Ἡ ἀνεπίδοτος ἐπιστολὴ τῆς Μαρίας Πολυδούρη.

Ἀγαπητοὶ φίλοι!

Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴ διαβασθῇ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσῃ στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχασθῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζύ. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!

Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀπεφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤταν ζωή, γιὰ ἐμένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουν καὶ πέθαινα κάθε ἡμέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲν ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ ἔλεγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴ μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴ τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ ἐφοβοῦντο καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κυττοῦν κατάμματα, μὴ τύχῃ καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.

Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουν βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν ἔζησα στὴ φαντασία μου. Ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ἀγάπη γεννήθηκαν τὴν ἴδια ἡμέρα. Αὐτὸ τὸ ἔνοιωθα μέσα μου, κι᾿ ὅμως δὲν πίστευα ὅτι θὰ ὑπῆρχε μέρα ποὺ θὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι ἀγαποῦσα ἀληθινά. Δὲν εἶνε στ᾿ ἀλήθεια τραγικό, μιὰ μεγάλη εἰρωνεία, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ νὰ σιωποῦν ἐντελῶς κεῖνοι ποῦ νοιώθουν τὴν ψυχή τους νὰ πνίγεται στὸ πόνο της;

Πολλοὶ ἔλεγαν ὅτι ζοῦσα μεσ᾿ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι᾿ αὐτοί… Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαποῦν κι᾿ ἄλλοι – οἱ λίγοι – προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι᾿ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα. Μοῦ ἔλειπε πάντα μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ πονῆ γιὰ μένα. Κι ἦταν δύσκολο, δύσκολο πολὺ νὰ ζῶ μονάχη μου μέσ᾿ σἕνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στὰ μικρά της ζωῆς καὶ στὸ τίποτα. Ἤμουν σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ἐξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο κι᾿ ἀντὶ νὰ ταξιδεύσῃ στὸν ὀνειροκόσμο του, ἐξέπεσε σὲ τούτη ἐδῶ τὴν γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν ἐμάντευσε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα…

Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό ἐμᾶς ἐκαναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε… – οὔτ᾿ ἀπὸ ἐμᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους – δὲν ἐτόλμησε νὰ ξεφύγῃ ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν ἐτόλμησε νὰ πῃ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτόταν, δὲν ἐτόλμησε νὰ κάνῃ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνῃ. Οἱ περισσότεροι ἦταν – ἤμασταν – δειλοὶ ποὺ ᾿ἔψαχναν ἁπλᾶ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι᾿ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι… Ἀπόκληροί της ἀντιλήψεως… Κι᾿ ὅμως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβῃ, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος ἐτόλμησε… Μοὖπε μάλιστα, πὼς μὲ λυπόταν γιατί τὸν ἀγαποῦσα… ὅτι ἤμουν γι᾿ αὐτὸν μιὰ παρηγοριά. Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἐαυτός του! Γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι᾿ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου ἐσένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν ἐδέχθηκα μὲ εὐμένεια κι᾿ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ ἐμένα. «Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια», ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου…

Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ – ἂν ἐτούτη δῶ ἡ κατάστασις θεωρεῖται ζωὴ – μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητῶ τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο… Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα τὸν δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη… εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι᾿ ὅμως – θεὲ συγχώρεσέ με – θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια… Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ᾿ εὕρω μοναδικὴ κι᾿ ἀξέχαστή μου ἀγάπη… Δὲβ θέλω τίποτα ἄλλο, μόνο νὰ φθάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φθάνει γιὰ νὰ ἰδῶ… νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ᾿ριχνες σὰν ἔφθανα… τὶς μικροῦλες ὅλες ἐκεῖνες ρυτίδες στὸ πρόσωπό σου… νὰ ἰδῶ τὰ χέρια σου ν᾿ ἁπλώνονται σὲ ἐμέναν νὰ μὲ ἀγκαλιάσουν… νὰ ἰδῶ… νὰ νοιώσω τὸ φίλημά σου… Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν…

Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουν παιδί. Ἤμουν ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλά καί ποιό παιδί δέν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη… Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πῇ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ἂν εἶνε δυνατὸν ἄμυαλα παιδιά. Νὰ ζήσετε τὴ ζωή σας μὲ τρέλλα, νὰ ζήσετε παράλογα, νὰ σκοτώσετε τὴ λογικὴ ποὖνε ὁ φονιὰς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, νὰ τολμήσετε νὰ κάνετε τὰ δύσκολα, τὰ μεγάλα, τὰ σημαντικά, ν᾿ ἀκολουθήσετε τὰ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ ἀφήσετε νὰ θρονιασθῇ στὴν καρδιά σας γιὰ πάντα ἡ ἄνοιξις καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, ν᾿ ἀγαπήσετε μὲ πάθος καὶ νὰ καεῖτε ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης σας, νὰ κάνετε τὸν πόνο, τὴν χαρά, τὴν κάθε σας στιγμὴ τραγούδι, κι᾿ ὅταν ἔλθ᾿ ἡ ὥρα ἡ στερνὴ νὰ πεθάνετε ὄχι ἀπὸ πλῆξι, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρίνεια ὅπως ὁ φίλος τζίτζικας, ποὺ τόσο ὡραία τὰ ἔλεγε μὰ ἐμεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια…

Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν…

Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ ἐμένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.

Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply