Ἡ ὑπηρέτρια.

Τὶς προάλλες ἐφώναξα στὸ γραφεῖο μου τὴ δεσποινίδα Ἰουλία, τὴ δασκάλα των παιδιῶν. Ἔπρεπε νὰ τῆς δώσω τὸ μισθό της.
Κάθισε νὰ κάνουμε τὸ λογαριασμό, τῆς εἶπα. Θὰ ἔχῃς ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα καὶ σὺ ντρέπεσαι νὰ ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου… Λοιπόν…

Συμφωνήσαμε γιὰ τριάντα ῥούβλια* τὸ μῆνα…

Γιὰ σαράντα.
Ὄχι, γιὰ τριάντα, τὸ ἔχω σημειώσει. Ἐγὼ πάντοτε τριάντα ῥούβλια δίδω στὶς δασκάλες… Λοιπόν, ἔχεις δύο μῆνες ἐδῶ…
Δύο μῆνες καὶ πέντε ἡμέρες…
Δύο μῆνες ἀκριβῶς… Τὸ ἔχω σημειώσει… Λοιπόν, ἔχουμε ἑξῆντα ῥούβλια. Πρέπει νὰ βγάλουμε ἐννέα Κυριακές… δὲν δουλεύετε τὶς Κυριακές.

Πηγαίνετε περίπατο μὲ τὰ παιδιά. Ἔπειτα ἔχουμε τρεῖς ἑορτές…
Ἡ Ἰουλία ἔγινε κατακόκκινη καὶ ἄρχισε νὰ τσαλακώνῃ νευρικὰ τὴν ἄκρη του φουστανιοῦ της, μὰ δὲν εἶπε λέξι.
Τρεῖς ἑορτές… μᾶς κάνουν δώδεκα ῥούβλια τὸν μῆνα… Ὁ Κόλλιας ἦταν άῤῤωστος τέσσερεις ἡμέρες καὶ δὲν τοῦ ἔκανες μάθημα… Μονάχα μὲ τὴν Βαρβάρα ἀσχολήθηκες… Τρεῖς ἡμέρες εἶχες πονόδοντο καὶ ἡ γυναῖκα μου σοῦ  εἶπε νὰ ἀναπαυθῇς μετὰ τὸ φαγητό… Δώδεκα καὶ ἑπτὰ δεκαεννέα. Ἀφαιρούμε, μᾶς μένουν… Χμ! σαράντα ἕνα ῥούβλια… Σωστά;

Τὸ ἀριστερὸ μάτι τῆς Ἰουλίας ἔγινε κατακκόκινο καὶ ἐνότισε. Ἄρχισε νὰ τρέμῃ τὸ σαγόνι της. Τὴν ἔπιασε ἕνας νευρικὸς βῆχας, ἔβαλε τὸ μαντῆλι στὴν μύτη της, μὰ δὲν ἔβγαλε ἄχνα.
Τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔσπασες ἕνα φλυτζάνι τοῦ τσαγιοῦ μὲ τό πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ῥούβλια… Τὸ φλυτζάνι κάνει ἀκριβότερα γιατί εἶναι οἰκογενειακὸ κειμήλιο, μὰ δὲν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωροῦμε! Μιὰν ἡμέρα δὲν ἐπρόσεξες τὸν Κόλλια, ἀνέβηκε ὁ μικρός στὸ δένδρο καὶ ἔσκισε τὸ σακάκι του… Βγάζουμε ἄλλα δέκα ῥούβλια… Ἄλλη μιὰν ἡμέρα ποὺ δὲν ἐπρόσεχες, ἔκλεψε μιὰ καμαριέρα τά μποτάκια τῆς Βαρβάρας. Πρέπει νὰ ἔχῃς τὰ μάτια σου τέσσερα, γιὰ αὐτὸ σὲ πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε ἄλλα πέντε ῥούβλια. Στὶς δέκα Ἰανουαρίου σὲ ἐδάνεισα δέκα ῥούβλια…
Ὄχι, δὲν ἔγινε τέτοιο πρᾶμα, ἐμουρμούρισε ἡ Ἰουλία.
Τὸ ἔχω σημειώσει!
Καλά…
Βγάζουμε εἴκοσι ἑπτὰ ῥούβλια, μᾶς μένουν δεκατέσσερα.
Τὰ μάτια της Ἰουλίας ἐγέμισαν δάκρυα. Κόμποι ἱδρῶτα ἐγυάλιζαν ἐπάνω στή μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
Μὰ ἐγὼ μιὰ φορὰ μονάχα ἐδανείσθηκα χρήματα. Μονάχα τρία ῥούβλια, ἀπὸ την κυρία, ἐμουρμούρισε ἡ Ἰουλία καὶ ἡ φωνή της ἔτρεμε…

Αὐτὰ εἶναι ὅλα ὅλα ποὺ ἐδανείσθηκα.
Μπᾶ; Καὶ γὼ δὲν τὰ εἶχα σημειώσει αὐτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα ἔξω τρία, μᾶς μένουν ἕντεκα. Πᾶρε τὰ χρήματά σου, ἀγαπητή μου!

Τρία… τρία, τρία… ἕνα καὶ ἕνα… Πᾶρε τα…
Καὶ τῆς ἔδωσα ἕντεκα ῥούβλια. Τὰ πῆρε μὲ τρεμουλιαστὰ δάκτυλα καὶ τὰ έβαλε στὴν τσέπη της.
Εὐχαριστῶ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ὀρθὸς καὶ ἄρχισα νὰ βηματίζω πέρα δῶθε στὸ γραφεῖο. Μὲ έπιασαν τὰ δαιμόνιά μου.
Καὶ γιατί μὲ εὐχαριστεῖς;
Γιὰ τὰ χρήματα.
Μά, διάολε, ἐγὼ σὲ ἔκλεψα, σὲ ἐλήστευσα! Καὶ μοῦ λὲς κι εὐχαριστῶ;
Οἱ ἄλλοι δὲ μοῦ ἔδιδαν τίποτα!…
Δὲ σοῦ ἔδιδαν τίποτα. Φυσικά! Σοῦ ἔκανα μιὰ φάρσα γιὰ νὰ σοῦ γίνῃ σκληρό μάθημα. Πᾶρε τα ὀγδόντα σοῦ ῥούβλια! Τὰ εἶχα ἕτοιμα στὸ φάκελλο!
Μὰ γιατί δὲν φωνάζεις γιὰ τὸ δίκαιό σου; Γιατί στέκεσαι ἔτσι σάν χαζή; 
Μπορεῖς νὰ ζήσῃς σέ αὐτόν τόν κόσμο ἐάν δέν πατήσῃς λίγο πόδι, ἐάν δέν δείξῃς τά δόντια σου; Γιατί εἶσαι ἄβουλη;
Ἐμουρμούρισε μερικὰ εὐχαριστῶ καὶ βγῆκε.

* Ἄντων Τσέχωφ, Διηγήματα

πηγή: μήνυμα

Leave a Reply