Καὶ ἐγέννησεν Ποίησιν

 

Σιωπηλὸν πισωπλάτησε μὲ τρόμον τὸ σκότος,
ἔσειρε τὰ βήματά του δειλά,
πέρα τῆς Πρώτης Φωνῆς,
πέραν τοῦ ὡραίου φωτὸς μακρυὰ
καὶ τῆς ἐγκύου φλογισμένης τῶν Ἑλλήνων γλώσσης.
 

 Ὁλόρθα τὰ πέλαγα, ἀγωνιοῦν,
τῆς ἀνθισμένης ἀντίκρυ στεριᾶς, καθισμένα·
τίκτει ἐμπρός τους ἡ Ἑλλάς,
πρωτόγεννον λόγον,
τῆς φύσεως καύχημα εἶναι.
 

 Φῶς ἐγεννήθη, Πέτρας Λαμπρῆς 
καὶ οἱ θάλασσες φώναξαν 
καὶ τὰ πέλαγα φουρτουνιασμένα, ἡμέρωσαν.
– Ἐμένα μοιάζει,
μὲ περίσσιαν χάρι
καὶ εὐφράνθησαν 
καὶ γελοῦσε,
τὸ βυθισμένον τοῦ φωτὸς τὸ βασίλεμα,
πλανεμένον ἀνάμεσα εἰς τὸ ψιθύρισμα,
τῶν σὲ ὅρη γεννημένων λιμνῶν 
καὶ εἰς τῶν ματιῶν τοῦ ἔρωτα,
ὡραίων φθινοπωρινῶν ποταμῶν.


 -Ἴσως γηραιὲ γαλάζιε,
ἡ χιονισμένη σου ἁρμύρα,
τὰ μάτια σου βαραίνει.
 Ἐμένα μοιάζει,
μὲ καμάρι ἐφώναξε,
πληρώνοντας μὲ χρώματα,
ἡ ἄνοιξις τὴν αὐγήν.

 

 Ἄνεμος παλαιός,
τοῦ Χάους καὶ τοῦ Χρόνου υἱός,
ξεγύμνωσε ἀκρόγυαλα καὶ νυμφικὲς ἀμμουδιές
καὶ ἀγκαλιάζοντας τὴν συγκινημένη βροχή,
ζωγράφισε εἰς τὰ πατήματά της.
 Ἐμένα μοιάζει,
εἶπε καὶ σιώπησεν ἡ φύσις.

 

 Ζωὴ εἶμαι,
ζωὴν φέρω.
Δὲν ἔχω αἷμα,
εἶμαι τὸ αἷμα.
Δὲν ἔχω ξημέρωμα,
εἶμαι τὸ ξημέρωμα.
Δὲν ἔχω μάτια,
εἶμαι τὰ μάτια.
Δὲν ἔχω χρώματα,
εἶμαι τὰ χρώματα.
Δὲν ἔχω λόγον,
εἶμαι ὁ Λόγος.

 

 Ἤμουν λόγος παλαιός,
κόσμημα εἰς τοῦ Φοίβου τὸ ἅρμα,
τὸ χρῶμα ἤμουν τοῦ χιονιά,
ἀπάνω σὲ ἀτρόμητες πλαγιές,
μαγεύοντας τὴν ἐλάτην καὶ τὶς καστανιές…
ἤμουν πρὶν τὸν ἔρωτα, χάδι,
ξαστεριὰ τῆς συννεφιᾶς, 
σὲ κρυστάλλινα νερὰ
τριήρους βυθισμένης,
θαλάσσια ζωὴ τρυπωμένη 
μέσα εἰς τὸ ξύλινον κουφάρι της ἤμουν.

 

 Νῆες καπετάνιζα εἰς τοῦ Ὁμήρου τὶς λέξεις,
φορτωμένες ἀνδρείαν
καὶ τιμή 
καὶ λόγους ποὺ κυμάτιζαν λεύτεροι εἰς τὶς πρῶρες,
πολέμους ἔκαμνα
καὶ νίκην ἐστεφάνωνα,
φανερώθηκα σὲ βαρβάρους καὶ δάκρυσαν,
γνώρισα ἀρνησίγλωσσα ἀδέλφια 
καὶ μὲ μάτωσαν,
μὲ ζήλεψε τῆς Τροίας ἡ Πανσέληνος 
καὶ ἔλαμψε,
μὲ φίλεψε τοῦ κόσμου ὁ Τύραννος 
καὶ ἔκλαψε,
καὶ ἤλθεν ὁ Σπαρτιάτης νεκρὸς νὰ μὲ τιμήσῃ 
αἱματωμένος κι ἀνάλαφρος,
καἰ ὁ λόγος εἰς τὰ μάτια του Πάνοπλος.

 

 Δόξα καὶ τιμὴ ἦταν τὰ χέρια μου·
ξάπλωνα εἰς τῆς Εἰρήνης τοῦ ὕπνου τὰ δώματα 
καὶ ξυπνοῦσα εἰς τὰ φρικτὰ τοῦ πολέμου τὰ ὀνόματα,
ἤμουν εἰρήνη καὶ πόλεμος καὶ χρησμὸς καὶ μήνυμα,
ἤμουν τῆς γλώσσης καὶ τῆς Σοφίας γέννημα.

 

 Ῥοδιοῦ τὸ χρῶμα ἔχει ἡ φύσις μου 
σὰν σερνικὸν σμαράγδι 
καὶ ἡ καρδιά της μαβιὰ εἶναι μέσα θάλασσα, 
ὑγρὴ ζωὴ, 
ταξιδεμένη καὶ γύρω εἶναι ἤλεκτρον,
γύρω της τροφή,
φῶς κεχριμπαρένιο,
τοὺς σπόρους μου θηλάζει.

 

 Ὅλους ἡ χαρὰ ἐγκατέλειψεν 
ἦταν ὅλοι δακρυσμένοι.
 Ἐμένα μοιάζει, φώναζαν,
  ἐμένα πιότερον, ἀκόμη.

 Ὕστερα ἐσηκώθηκα καὶ ὀρθὴ ἐστάθην·
κύτταξα τὸν ἥλιον ξανὰ καὶ ξανά.
 Ὄχι, δὲν ἤμουν κόρη του 
οὔτε τῆς γῆς παιδί.
 Ἀγόρι μου, ἄνεμε καλέ μου,
οὔτε παιδὶ ἰδικόν σου.
 Συγχῶρα με γλυκειὰ βροχὴ 
καὶ  σὺ ἔρωτα ἀνθέ,
  καλὸν μου Αἰγαῖον ὄχι, ὄχι …
δὲν μοιάζω οὔτε ἐσένα,
 δὲν μοιάζω οὔτε σὲ πέλαγα, 
οὔτε καὶ σὲ γοργόνες..
  μοιάζω ὁλίγον τῆς Σαπφοῦς 
ἴσως καὶ τοῦ Ὁμήρου.
 Μὰ σίγουρα μοιάζω τῆς λαμπρῆς, 
τῆς γλώσσης τῆς Ἑλληνικῆς.
 Εἶμαι ἐγὼ ὁποὺ εἰς τὰ χέρια μου,
ἔγινε ὁ Ἔρως Μέγας!
 Εἶμαι τὸ χρῶμα, τ’ ἄρωμα.
 Ἄκου με φωτιὰ 
ἄνεμε κι’ οὐρανέ μου.
 Ναὶ κυττᾶξτε με, ἐγὼ εἶμαι Ὅλα!
 Ἡ Πρωτότοκος Εὶμαι Κόρη,
ἡ τῶν Ἐλλήνων Ποίησις εἶμαι!

Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
4-10-2011

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply