filonoi.gr
Ἐμμονές.
Ἐμμένω. Ἐν + μένω… Ἐντὸς μένω… Κλειδωμένος μένω κάπου… Φυλακισμένος… Παραμένω κάπου, ἐντός, δίχως νὰ (τολμῶ τὶς περισσότερες φορὲς ἤ νὰ μπορῷ) νὰ φύγῳ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐμμένω κι ἐ…