Ἡ δολοφονία τοῦ Προέδρου Λίνκολν.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΔΙΚΗΣΕΩΣ Ή ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ;

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΣΟΛΑΣ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΑΛΑΣΣΗΝΟΣ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΑΡΚΕΤΩΝ ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΥΧΑΙΑ Ή ΕΣΚΕΜΜΕΝΑ, ΕΙΧΑΝ ΑΡΧΙΚΑ ΑΓΝΟΗΘΕΙ Ή ΣΥΓΚΑΛΥΦΘΕΙ.Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΛΙΝΚΟΛΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΥΠΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΚΟΜΑ ΣΥΝΩΜΟΤΩΝ. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΚΑΙ Η ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΣΑΝ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΑΡΚΟΥΣΕ ΣΑΝ ΕΞΗΓΗΣΗ, ΑΛΛΑ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΕΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΕΜΕΙΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΑ ΗΤΑΝ ΠΟΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΝΩΣΤΑ. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΚΑΝΑΝ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΟΛΙΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 30ΕΤΙΑ, ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΨΙΘΥΡΙΣΟΥΝ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΚΔΟΧΗ: ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΠΛΑΝΙΕΤΑΙ Η ΣΚΙΑ ΜΙΑΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΟΥ ΛΙΝΚΟΛΝ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΤΖΩΝ ΓΟΥΙΛΚΣ ΜΠΟΥΘ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ Ο ΦΥΣΙΚΟΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ…

 Ἀφίσσα από το ομώνυμο τηλεοπτικό έργο.


Ἀφίσσα από το ομώνυμο τηλεοπτικό έργο.

«Χθες το βράδυ έβλεπα πάλι εκείνο το όνειρο», έλεγε μόλις πριν λίγες ώρες ο πρόεδρος μιλώντας στον στρατηγό Γκραντ και τον Υπουργό Ναυτικών, Γκίντεον Ουέλς.

«Ποιό όνειρο;», ρώτησε ο δεύτερος.

«Σχετίζεται με το στοιχείο σου, την θάλασσα. Σαν να βρισκόμουν σε κάποιο παράξενο, απερίγραπτο σκάφος που έμοιαζε να πλέει αργά, σαν αιωρούμενο, και να απομακρύνεται προς κάποια αχανή και ακαθόριστη έκταση, σε κάποια άγνωστη ακτή. Το ίδιο το όνειρο δεν είναι τόσο παράξενο, όσο η επαναληπτικότητά του: κάθε φορά που το βλέπω συμβαίνει κάποιο σημαντικό γεγονός ή καταστροφή. Το είχα ξαναδεί πριν από τα γεγονότα του Φορτ Σάμτερ και την μάχη του Μανάσσας, αλλά και πριν από μεγάλες νίκες, όπως το Γκέττυσμπεργκ και το Βίκσμπεργκ».

A. Linkoln

A. Linkoln

Δεν υπήρχε τίποτα κοινό στον χαρακτήρα αυτών των δύο ατόμων. Ενας αυτοδημιούργητος, έξυπνος πολιτικός από την μία, ένας κατάσκοπος, μισάνθρωπος από την άλλην.
Ένα είναι σίγουρο: Ο Στάντον ήταν αρμόδιος υπουργός επιφορτισμένος για την ασφάλεια του Λίνκολν που κράταγε στα χέρια του όλον τον μηχανισμό της Εθνικής Αμύης, πληροριών και ασφαλείας.
Κρίθηκε απαραίτητος κατά τον πόλεμο από τον Λίκνολν, για να φέρει σε πέρας πολλές «βρωμοδουλειές» που απαιτούσε η τελική νίκη, αλλά είχε πάρει σαφώς την απόφαση να απαλλαγεί από αυτόν άμεσα στην ισχύ του.
Κι ο Στάντον το …έμαθε.
Ο διάδοχος του Λίνκολν, Α. Τζόνσον, θα κάνει τρομερό αγώνα να διώξει τον Στάντον από την θέση του, που αρνήθηκε να αφήσει το πόστο του παρά την εντολή του νέου προέδρου. Γι αυτό και ο Τζόνσον θα υποστεί την πρώτη κίνηση για άρση εμπιστοσύνης εν ενεργεία προέδρου στην αμερικανική ιστορία, από τον κύκλο του Στάντον.
Παρόλα αυτά η κίνηση δεν πέρασε την τελευταία στιγμη και ο Στάντον τερμάτισε την καριέρα του. Θα πεθάνει μετά ένα χρόνο, ακολουθώντας στον τάφο τον Μπαίηκερ, τον κατάσκοπο που «ήξερε πολλά».

 

Όλοι απέδωσαν το όνειρο στην αναμενόμενη παράδοση των τελευταίων νοτίων στρατευμάτων στον στρατηγό Σέρμαν, από όπου περίμεναν ειδήσεις από στιγμή σε στιγμή. Ο πόλεμος ουσιαστικά είχε τελειώσει και όλοι διακατέχονταν από εύθυμη διάθεση. Μόνον ο πρόεδρος έδειχνε μελαγχολικός και κατηφής.

Λίγο αργότερα επιβιβάστηκε σε μία άμαξα και μαζί με την σύζυγό του αναχώρησαν για το θέατρο Φορντ, όπου θα παρακολουθούσαν την θεατρική κωμωδία «Ο Αμερικανός εξάδελφός μας», στην οποία είχαν κρατηθεί οι αντίστοιχες θέσεις επισήμων στο θεωρείο. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου 1865 και το προεδρικό ζεύγος, κατόπιν προτροπής της πάντοτε απαιτητικής συζύγου, είχε αποφασίσει να αφεθεί στην πολυτέλεια μίας νυκτερινής εξόδου, τώρα που ο τετραετής αδελφοκτόνος πόλεμος είχε πλέον λήξει. Ο πρόεδρος δεν είχε καμμία διάθεση για θέατρο ή πολυκοσμία, αλλά δεν ήταν εύκολο να αρνηθείς κάτι στην Μαίρη Λίνκολν. Στην έξοδο του Λευκού Οίκου ο πρόεδρος αποχαιρέτησε τον σωματοφύλακά του, Ουίλλιαμ Κρουκ, από την προσοχή του οποίου δεν διέφυγε η μελαγχολική διάθεση του προέδρου. Ακόμα και ο αποχαιρετισμός του ήχησε παράξενος εκείνο το βράδυ. Είχε πει «Αντίο, Κρουκ». Όλες τις άλλες φορές συνήθιζε να λέει «Καληνύκτα, Κρουκ». Σήμερα ξαφνικά, είχε πει «Αντίο»…

E. Stanton

E. Stanton

Όλοι απέδωσαν το όνειρο στην αναμενόμενη παράδοση των τελευταίων νοτίων στρατευμάτων στον στρατηγό Σέρμαν, από όπου περίμεναν ειδήσεις από στιγμή σε στιγμή. Ο πόλεμος ουσιαστικά είχε τελειώσει και όλοι διακατέχονταν από εύθυμη διάθεση. Μόνον ο πρόεδρος έδειχνε μελαγχολικός και κατηφής.

Λίγο αργότερα επιβιβάστηκε σε μία άμαξα και μαζί με την σύζυγό του αναχώρησαν για το θέατρο Φορντ, όπου θα παρακολουθούσαν την θεατρική κωμωδία «Ο Αμερικανός εξάδελφός μας», στην οποία είχαν κρατηθεί οι αντίστοιχες θέσεις επισήμων στο θεωρείο. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου 1865 και το προεδρικό ζεύγος, κατόπιν προτροπής της πάντοτε απαιτητικής συζύγου, είχε αποφασίσει να αφεθεί στην πολυτέλεια μίας νυκτερινής εξόδου, τώρα που ο τετραετής αδελφοκτόνος πόλεμος είχε πλέον λήξει. Ο πρόεδρος δεν είχε καμμία διάθεση για θέατρο ή πολυκοσμία, αλλά δεν ήταν εύκολο να αρνηθείς κάτι στην Μαίρη Λίνκολν. Στην έξοδο του Λευκού Οίκου ο πρόεδρος αποχαιρέτησε τον σωματοφύλακά του, Ουίλλιαμ Κρουκ, από την προσοχή του οποίου δεν διέφυγε η μελαγχολική διάθεση του προέδρου. Ακόμα και ο αποχαιρετισμός του ήχησε παράξενος εκείνο το βράδυ. Είχε πει «Αντίο, Κρουκ». Όλες τις άλλες φορές συνήθιζε να λέει «Καληνύκτα, Κρουκ». Σήμερα ξαφνικά, είχε πει «Αντίο»…

Πέντε ώρες αργότερα ο πρόεδρος βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με μία έκφραση ειρωνείας στα ανοικτά, αλλά αδιάφορα μάτια του, ασυνήθιστη για τον χαρακτήρα του, βυθισμένος στην άγνοια ενός κώματος και περιστοιχισμένος από τουλάχιστον 50 άτομα τα οποία είχαν συνωστισθεί γύρω από την ψηλόλιγνη μορφή του για να συμπαρασταθούν στις τελευταίες του ώρες. Ο γιατρός ήταν σαφής: δεν υπήρχε σωτηρία. Η σφαίρα είχε εισχωρήσει στο πίσω δεξιό μέρος του κρανίου ακολουθώντας μία διαγώνια πορεία και είχε σφηνωθεί πίσω από τον αριστερό βολβό του ματιού, συμπαρασύροντας στην πορεία της μικρά θραύσματα του κρανίου.

Στην αρχή η έκφρασή του ήταν ήρεμη, αλλά σταδιακά η αριστερή πλευρά του προσώπου είχε αρχίσει να συσπάται, παραμορφώνοντας την άκρη του στόματος με έναν χλευαστικό μορφασμό. Μετά η δεξιά πλευρά άρχισε να μελανιάζει και ο αριστερός οφθαλμός να διογκώνεται. Όταν η Μαίρη Λίνκολν τον αντίκρυσε ξέσπασε σε μία υστερική κραυγή και οδηγήθηκε έξω από το δωμάτιο. Η αναπνοή του επιδεινωνόταν. Γινόταν σπασμωδική και για μεγάλα διαστήματα διακοπτόταν τελείως. Το στήθος φούσκωνε σε μία εισπνοή και σε ανύποπτο χρόνο ο αέρας απελευθερωνόταν με έναν ξαφνικό ρόγχο μέσα από τα μελανιασμένα χείλη. Το μαρτύριο αυτό θα συνεχιζόταν για οκτώ ολόκληρες ώρες. Στις 07.00 του Μεγάλου Σαββάτου τα μάγουλα αποτραβήχτηκαν ακόμα περισσότερο μέσα στο κάτισχνο, σχεδόν αποσκελετωμένο πρόσωπο και η αναπνοή επιταχύνθηκε σε ρυθμό, με μικρές, σύντομες εισπνοές. Είκοσι λεπτά αργότερα το στήθος ανέβηκε σε μία βαθειά, τελευταία ανάσα, ο αέρας απελευθερώθηκε αργά και το πρόσωπο απέκτησε πάλι την αρχική ηρεμία του, σαν πράγματι η ψυχή του να ταξίδευε γαλήνια, «…προς κάποια μακρινή, αχανή έκταση, κάποιας άγνωστης ακτής».

Ο υπουργός πολέμου Έντουιν Στάντον, το ισχυρότερο στέλεχος της κυβερνήσεως μετά τον ίδιο τον πρόεδρο, ξεστόμισε τις τέσσερις λέξεις οι οποίες θα γίνονταν ο επικήδειός του: «Τώρα ανήκει στην Ιστορία»…

ΠΡΙΝ ΞΕΣΠΑΣΕΙ Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

Άνοδος του Λίνκολν

Ο Αβραάμ Λίνκολν βρέθηκε στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος το 1856, συνεχίζοντας την πολιτική της καταργήσεως της δουλείας η οποία είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά από τον ιδρυτή του κόμματος Τζων Φρήμοντ. Ο Φρήμοντ ηττήθηκε στις προεδρικές εκλογές εκείνου του έτους από τον Δημοκρατικό Μπιουκάναν, οπότε οι Ρεπουμπλικάνοι πρότειναν σαν επόμενο υποψήφιο τον ανερχόμενο Λίνκολν.

Οι εκλογές είχαν έλθει σε μία εποχή όπου οι οικονομικές διαφορές μεταξύ Βορείων και Νοτίων πολιτειών είχαν ενταθεί. Ήταν η πρώτη φορά που η ύπαρξη του θεσμού της δουλείας δημιουργούσε ένα ορατό οικονομικό πρόβλημα μεταξύ των πολιτειών και η διατήρησή του θα είχε τρομερές επιπτώσεις στο μέλλον των μέσων πολιτών των ΗΠΑ. Ορισμένα μέλη τα οποία επεδίωκαν να χριστούν υποψήφιοι διεκήρυτταν ότι η εκλογή τους θα σήμαινε και την κατάργηση της δουλείας την επόμενη κιόλας ημέρα. Ο Λίνκολν όμως αντελήφθη νωρίς ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε απώλειες ψήφων του Νότου, οπότε προτίμησε να υιοθετήσει μία μετριοπαθέστερη στάση, αρκούμενος να υπερθεματίζει λεκτικά και…ανθρωπιστικά.

Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1860 καθορίστηκε από τον αριθμό των ψήφων του πολυπληθέστερου Βορρά, όχι επειδή οι κάτοικοί του ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της απελευθερώσεως των νέγρων, αλλά επειδή ο ραγδαίος πλουτισμός του γαιοκτήμονα Νοτίου παρεμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη και εξάπλωση της βιομηχανίας του. Η ασαφής στάση του Λίνκολν και η επικρότηση των ληστρικών επιδρομών του Τζων Μπράουν εκ μέρους του Βορρά, προκάλεσαν την απόσχιση του Νότου ο οποίος διεκδικούσε την ανεξαρτησία του βασιζόμενος στο Σύνταγμα των ΗΠΑ και το Καταστατικό Δικαιωμάτων των Πολιτειών: κάθε πολιτεία είχε το δικαίωμα της αποσκίσεως, εάν θεωρούσε ότι τα δικαιώματά της προσβάλλοντο από την συμμετοχή της στην Ένωση.

Ο Λίνκολν όμως στάθηκε ανυποχώρητος στο θέμα αυτό, δηλώνοντας εξ αρχής ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η ενότητα της χώρας, και όχι η τύχη της δουλείας. Για αυτόν και μόνο τον λόγο ο πόλεμος, κατά την κρίση του, ήταν δικαιολογημένος. Η κατάφορη αυτή παραβίαση του Συντάγματος αγανάκτησε ακόμα περισσότερο τους Νοτίους, προσδίδοντας στον αγώνα τους το ηθικό δικαίωμα να πολεμήσουν για την ανεξαρτησία τους: είχαν εισέλθει στην Ένωση των Πολιτειών με την δική τους ελεύθερη βούληση, αλλά τώρα ο πρόεδρος τους υπεχρέωνε να πολεμήσουν για να βγουν από αυτή! Έκτοτε η πολιτική τύχη του Λίνκολν συνδέθηκε άρρηκτα με την νίκη του Βορρά.

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ:

ΤΑΦΟΣ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ, ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ

Αν ο πρόεδρος Λίνκολν και τουλάχιστον άλλα τρία εκατομμύρια στρατευμένων νέων που σφαγιάζονταν στα πεδία των μαχών επιθυμούσαν την ειρήνη με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, υπήρχαν και ορισμένοι οι οποίοι ριγούσαν στην σκέψη αυτή. Η σπουδαιότερη διάσταση μίας πολεμικής συγκρούσεως ονομάζεται «χρήμα» και αυτό απορρέει από τις στρατιωτικές προμήθειες του αδηφάγου πολέμου. Στην καρδιά της αμερικανικής οικονομίας, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, οι όροι «πατρίδα», «ιδεολογία» ή «καταγωγή» είναι άγνωστοι. Εκεί κάποιοι επιχειρηματίες πλούτιζαν συστηματικά από τις στρατιωτικές προμήθειες και, δόξα τω Θεώ, η ζήτηση ήταν μεγάλη. Ο Βορράς παρήγαγε τεράστιες ποσότητες πολεμικού υλικού το οποίο όδευε προς τα πεδία των μαχών, αλλά ο γεωργικός Νότος αντιμετώπιζε οξεία έλλειψη όπλων και πυρομαχικών και υπήρξαν πολλοί οι οποίοι στάθηκαν πρόθυμοι να του προμηθεύσουν όπλα προκειμένου να πλουτίσουν περισσότερο. Ο πλούτος που εισέρεε στον αμερικανικό ναό του χρήματος κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιούργησε ένα κύμα νεόπλουτων επιχειρηματιών οι οποίοι άναβαν τα πούρα τους με αναμμένα δολλάρια και δώριζαν πανάκριβα κοσμήματα στις νεαρές φιλενάδες τους (κυριολεξία, και όχι υπερβολή!).

Όπως ήταν φυσικό όλοι αυτοί είχαν ανάγκη από άμεση πληροφόρηση γύρω από τις πολεμικές εξελίξεις, ώστε να επενδύσουν στις κατάλληλες μετοχές την κατάλληλη στιγμή –και οι πληροφοριοδότες υπήρχαν: ήταν οι ίδιοι οι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί που πολεμούσαν στο μέτωπο και οι οποίοι γνώριζαν τις εξελίξεις πριν ακόμη τις πληροφορηθούν οι διοικητές των στρατιών! Ο πανίσχυρος υπουργός πολέμου του Λίνκολν, ο Έντουιν Στάντον (Edwin Stanton) είχε μετατρέψει το υπουργείο του σε κέντρο εξουσίας και συλλογής πληροφοριών. Είχε προσαρτήσει την Τηλεγραφική Υπηρεσία στο υπουργείο του, διηύθυνε την λογοκρισία του τύπου και ουσιαστικά διαχειρίζετο άμεσα κάθε πληροφορία που κατέφθανε από το μέτωπο. Σε σύγκριση με αυτόν, ακόμα και ο Λίνκολν ευρίσκετο σε πλήρη άγνοια.

Ήταν ευρύτερα γνωστό ότι ο υπουργός είχε ακολουθήσει μία πολύ παράξενη πολιτική διαδρομή. Είχε ξεκινήσει την σταδιοδρομία του ως δικηγόρος που υπερασπίζετο κακοποιούς έναντι υπέρογκων χρηματικών αμοιβών. Κατόπιν μετεπήδησε στην πολιτική ως μέλος του Δημοκρατικού κόμματος και έμπιστος του προηγουμένου προέδρου Μπιουκάναν. Στην συνέχεια πρόδωσε ανοικτά το κόμμα και τον πρόεδρό του, προσφέροντας υπηρεσίες του στους Ρεπουμπλικάνους, αφού βέβαια τις εξαργύρωσε με μία υπουργική θέση! Ο ίδιος ο Λίνκολν φαινόταν να υποψιάζεται τις παράνομες δραστηριότητες κάποιων μελών της κυβερνήσεώς του και κάποια στιγμή δεν δίστασε να εκφράσει την δυσαρέσκειά του για εκείνους που εκμεταλλεύονταν οικονομικά αυτόν τον αγώνα, ο οποίος κόστιζε στο έθνος τόσο αίμα και θυσίες. Ορισμένα φιλικά του πρόσωπα τον συμβούλευαν πως δεν θα έπρεπε να έχει τόση εμπιστοσύνη σε αυτό το πρόσωπο με την απεριόριστη εξουσία και τις άγνωστες διασυνδέσεις, αλλά ο Λίνκολν, πέρα από τα λόγια δυσαρέσκειας, δεν προέβαινε σε καμμία άλλη ενέργεια. Πρωταρχική του σκέψη εκείνη την στιγμή ήταν η ήττα του Νότου με οποιοδήποτε κόστος. Και σε αυτόν τον τομέα ο αδίστακτος Στάντον του ήταν απαραίτητος.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ

Ο Λίνκολν στρέφει τους πάντες εναντίον του 

Πέρα από την οικονομική, υπήρχε και η πολιτική διάσταση του ζητήματος. Υπήρχαν κάποιοι οι οποίοι ωφελούντο από την παράταση του πολέμου, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε ο λαός και ορισμένοι πολιτικοί οι οποίοι σκέπτονταν σοβαρά το ενδεχόμενο της ανακωχής ή της συνθηκολογήσεως. Οι συνεχείς ήττες του Βορρά και οι αναρίθμητες απώλειες είχαν καταστήσει τον πόλεμο απεχθή στον λαό ο οποίος δεν ενδιαφέρετο για την απελευθέρωση των νέγρων, ειδικά όταν αυτή σήμαινε την θυσία της λευκής νεολαίας της Αμερικής.

