μετά την πτώση της Παγκαλικής δικτατορίας, ο Σαρηγιάννης αποστρατεύεται εκ νέου από την Οικουμενική κυβέρνηση Ζαίμη, ακολουθώντας την τύχη των υπολοίπων Παγκαλικών αξιωματικών. Στην Κατοχή συναντούμε τον στρατηγό πλέον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη να διαπραγματεύεται σκληρά με το ΕΑΜ για αρχικά να αναλάβει την διοίκηση όλου του ΕΛΑΣ και λίγο μετά μια “μεραρχία” του ΕΛΑΣ. Τελικώς ορίστηκε υποδιοικητής του ΕΛΑΣ υπό τον Στέφανο Σαράφη (μην μείνει αναξιοποίητος τέτοιος “μέγας στρατάρχης”) και μάλιστα στάλθηκε ως αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στην συνδιάσκεψη του Λιβάνου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που προέκυψε από την Συνδιάσκεψη, συμμετείχε ως υφυπουργός στρατιωτικών και ήταν επίσης ένας από τους υπουργούς της αριστεράς που παραιτήθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944, παραίτηση που οδήγησε στην κυβερνητική κρίση και στα αιματηρά “Δεκεμβριανά” που αιματοκύλισαν την Αθήνα.

Συμπέρασμα

Η άποψη μας για την “δίκη” των “εξ” έχει εκφραστεί τεκμηριωμένα πολλές φορές στο παρελθόν με αρκετές δημοσιεύσεις. Η περίπτωση Σαρηγιάννη και η κραυγαλέα απουσία του από το εδώλιο του κατηγορουμένου, αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση για τον στημένο και προαποφασισμένο χαρακτήρα της “δίκης” που αποτέλεσε την πλήρη γελοιοποίηση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, για την συντεχνιακή υπεράσπιση των πραξικοπηματιών στρατιωτικών (Πάγκαλος, Πλαστήρας, Γονατάς, Οθωναίος) υπέρ άλλων συναδέλφων τους (Σαρηγιάννης). Υπάρχουν επίσης και βάσιμες υποψίες ότι οι σχέσεις Παγκάλου – Σαρηγιάννη διατηρήθηκαν και μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ πολλοί συνδέουν τις σχέσεις αυτές με τις περίεργες εισηγήσεις του Σαρηγιάννη κατά το κρίσιμο πολεμικό έτος του 1921 (δεν υπάρχουν πάντως σοβαρά στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο).

Προφανώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Σαρηγιάννης εσκεμμένα συμβούλεψε εσφαλμένα για να οδηγήσει την Ελληνική στρατιά στην ήττα και στον όλεθρο. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αδιανόητο για Έλληνα αξιωματικό του στρατού και ούτε εμείς υιοθετούμε μια τέτοια κατηγορίαΓια τους “έξ” αθώους που εκτελέστηκαν (δολοφονήθηκαν) υπήρχαν άραγε τέτοιες αποδείξεις;

Ι. Β. Δ.

ΠΗΓΕΣ
Γεράσιμος Βασιλάτος, Η δίκη των “εξ”
Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάδα στην Μικρά Ασία
Γενικό Επιτελείο Στρατού, Επίτομος Ιστορία της Μικρασιατικής εκστρατείας
Ιωάννη Πασσά, η αγωνία ενός έθνους

Στις 6 Φεβρουαριου1921 έγινε στο Λονδίνο η πρώτη συνδιάσκεψη των Συμμάχων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) στην οποία συμμετείχε η Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον τότε πρωθυπουργό Καλογερόπουλο. Την Ελληνική στρατιά της Μ. Ασίας αντιπροσώπευε ο αντ/σχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης ως ειδικός σύμβουλος σε στρατιωτικά θέματα που αφορούσαν το μέτωπο. Ο Σαρηγιάννης είχε κάνει λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό, ήταν απόφοιτος της σχολής Πολέμου της Γαλλίας, εθεωρείτο άριστος επιτελικός, είχε προαχθεί επ΄ανδραγαθία στην μάχη του Σκρα το 1917, ενώ ήταν υπαρχηγός του Γενικού επιτελείου στην Μικρά Ασία επί Βενιζέλου. Γενικά είχε ιδιαίτερη σύνδεση με τον επιτελάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο του οποίου ήταν προστατευόμενος, αλλά δεν αντικαταστάθηκε μετά την πολιτική μεταβολή του Νοεμβρίου, καθώς η Κυβέρνηση θεώρησε πως έπρεπε να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος με την προηγούμενη ανώτατη διοίκηση που τα περισσότερα μέλη της είτε είχαν παραιτηθεί (Παρασκευόπουλος), είτε είχαν αυτομολήσει ενώπιον του εχθρού πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη (Κονδύλης, Ιωάννου, Ζαφειρίου κτλ) που βρισκόταν υπό διεθνή Αρμοστεία.

Ο Σαρηγιάννης στην Συνδιάσκεψη του Λονδίνου στην οποία συμμετείχε ως ο κύριος στρατιωτικός σύμβουλος της Ελληνικής Κυβέρνησης, ερωτώμενος σχετικά με τις δυνατότητες του Ελληνικού στρατού, προσπάθησε να πείσει ότι ο Ελληνικός στρατός (80.000 άνδρες τότε) είχε τις δυνάμεις να συντρίψει τον Κεμάλ εντός τριών μηνών βαδίζοντας αν χρειαζόταν και πέραν της Άγκυρας. Ο Αρχιστράτηγος της Γαλλίας Foch νικητής του Α΄ παγκοσμίου πολέμου που παρευρισκόταν στις συσκέψεις δήλωσε πως χρειάζονταν 27 μεραρχίες για την επιχείρηση. Ο Σαρηγιάννης απτόητος βεβαίωνε τους Βρετανούς ιθύνοντες (ναύαρχος Κάρρ) πως ο Ελληνικός στρατός ήταν έτοιμος για προέλαση. Ο Δημήτριος Γούναρης που εν τω μεταξύ είχε επίσης έρθει στο Λονδίνο μετά από πρόσκληση της Συνδιάσκεψης, ακολούθησε τις συμβουλές του Σαρηγιάννη, θεωρώντας πως η επικείμενη στρατιωτική επιτυχία στο μέτωπο θα ενδυνάμωνε διπλωματικά την Ελλάδα. Να σημειωθεί πως ο διοικητής της στρατιάς της Μ. Ασίας υποστράτηγος Παπούλας μετέπειτα μάρτυρας κατηγορίας στην παρωδία δίκης των “εξ”, δεν εκδήλωσε αντίθεση στην επιχείρηση. Αντίθεση εκδήλωσε ο υποστράτηγος Γουβέλης που παραιτήθηκε από το Γενικό Επιτελείο, αλλά και ο απόστρατος Βίκτωρ Δούσμανης. Αμφότεροι με εκθέσεις τους προς την Κυβέρνηση ζητούσαν την ενίσχυση του μετώπου με 50.000 άνδρες πριν την περαιτέρω προέλαση, καθώς ορθώς επεσήμαναν την ενδυνάμωση του εχθρού.

Οι συμβουλές και η επιμονή του Σαρηγιάννη και το διπλωματικό αδιέξοδο του Λονδίνου, παρέσυραν την Κυβέρνηση και οδήγησαν στην αποτυχημένη επίθεση του Μαρτίου του 1921, όπου ο Ελληνικός στρατός είχε απώλειες 5.000 νεκρούς αγνοούμενους και τραυματίες. Το ηθικό των Κεμαλιστών ανέβηκε χάρις την νίκη αυτή και εκατοντάδες Τούρκοι αξιωματικοί έσπευδαν να ενισχύσουν τον Κεμάλ, ενώ σπουδαίος ήταν και ο διεθνής αντίκτυπος της αποτυχίας. Μετά την αποτυχία αυτή η κυβέρνηση δεν αποστράτευσε αμέσως τον Σαρηγιάννη, αλλά ο ίδιος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο και στην επίθεση προς την Κιουτάχεια και το Εσκή Σεχίρ, αλλά κυρίως και στην τελική μοιραία προέλαση προς την Άγκυρα. Στο πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας (μια από τις δραματικότερες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας), ο Σαρηγιάννης υποστήριξε με θέρμη την προέλαση προς την Άγκυρα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο Κεμάλ είχε ήδη συντριβεί και η νίκη ήταν εξασφαλισμένη.

Ο Σαρηγιάννης αποστρατεύθηκε έξι μήνες (πολύ αργά πλέον) πριν την Μικρασιατική Καταστροφή. Πριν την “δίκη” των “εξ” και ενώ η Ελλάδα “καιγόταν” από την Μικρασιατική Καταστροφή, τους πρόσφυγες και τον κοινωνικο-οικονομικό αναβρασμό, ο Σαρηγιάννης επανήλθε στο στράτευμα από τον Πάγκαλο και την “επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά” με προαγωγή για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει ως τότε. Ο Πάγκαλος τον κάλεσε και ως μάρτυρα στην προανάκριση της δίκης, αλλά δυστυχώς δεν σώζεται η κατάθεση του καθώς τα αρχεία της προανάκρισης καταστράφηκαν με ύποπτο τρόπο από την “επαναστατική κυβέρνηση” Πλαστήρα λίγους μήνες μετά την εκτέλεση (δολοφονία) των “εξι”. Περιέργως ο Σαρηγιάννης δεν συμμετείχε ως μάρτυρας στην “δίκη” (ούτε και ως κατηγορούμενος ως μάλλον θα όφειλε κατά την γνώμη μας). Η υπεράσπιση του Χατζηανέστη (σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής) ζήτησε με αίτημα της να εξεταστεί σε αντιπαράσταση με τον κατηγορούμενο, αλλά ο “πρόεδρος” της έδρας Οθωναίος καταπατώντας τους πλέον στοιχειώδεις νομικούς κανόνες, αρνήθηκε αναιτιολόγητα  να τον καλέσει ως μάρτυρα, αλλά ακόμη και να διαβάσει την κατάθεση του από την έδρα. Το καλοκαίρι του 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος αφού την προανήγγειλε από τις στήλες των εφημερίδων, επιβάλλει την δικτατορία του, με την συγκατάθεση της πλειοψηφίας της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, γεγονός πρωτοφανές στην κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας. Η βασικότερη πρόθεση του Παγκάλου σύμφωνα με άρθρα και δηλώσεις του, ήταν η επανάληψη του πολέμου (revanche) με την Τουρκία. Ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού για τον επικείμενο πόλεμο που θα ξεκινούσε με επίθεση στον Έβρο, επέλεξε (ποιόν άλλον;) τον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη (μάλλον θα εκτίμησε τις επιδόσεις του στον Μικρασιατικό πόλεμο), στον οποίο ανέθεσε προσωπικά την ανασύνταξη του Ελληνικού στρατού και την προετοιμασία του για πόλεμο με την Τουρκία. Μετά την πτώση της Παγκαλικής δικτατορίας, ο Σαρηγιάννης αποστρατεύεται εκ νέου από την Οικουμενική κυβέρνηση Ζαίμη, ακολουθώντας την τύχη των υπολοίπων Παγκαλικών αξιωματικών. Στην Κατοχή συναντούμε τον στρατηγό πλέον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη να διαπραγματεύεται σκληρά με το ΕΑΜ για αρχικά να αναλάβει την διοίκηση όλου του ΕΛΑΣ και λίγο μετά μια “μεραρχία” του ΕΛΑΣ. Τελικώς ορίστηκε υποδιοικητής του ΕΛΑΣ υπό τον Στέφανο Σαράφη (μην μείνει αναξιοποίητος τέτοιος “μέγας στρατάρχης”) και μάλιστα στάλθηκε ως αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στην συνδιάσκεψη του Λιβάνου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που προέκυψε από την Συνδιάσκεψη, συμμετείχε ως υφυπουργός στρατιωτικών και ήταν επίσης ένας από τους υπουργούς της αριστεράς που παραιτήθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944, παραίτηση που οδήγησε στην κυβερνητική κρίση και στα αιματηρά “Δεκεμβριανά” που αιματοκύλισαν την Αθήνα.

Συμπέρασμα

Η άποψη μας για την “δίκη” των “εξ” έχει εκφραστεί τεκμηριωμένα πολλές φορές στο παρελθόν με αρκετές δημοσιεύσεις. Η περίπτωση Σαρηγιάννη και η κραυγαλέα απουσία του από το εδώλιο του κατηγορουμένου, αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση για τον στημένο και προαποφασισμένο χαρακτήρα της “δίκης” που αποτέλεσε την πλήρη γελοιοποίηση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, για την συντεχνιακή υπεράσπιση των πραξικοπηματιών στρατιωτικών (Πάγκαλος, Πλαστήρας, Γονατάς, Οθωναίος) υπέρ άλλων συναδέλφων τους (Σαρηγιάννης). Υπάρχουν επίσης και βάσιμες υποψίες ότι οι σχέσεις Παγκάλου – Σαρηγιάννη διατηρήθηκαν και μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ πολλοί συνδέουν τις σχέσεις αυτές με τις περίεργες εισηγήσεις του Σαρηγιάννη κατά το κρίσιμο πολεμικό έτος του 1921 (δεν υπάρχουν πάντως σοβαρά στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο).

Προφανώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Σαρηγιάννης εσκεμμένα συμβούλεψε εσφαλμένα για να οδηγήσει την Ελληνική στρατιά στην ήττα και στον όλεθρο. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αδιανόητο για Έλληνα αξιωματικό του στρατού και ούτε εμείς υιοθετούμε μια τέτοια κατηγορία. Για τους “έξ” αθώους που εκτελέστηκαν (δολοφονήθηκαν) υπήρχαν άραγε τέτοιες αποδείξεις;

Ι. Β. Δ. (θέματα ἑλληνικῆς ἱστορίας)

ΠΗΓΕΣ
Γεράσιμος Βασιλάτος, Η δίκη των “εξ”
Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάδα στην Μικρά Ασία
Γενικό Επιτελείο Στρατού, Επίτομος Ιστορία της Μικρασιατικής εκστρατείας
Ιωάννη Πασσά, η αγωνία ενός έθνους

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

4 thoughts on “Ἡ «ἐκτέλεσις τῶν ἕξ». (σὰν σήμερα)

  1. Τὴν ἐκστρατείαν δὲν τὴν ἔκαμε ὁ Βενιζέλος ἀλλὰ ὁ Γούναρης ὁ ὁποῖος ἐκέρδισε τὰς ἐκλογὰς μὲ τὸ σύνθημα “ΟΙΚΑΔΕ”, δηλαδὴ ἐπιστροφὴ τοῦ στρατοῦ εἰς τὴν πατρίδα ἀλλὰ μόλις τὰς ἐκέρδισε λησμονήσας τὸ “οἴκαδε” ἤρξατο τὴν πορείαν πρὸς τὴν Ἄγκυραν μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτελέσματα. Ὅπως δῆλα δὴ τὸ “ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ” τοῦ ἄρτι ἐκπαραθυροθέντος Τζέφρυ. Ὑπάρχει ὅμως καὶ τεραστία ἐνοχὴ τοῦ Βενιζέλου εἰς τὸ ὅτι ἐνῶ δὲν ὑπῆρχε λόγος ἔκαμε τὰς ἐκλογὰς ἐκείνας τοῦ 1920 εἰς τὰς ὁποίας κατεβαραθρώθη μὲ συνέπειαν ἡ Ἑλλὰς νὰ περιπέσῃ εἰς φαυλοτέρους αὐτοῦ. Πότε ἐπιτέλους θὰ παύσωμεν νὰ ψηφίζομεν τοὺς λάθος ἄνθρώπους; πότε;

    • Ποιός ξεκίνησε Νικόλαε;
      Ὁ Γούναρης πράγματι ἔπραξε ὅσα γράφεις, ἀλλὰ βασιζόμενος σὲ ἄλλων τὶς θέσεις.

      • Βεβαίως καὶ συμφωνῶ, άλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ἀπαλάσσει τῶν εὐθυνῶν του. Καὶ ὁ Τζέρφρυ μὲ τὸ “λεφτὰ ὑπάρχουν” προφανῶς εἰς ἄλλων θέσεις ἐβασίζετο πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ὅμως οὔτε αὐτὸν ἀπαλάσσει τῶν εὐθυνῶν του, οὔτε καὶ τοὺς ψηφοόρους του. Ἀλλὰ καὶ ὁ Βενιζέλος ποῦ ἐβασίζετο ὅταν ἔκαμε τὰς μοιραίας ἐκείνας ἐκλογάς; Καὶ αὐτὸς φερει τεράστιον μέρος τῆς εὐθύνης ὅπως καὶ οἱ καταψηφίσαντες αὐτόν.

Leave a Reply