Οι Δημοκρατικοί του Βορρά υπεστήριζαν την Ένωση και είχαν ταχθεί στο πλευρό του Λίνκολν, αλλά ταυτόχρονα σκέπτονταν σοβαρά και τις επανειλημμένες προτάσεις συνθηκολογήσεως των Δημοκρατικών του Νότου, οι οποίοι γνώριζαν ότι με την οικονομία τους στραγγαλισμένη από τον ναυτικό αποκλεισμό του Βορρά και το ισχνό ανθρώπινο δυναμικό τους, δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε έναν παρατεταμένο, ολοκληρωτικό πόλεμο. Πολλοί επεδίωκαν έναν συμβιβασμό σε οικονομικό επίπεδο, ώσπου να βρεθούν κάποιες κοινές λύσεις, αλλά το κλειδί για όλα αυτά ήταν ο Λίνκολν, ο οποίος παρέμενε ανένδοτος σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την άνευ όρων υποταγή του Νότου. Ο αρχηγός της αντιπολίιτεύσεως του Βορρά, ο Δημοκρατικός Κλήμεντ Βαλλάντιγκαμ, πρότεινε ανοικτά παύση του πολέμου και συνθηκολόγηση με τον Νότο. Ο Λίνκολν δεν δίστασε να διατάξει την σύλληψη του και την απαγόρευση της κυκλοφορίας 300 εφημερίδων, οι οποίες προέβαλαν αντιρρήσεις στην πολιτική του. Θορυβημένοι κυβερνητικοί κύκλοι τον προειδοποίησαν ότι ήταν η πολλοστή φορά που καταπατούσε προκλητικά τους νόμους του Συντάγματος, στο οποίο είχε ορκιστεί και αυτό δεν θα μπορούσε να συνεχισθεί για πολύ, πριν η κυβέρνηση συναντήσει μπροστά της μαζικές αντιδράσεις. Ο Λίνκολν πίστευε ότι απαιτείτο μία…προσωρινή θυσία του Συντάγματος προκειμένου να διασωθεί η Ένωση. Σύντομα τα λόγια των γερουσιαστών του επαληθεύθηκαν. Η στάση του προκάλεσε ταραχές οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Ο Λίνκολν δεν ανησύχησε ιδιαίτερα: αυτός ήταν ένας ακόμα τομέας τον οποίον είχε αναλάβει ο Στάντον και οι διαταγές που είχε λάβει ήταν σαφείς: είχε το δικαίωμα να συλλαμβάνει οποιονδήποτε διετύπωνε ανατρεπτικές θεωρίες!

«Αν κτυπήσω αυτό εδώ το μικρό κουδουνάκι μπορώ να σε στείλω σε ένα μέρος που δεν θα ξανακούσεις τα σκυλιά να γαβγίζουν», είπε ο Στάντον σε έναν από τους συλληφθέντες εκείνων των ταραχών, κάνοντας τα λόγια του πράξη: το κουδουνάκι κτύπησε άλλες 13.535 φορές οδηγώντας ισαρίθμους πολίτες σε στρατιωτικές φυλακές με την κατηγορία ότι προέβαιναν σε ενέργειες για την κατάλυση του καθεστώτος. Από τα μέσα του 1863 –όταν ο Βορράς αρχίζει να γνωρίζει τις πρώτες μεγάλες του νίκες- στις πολιτείες δημιουργείτο ένα έντονα εχθρικό κλίμα προς το πρόσωπο του προέδρου. Τον Ιούλιο η κατάσταση άγγιξε τα άκρα όταν ο Λίνκολν ζήτησε την στρατολόγηση «…400.000 ακόμη ανδρών». Μία τέτοια ενέργεια απαιτούσε κανονικά την έγκριση του Κονγκρέσου, αλλά ο Λίνκολν υποπτευόμενος τις αντιδράσεις των μελών της κυβερνήσεως, εξέδωσε την αντισυνταγματική διαταγή «παρακάμπτοντας» τις δυσκολίες: «…ο πόλεμος χρειάζεται άνδρες».

Τουλάχιστον σε πέντε πολιτείες του Βορρά άρχισαν να σημειώνονται διαδηλώσεις επειδή οι πολίτες αρνούνταν να προσφέρουν περισσότερο αίμα στα κανόνια ενός Νότου, ο οποίος, όχι μόνο δεχόταν αλλεπάλληλα κτυπήματα και ηρνείτο να υποκύψει, αλλά εξακολουθούσε να σημειώνει νίκες. Οι ταραχές έφθασαν μέχρι την καρδιά της ίδιας της Νέας Υόρκης. Ένα πλήθος εξεγερμένων πολιτών κατέστρεφε στρατολογικά γραφεία και κυνηγούσε στους δρόμους τους νέγρους, επειδή τους θεωρούσε υπευθύνους για τον πόλεμο που μάστιζε την χώρα τους. Ο Λίνκολν δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να διατηρήσει την θέση του χύνοντας αίμα: έθεσε την πολιτεία υπό στρατιωτικό νόμο και απέστειλε στρατιωτικά τμήματα για να την επαναφέρουν στην τάξη. Οι στρατιώτες κατέφθασαν και το ίδιο απόγευμα άρχισε η σφαγή: πυρά από συστοιχίες πυροβόλων σάρωναν τους δρόμους της Νέας Υόρκης εξοντώνοντας μαζικά τους διαδηλωτές και οι στρατιώτες εισέβαλαν στα σπίτια σφαγιάζοντας αδιάκριτα. Την επόμενη ημέρα ο Στάντον καθησύχασε τους στρατηγούς του με ένα τηλεγράφημα: «Η κυβέρνηση θα ανταπεξέλθει στην δοκιμασία έστω κι αν ξεσηκωθεί ανταρσία σε κάθε δρόμο και πόλη».

Έκτοτε ο Λίνκολν έχασε δια παντός την υποστήριξη των Δημοκρατικών του Βορρά, αλλά και εκείνη κάποιων μελών του κόμματός του τα οποία τον χαρακτήρισαν ως «…καμμένο χαρτί στην κομματική τράπουλα». Οι πιθανότητες επανεκλογής του Λίνκολν στην προεδρία είχαν αρχίσει να μειώνονται δραματικά -και αν στις εκλογές του 1864 οι Ρεπουμπλικάνοι δεν εξασφάλιζαν την νίκη, θα εξαναγκάζονταν να αποδεχθούν μία ατιμωτική συνθηκολόγηση σε στρατιωτικό επίπεδο. Αν ο Λίνκολν δεν γινόταν διαλλακτικότερος ή η πολιτική και στρατιωτική ένταση δεν υποχωρούσε γρήγορα με κάποιον τρόπο, η προεδρία του θα χαρακτηριζόταν ως το αιματηρότερο όνειδος στην ιστορία της χώρας του…

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Ο Λίνκολν αντιδρά στα σχέδια των Ριζοσπαστικών

Στα μέσα του 1864 συνέβησαν μερικά από τα θαύματα που χρειαζόταν ο Λίνκολν για να εξασφαλίσει την εξουσία του. Ο στρατηγός Σέρμαν εισέβαλλε μέχρι τον «Βαθύ Νότο» καταλαμβάνοντας την κυριότερη πόλη του, την Ατλάντα, κατακαίγοντας και λεηλατώντας συστηματικά οποιαδήποτε πόλη ευρίσκετο στο πέρασμά του. Καθώς στο δυτικό μέτωπο οι στρατιωτικές νίκες άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη, στο ανατολικό ο Γκραντ, έστω και με τεράστιες απώλειες, πολιορκούσε την πρωτεύουσα του Νότου, το Ρίτσμοντ. Το μόνο που απέμενε ήταν να εξασφαλισθεί και η νίκη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις εκλογές του Νοεμβρίου. Αλλά με τον αρχηγό της αντιπολιτεύσεως εξόριστο και τους αντιφρονούντες φυλακισμένους, ο Λίνκολν είχε μείνει ουσιαστικά χωρίς επικίνδυνους πολιτικούς αντιπάλους. Οι εκλογές κερδήθηκαν. Είχαν συντελέσει βέβαια και κάποιες «τεχνικές» λεπτομέρειες: αρκετοί στρατηγοί της Ενώσεως παρείχαν ειδικές άδειες στους στρατιώτες τους προκειμένου να ψηφίσουν σε εκείνες τις εκλογικές περιφέρειες που ο Λίνκολν χρειαζόταν ενίσχυση!

Μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1865 ο αποδυναμωμένος Νότος είχε ουσιαστικά ηττηθεί ολοκληρωτικά, ενώ αρκετές από τις πολιτείες του ευρίσκοντο ήδη υπό κατοχή πολύ πριν την συνθηκολόγηση. Ο Σέρμαν στο πέρασμά του είχε αφήσει πίσω του «…μία μαύρη λωρίδα ερημώσεως», γεγονός που διευκόλυνε το έργο κάποιων επιχειρηματιών του Βορρά, οι οποίοι σκόπευαν να πλουτίσουν επάνω στο κουφάρι του ηττημένου Νότου. Οι πλέον επιτήδειοι από αυτούς, έχοντας έλθει από νωρίς σε συνεννόηση με τους στρατηγούς τού Σέρμαν, είχαν ήδη προλάβει να οικειοποιηθούν κάποιες γεωργικές εκτάσεις προς όφελος τους. Άλλοι σκόπευαν να τις αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές, αφού η καμένη γη ήταν …φθηνότερη γη και άλλοι σκόπευαν απλά να τις κατάσχουν χωρίς να πληρώσουν δολάριο. Και ενώ το παιχνίδι της αισχροκέρδειας είχε στηθεί για τα καλά, η οικονομία του χρεωκοπημένου Νότου απειλούσε να ανορθωθεί μέσα από τις στάκτες της!

Μέσα στα καμένα δάση και τα καπνισμένα ερείπια των αγροικιών τριγύριζαν σαν χαμένοι οι ελάχιστοι επιζώντες αγρότες βλέποντας τις περιουσίες τους κατεστραμμένες. Οι άστεγοι νέγροι που κάποτε εργάζονταν σαν δούλοι στις φυτείες αυτές, τώρα δεν είχαν κανένα τρόπο να συντηρηθούν. Οι χωρικοί δέχθηκαν να προσλάβουν τους πρώην δούλους τους σαν εργάτες, έναντι κάποιας μικρής αναγκαστικά αμοιβής, αλλά ακόμα και αυτό αποτελούσε τουλάχιστον μία προσωρινή λύση και για τις δύο τάξεις. Όσοι όμως σκόπευαν να εκμεταλλευθούν τις τεράστιες εκτάσεις του Νότου, οι οποίες εξακολουθούσαν να κρύβουν στο υπέδαφός τους τον πλούτο, διέβλεψαν ότι αυτό θα έδινε την δυνατότητα στον Νότο να ανακάμψει και πάλι -δηλαδή ο πόλεμος είχε γίνει για το τίποτα! Ο Στάντον, υποστηριζόμενος από τον δικό του κύκλο των Ριζοσπαστικών Ρεπουμπλικάνων, ωρυόταν ότι στους Νοτίους «…προδότες των ΗΠΑ» άξιζε μόνο η παραδειγματική τιμωρία, η κατάσχεση των περιουσιών τους και η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους με την αντίστοιχη παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στους μαύρους.

Ο Λίνκολν όμως, όσο αδιάλλακτος είχε σταθεί στις προτάσεις συνθηκολογήσεως κατά την διάρκεια του πολέμου, άλλο τόσο μεγαλόψυχος στάθηκε στην απονομή χάρης στις πολιτικές και στρατιωτικές κεφαλές του Νότου μετά την λήξη του: «Ελπίζω ότι δεν θα υπάρξουν άλλοι διωγμοί και αιματοχυσίες όταν τελειώσει ο πόλεμος. Ας μην περιμένει κάποιος από εμένα να κρεμάσω ή να σκοτώσω αυτούς τους ανθρώπους –ακόμα και τους χειρότερους από αυτούς. Αρκετές ζωές θυσιάστηκαν ήδη». Ταυτόχρονα είχαν υποπέσει στην αντίληψή του κάποια περιστατικά στις κατακτημένες περιοχές του Νότου, όπου κάποιοι αγρότες πιέζονταν να πουλήσουν τα κτήματά τους σε τιμές πείνας ή ακόμα και να τα εγκαταλείψουν διά της βίας, εκβιαζόμενοι από κάποιες τρομοκρατικές ομάδες νέγρων οι οποίες όμως υποκινούντο από συγκεκριμένα λευκά άτομα, τα οποία βέβαια δεν αποσκοπούσαν στο συμφέρον των μαύρων! Όταν προσπάθησε να περιορίσει αυτά τα περιστατικά, αντιμετώπισε έναν θυελλώδη Στάντον. Ο υπουργός είχε ορκιστεί να συντρίψει τον Νότο μετά το τέλος του πολέμου, αλλά τώρα πρόεδρος «…με τον γελοίο ανθρωπισμό του», στεκόταν εμπόδιο στα σχέδιά του. Ο Λίνκολν, αν δεν το υποψιαζόταν ήδη, συνειδητοποίησε ότι ο απαραίτητος κατά τη διάρκεια του πολέμου Στάντον, εξελισσόταν σε έναν επικίνδυνο συνεργάτη στην περίοδο της ειρήνης. Αλλά ο πόλεμος τον είχε εξαναγκάσει σε συμβιβασμούς και τώρα είχε έρθει η ώρα να πληρώσει…

Η κηδεία τού Linkoln

Η κηδεία τού Linkoln

Οι Ριζοσπαστικοί κυριολεκτικά οργίασαν όταν διέρρευσε μία πληροφορία ότι ο πρόεδρος σχεδίαζε ακόμα και την ανασυγκρότηση του νομοθετικού σώματος του Νότου, ανάμεσα στα μέλη του οποίου θα υπήρχαν και κάποια, τα οποία πριν τέσσερα χρόνια είχαν υποστηρίξει την απόσχιση! Ένας από τους Ριζοσπαστικούς γερουσιαστές, ο Μπεν Γουέηντ, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την αγανάκτησή του: «Ήδη έχουν διατυπωθεί πολλές υπόνοιες για την δολοφονία του Λίνκολν. Ε, λοιπόν, αν υπογράψει αυτό το χαρτί, τότε μα Τω Θεώ, όσο νωρίτερα δολοφονηθεί, τόσο το καλλίτερο!».

Και ενώ όλα αυτά βρίσκονταν υπό εξέλιξη, στις 10.15 το βράδυ της 14ης Απριλίου 1865, ο πρόεδρος δολοφονείται στο θεωρείο του θεάτρου Φορντ στην Ουάσινγκτον…

LAFAYETTE BAKER: O ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕ ΠΟΛΛΑ

 

Ο δολοφόνος, ο 26χρονος ηθοποιός Τζων Ουίλκς Μπουθ, ποτέ δεν έκρυψε την ταυτότητα ή τις προθέσεις του. Θεωρήθηκε ο τυπικός φυλετιστής, νοσταλγός της ιδεολογίας του Νότου και αυτό παρείχε μία λογική εξήγηση για την πράξη του, οπότε η υπόθεση δεν διερευνήθηκε περισσότερο, αν και η εξέλιξη των γεγονότων άφησε πίσω της μία μακριά αλυσίδα πολλών, σπασμένων κρίκων, οι οποίοι παρέμειναν άγνωστοι.

Εκείνο το μοιραίο βράδυ, λίγο πριν αναχωρήσει για την τελευταία παράσταση της ζωής του, ο Λίνκολν, είχε επισκεφθεί το «στρατηγείο» του Στάντον, τα γραφεία της Τηλεγραφικής Υπηρεσίας και του ζήτησε να του παραχωρήσει τον ταγματάρχη Τόμας Έκερτ, ο οποίος εκείνο το βράδυ είχε ορισθεί σαν προεδρικός σωματοφύλακας. Παράλληλα όμως ο Στάντον του είχε αναθέσει και κάποια άλλα «ειδικότερα»  καθήκοντα: ήταν υπεύθυνος παρακολουθήσεως τηλεγραφικών γραμμών και δυστυχώς εκείνο το βράδυ ήταν πολύ απησχολημένος, κατά την δήλωση τού υπουργού. Αντί αυτού τού παρεχώρησε τον αστυφύλακα Τζων Πάρκερ. Ο Πάρκερ ωστόσο ήταν ένας αστυφύλακας αναξιόπιστου χαρακτήρα και αξιόμεμπτης διαγωγής. Συχνά είχε απασχολήσει τους προϊσταμένους του επειδή μεθούσε, έμπλεκε σε καβγάδες και κοιμόταν σε ώρα υπηρεσίας. Φθάνοντας στο θέατρο, ο Πάρκερ πήρε την θέση του έξω από την πόρτα του προεδρικού θεωρείου, αλλά καθώς περνούσε η ώρα βαρέθηκε και αποφάσισε να κατέβει μέχρι τις θέσεις του κοινού για να παρακολουθήσει το έργο. Όταν άρχισε να πλήττει και εκεί, βγήκε από το θέατρο και πήγε στο διπλανό σαλούν για ένα ποτό. Καθώς έβγαινε από το θέατρο, ο Μπουθ περνούσε από δίπλα του…

Μετά την δολοφονία ο Στάντον, αναλαμβάνοντας κάθε εξουσία, έθεσε την πολιτεία υπό στρατιωτικό νόμο και διέταξε τον αποκλεισμό όλων των εξόδων από την Ουάσινγκτον. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο όλες οι οδοί διαφυγής είχαν κλειστεί –όλες εκτός από αυτήν που διέφυγε ο Μπουθ! Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, και ενώ όλοι κινητοποιούντο για να εξαπολύσουν ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, μία στρατιωτική μονάδα διατηρούσε παντελή άγνοια των γεγονότων εξ αιτίας μίας παράξενης και ανεξήγητης διακοπής των τηλεγραφικών επικοινωνιών… Λίγο αργότερα ο «…πολύ απησχολημένος» ταγματάρχης Έκερτ έπαιρνε το δείπνο του και ξυριζόταν στην τουαλέτα του! Οι τηλεγραφικές υπηρεσίες ωστόσο λειτούργησαν άψογα όταν ο Στάντον έστελνε ένα κατεπείγον μήνυμα στην Νέα Υόρκη: «Έλα εδώ αμέσως και κοίτα να βρεις τον δολοφόνο του προέδρου». Παραλήπτης ήταν ο συνταγματάρχης Λαφαγιέτ «Λαίηφ» Μπαίηκερ (Lafayette “Lafe” Baker), ένας άνθρωπος από το παρελθόν, στενά συνδεδεμένος με τον υπουργό.

Αν η πολιτική κλίκα του Βορρά απέπνεε μία δυσωδία, η μισή προήρχετο από τον Μπαίηκερ. Ο άνθρωπος αυτός είχε εμφανιστεί το 1849 σαν τυχοδιώκτης και χρυσοθήρας στην Καλιφόρνια. Εργάστηκε σε διάφορα σαλούν σαν «μπράβος» ή καταδότης της αστυνομίας, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός για την συμμετοχή του σε λαϊκές ομάδες «αποδόσεω δικαιοσύνης» που κρέμαγαν νέγρους από τους φανοστάτες των δρόμων –κάτι που ο ίδιος ονόμαζε «κυνήγι επικηρυγμένων». Με το ξέσπασμα του πολέμου προσφέρθηκε να υπηρετήσει σαν κατάσκοπος της Ενώσεως. Αν και απέτυχε σε οποιαδήποτε αποστολή του ανέθεσαν, γνώριζε πολύ καλά πώς να κολακεύει τους ανωτέρους του και να μεταλλάσσει τις αποτυχίες του σε «άθλους» οι οποίοι διεξήχθησαν πίσω από τις γραμμές του εχθρού με κίνδυνο της ζωής του -ένα «ταλέντο» το οποίο του απέφερε τον τιμητικό βαθμό του λοχαγού. Στυγνός και αδίστακτος για οποιαδήποτε πράξη θα μπορούσε να του προσδώσει κύρος ή να του αποφέρει κέρδος, επεδίωξε τις γνωριμίες υψηλών προσώπων και γρήγορα ήλθε σε επαφή με τον ίδιο τον Στάντον. Ο υπουργός δεν άργησε να αναγνωρίσει επάνω του έναν άνθρωπο των δικών του ικανοτήτων, τον οποίον θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επιτύχει τους σκοπούς του. Το 1862 τον πήρε υπό την προστασία του διορίζοντάς τον αρχηγό των Μυστικών Υπηρεσιών της Ενώσεως. Έκτοτε οι δύο αυτοί άνθρωποι θα βρίσκονταν άμεσα συνδεδεμένοι στις δολοπλοκίες του πολιτικού παρασκηνίου, μέχρι το τέλος της ζωής τους.

L.C.B. (Lafe Curry Baker)

L.C.B. (Lafe Curry Baker)

 

Ο  Lehf Mpaihker δεν προσέφερε τίποτα αξιόλογο σαν κατάσκοπος στον πόλεμο, αλλά σαν υφιστάμενος του Στάντον ήταν το δεξύ του χέρι. Κατασκόπευε ακόμη και τον ίδιο τον Λίνκολν. Το τέλος της ζωής τοπέρασι μέσα στην αγωνία, ότι ο Στάντον θα τον δολοφονούσε.
Για να προστατευθεί μάζευε στοιχεία για όλα τα ονόμαστα που γνώριζε ότι πήραν μέρος στην δολοφονία, αξιωματούχους, επιχειρηματίες κλπ.
Ο σχετικός τόμος κάηκε μετά τον θάνατό του.

Ο Στάντον δεν έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του. Για τον Μπαίηκερ η δολοπλοκία και η συνωμοσία αποτελούσαν δεύτερη φύση. Λογοδοτώντας αποκλειστικά και μόνο στον υπουργό, ο Μπαίηκερ προσέλαβε 2.000 πληροφοριοδότες οι οποίοι παρακολουθούσαν τους πάντες μέσα στην κυβέρνηση. Αν και οι κατασκοπικές του επιχειρήσεις εναντίον των Νοτίων δεν προσέφεραν καμμία σημαντική υπηρεσία στον πόλεμο, παρά τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε τους κρατουμένους του, οι υπόγειες δραστηριότητές του μέσα στους επιχειρηματικούς κύκλους του Βορρά τον κατέστησαν πάμπλουτο: εντόπιζε επιχειρηματίες οι οποίοι πλούτιζαν, νόμιμα ή παράνομα, από τις πολεμικές προμήθειες και τους εξεβίαζε προκειμένου να του παραχωρήσουν μία αξιοσέβαστη προμήθεια από τα κέρδη τους, για να μη τους καταδώσει. Όσοι ηρνούντο συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν. Για τα επόμενα τρία χρόνια ο Μπαίηκερ είχε στήσει ένα επικερδέστατο βασίλειο τρόμου και διαφθοράς -ζούσε μέσα στην χλιδή, διέμενε στα ακριβότερα ξενοδοχεία και σπαταλούσε επιδεικτικά αμύθητα ποσά.Ἡ δολοφονία τοῦ Προέδρου Λίνκολν.1

Το ειδικό στρατιωτικό δικαστήριο που δίκασε τους συνομώτες της δολοφονίας, ορισμένο από τον ίδιο τον Στάντον.
Κατά την δίκη έγινε προσπαθεια να ξεχαστεί το ημερολόγιο του Μπαίηκερ και όλη η υπόθεση εξελίχθηκε με κύριο θέμα την απόδειξη συνωμοσίας εκ μέρους τον Νοτίων πολιτικών, πράγμα ακριβώς που ενδιέφερε τον Στάντον.
Ακολούθησε η ανευ αποδείξεων φυλάκιση του άλλοτε προέδρου του Νότου Τζέφερσον (Tzeferson NtaihbiV) και αφαίρεση της αμερικανικής του ιθαγενείας, του πρωταιτιου που απεφυλακίσθη όμως αργότερα, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο.
Η αμερικανική υπηκοότητα του απεδόθη μετά θάνατον, έναν αιώνα αργότερα. 

Οι πιστές υπηρεσίες του προς τον Στάντον του εξησφάλισαν τον βαθμό του συνταγματάρχη, αλλά όλα αυτά είχαν ένα ξαφνικό τέλος όταν κάποια μέλη της κυβερνήσεως πληροφορήθηκαν τον τρόπο με τον οποίον πλούτιζε ο Μπαίηκερ και δημιουργήθηκε σκάνδαλο. Ο Στάντον, για να καθησυχάσει τα πνεύματα, υπεχρεώθη  να τον απομακρύνει, αποσπώντας τον σε μία άλλη υπηρεσία στην Νέα Υόρκη και η σταδιοδρομία του ίσως να είχε λήξει τότε, αν το βράδυ της 14ης Απριλίου δεν είχε ανακληθεί εσπευσμένα, προκειμένου να αναλάβει την σοβαρότερη αποστολή της σταδιοδρομίας του.

 

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΝΟΧΩΝ

Το νήμα των ύποπτων συμπτώσεων

 

Ο Μπαίηκερ έφθασε στην Ουάσινγκτον στις 16 Απριλίου χωρίς να έχει ιδέα ποιος μπορεί να κρυβόταν πίσω από την δολοφονία. Ωστόσο φαίνεται να γνώριζε πολύ καλά που να ερευνήσει, ώστε μέσα σε 48 ώρες από την εμφάνισή του να έχει συλλάβει όλους τους συνεργούς του Μπουθ και να γνωρίζει το ακριβές δρομολόγιο διαφυγής του δολοφόνου! Την καταδίωξη και σύλληψή του Μπουθ ανέθεσε στον ανθυπολοχαγό Έντουαρντ Ντόχερτυ, επικεφαλής ενός αποσπάσματος ιππικού 25 ανδρών, τονίζοντάς του όμως ότι την γενική διοίκηση της επιχειρήσεως θα την είχε ο Έβερτον Κόνγκερ (Everton Conger), ένας από τους πλέον έμπιστους πράκτορές του. Αν και η παρουσία του Κόνγκερ στο απόσπασμά του ήταν δυσεξήγητη, καθήκον του Ντόχερτυ ήταν να συλλάβει ζωντανό τον Μπουθ, ώστε να ομολογήσει ονόματα πολιτικών του Νότου που πιθανώς κρύβονταν πίσω από την συνωμοσία.

Ακριβώς δέκα ημέρες αργότερα, το βράδυ της 26ης Απριλίου, o Μπουθ εντοπίστηκε μαζί με έναν άλλο συνεργό του, τον Ντέηβιντ Χέρολντ, να κρύβονται μέσα σε έναν αχυρώνα. Ο Ντόχερτυ πυρπόλησε τον αχυρώνα προκειμένου να εξαναγκάσει τους δύο φυγάδες να παραδοθούν ζωντανοί. Ο Χέρολντ παραδόθηκε αμέσως, αλλά ο Μπουθ, οπλισμένος με μία καραμπίνα, έμεινε μέσα αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι τέλους. Παρά τις αυστηρές διαταγές ένας λοχίας, ο Μπόστον Κόρμπετ, πλησίασε αθόρυβα από την πίσω μεριά του αχυρώνα και μέσα από μία χαραμάδα στις σανίδες του τοίχου, τον πυροβόλησε στο πίσω μέρος του λαιμού. Μόλις οι στρατιώτες τον μετέφεραν παράλυτο και αιμόφυρτο έξω από τον αχυρώνα, ο Κόνγκερ ερεύνησε αμέσως το σώμα του και ανάμεσα στα άλλα προσωπικά αντικείμενα βρήκε και ένα μικρό δερμάτινο ημερολόγιο. Το πήρε, πήδηξε αμέσως στο άλογό του και έφυγε καλπάζοντας, φωνάζοντας στον Ντόχερτυ: «Έχω να παραδόσω κάτι επείγοντα έγγραφα». Ο Μπουθ θα πέθαινε με φρικτούς πόνους δύο ώρες αργότερα. Ο Μπαίηκερ εκείνη την στιγμή περίμενε τον Κόνγκερ άγρυπνος και φανερά νευρικός. Πήρε το ημερολόγιο στα χέρια του, το ξεφύλλισε, διαπίστωσε ότι ήταν απολύτως άθικτο και φεύγοντας μαζί με τον Κόνγκερ το παρέδωσαν προσωπικά στον Στάντον.

Η εξέταση των συνενόχων του Μπουθ κατευθύνθηκε από τον ίδιο τον Στάντον, ο οποίος απαίτησε κατά την διάρκεια των ανακρίσεων τα πρόσωπα των κατηγορουμένων να καλύπτονται με κουκούλες. Πολλοί διαμαρτυρήθηκαν για αυτό το απάνθρωπο και ταπεινωτικό μέτρο, αλλά ο Στάντον στάθηκε ανένδοτος. Οι κουκούλες έσφιγγαν με σχοινί γύρω από τον λαιμό ώστε να μην αφαιρούνται από τους κρατουμένους και άφηναν μόνο ένα μικρό άνοιγμα στην θέση του στόματος για την λήψη τροφής. Η δίκη άρχισε την 1η Μαΐου και τελείωσε έναν μήνα αργότερα, στις 30 Ιουνίου με τον θάνατο δια απαγχονισμού τεσσάρων από τους επτά κατηγορουμένους. Οι υπόλοιποι τρεις έλαβαν μικρότερες ποινές καθείρξεως. Το δημόσιο κατηγορητήριο προσπάθησε επίμονα να αποδείξει ότι η δολοφονία αποτελούσε μέρος μίας μεγαλύτερης συνωμοσίας της πολιτικής ηγεσίας του Νότου, η οποία αποσκοπούσε να σκορπίσει το χάος και την αναταραχή στον Βορρά. Στην συνέχεια συνελήφθησαν ορισμένοι νότιοι πολιτικοί, ανάμεσά τους και ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Τζέφερσον Ντέηβις, αλλά ποτέ δεν προέκυψε ούτε ένα στοιχείο που να αποδεικνύει κάποια πολιτική συνωμοσία. Ο Ντέηβις κρατήθηκε φυλακισμένος επί ενάμιση χρόνο περιμένοντας την διεξαγωγή της δίκης του, αλλά εναντίον του δεν μπορούσε να ευσταθήσει καμμία κατηγορία περί προδοσίας, αφού η απόσχιση ήταν συνταγματικό δικαίωμα του Νότου, οπότε αφέθηκε ελεύθερος. Οι τέσσερις κατάδικοι εκτελέστηκαν στις 7 Ιουλίου 1865 και το θέμα έκλεισε με τις χρηματικές αμοιβές όσων συνεισέφεραν στην σύλληψη των υπόπτων.

Ο Μπαίηκερ προήχθη σε ταξίαρχο και έλαβε ένα σημαντικό μέρος της αμοιβής των 100.000 δολαρίων της προκηρύξεως. Ο Κόνγκερ που παρέδωσε το ημερολόγιο του Μπουθ έλαβε 15.000 δολάρια και μία ταχεία προαγωγή. Ακολούθησαν όμως και κάποιες αδικαιολόγητες ή ακόμη και ύποπτες αμοιβές, όπως ακριβώς και το νήμα των πολλών και παράξενων συμπτώσεων το οποίο είχε αρχίσει να ξετυλίγεται μετά την δολοφονία. Ένας ταγματάρχης ονόματι Τζέημς Ο’Μπήρν προήχθη βαθμολογικά και αμείφθηκε από τον Στάντον με 3.000 δολάρια. Ο ταγματάρχης ήταν επικεφαλής του αποσπάσματος ιππικού στο Μαίρυλαντ το οποίο φύλασσε την οδό που είχε ακολουθήσει ο Μπουθ για να διαφύγει -εκείνη την οδό από την οποία πέρασε καλπάζοντας, χωρίς να τον σταματήσει ή να τον ελέγξει κάποιοίς! Ο Στάντον αντάμειψε ακόμα και τον ταγματάρχη Έκερτ. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πολύ απησχολημένος εκείνο το βράδυ και δεν μπορούσε να συνοδεύσει τον Λίνκολν στο θέατρο ή μήπως επειδή οι τηλεγραφικές επικοινωνίες είχαν καταρρεύσει την κρίσιμη στιγμή της μεταδόσεως της δολοφονίας του προέδρου;

Εν τω μεταξύ δύο άλλα πρόσωπα που θα έπρεπε να τιμωρηθούν για παράβαση καθήκοντος, παρέμειναν αλώβητοι. Ο λοχίας Κόρμπετ που πυροβόλησε τον Μπουθ παρά τις διαταγές δεν αντιμετώπισε καμμία κατηγορία. Ο αστυφύλακας Πάρκερ που είχε ορισθεί σαν σωματοφύλακας του προέδρου και εγκατέλειψε την θέση του, κρατήθηκε προσωρινά υπό κράτηση και αφέθηκε ελεύθερος μετά από αίτηση του Στάντον! Απολύθηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου επειδή κοιμόταν σε ώρα υπηρεσίας!

Ανοικτά ερωτηματικά άφησε και η ιδιότροπη απαίτηση του Στάντον να καλύψει τα πρόσωπα των κατηγορουμένων. Μήπως δεν ήθελε οι κρατούμενοι να αναγνωρίζουν κάποια από τα πρόσωπα γύρω τους;

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ 18 ΣΚΙΣΜΕΝΩΝ ΣΕΛΙΔΩΝ

Ο διάδοχος του Λίνκολν, ο Άντριου Τζόνσον, ακολούθησε την πολιτική της ειρηνικής ανασυγκροτήσεως του Νότου. Περισσότερο δραστήριος από τον προκάτοχό του, ο Τζόνσον ηρνείτο κατηγορηματικά να δει τον Νότο να ξεπουλιέται και ήταν αποφασισμένος να σταματήσει κάθε απόπειρα εκμεταλλεύσεώς του, με αποτέλεσμα να έλθει σε άμεση σύγκρουση με τον Στάντον. Παρά τις επίμονες αιτήσεις του υπουργού να παραχωρηθεί δικαίωμα ψήφου στους νέγρους, ο Τζόνσον απέρριψε κάθε παρόμοια πρόταση και είχε έναν πολύ σοβαρό λόγο για να το κάνει: γνώριζε ότι αν για τους αναλφάβητους νέγρους δεν προϋπήρχαν μόρφωση, παιδεία και εξασφάλιση εργασίας, η τάξη τους θα αποτελούσε ένα εύκολο μέσον εκμεταλλεύσεως για τους δημαγωγούς και λαοπλάνους, οι οποίοι αποσκοπούσαν σε εξαγορά ψήφων ή τον διαμελισμό των γεωργικών εκτάσεων –δηλαδή ότι ακριβώς συνέβαινε εκείνη την στιγμή στις κατεκτημένες πολιτείες! Η αντιπαράθεση μεταξύ τους δεν άργησε να πάρει διαστάσεις εσωκυβερνητικού πολέμου.

Ο Τζόνσον απαίτησε από τον Στάντον να παραδόσει το υπουργείο του. Εκείνος κλειδώθηκε μέσα αρνούμενος να το εγκαταλείψει και τον απείλησε ανοικτά ότι αν ήθελε να παραμείνει πρόεδρος, καλά θα έκανε να ανακαλούσε την διαταγή του! Ο Μπαίηκερ, πάντα πιστός στον προστάτη του, «ενημέρωσε» τον πρόεδρο ότι είχε συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία εις βάρος του για να προκαλέσει την καταστροφή του. Ο Τζόνσον ακλόνητος, τον κατήγγειλε για εκβιασμό και κατασκοπεία του Λευκού Οίκου. Οι Ριζοσπαστικοί απεφάσισαν να επιτεθούν νομικά συντάσσοντας την πρώτη Πράξη Μομφής εναντίον προέδρου στην αμερικανική ιστορία. Στις επίσημες ανακρίσεις του Κονγκρέσου το 1866 ο Μπαίηκερ απεδέχθη την κατηγορία, ομολογώντας ότι παρακολουθούσε τις τηλεγραφικές γραμμές του προέδρου κατόπιν διαταγών του Στάντον! Οι Στάντον και Μπαίηκερ έχασαν τις θέσεις τους, αλλά και ο Τζόνσον, παρά την αθώωσή του μετά την Πρόταση Μομφής, παραιτήθηκε από την προεδρία τον Μάρτιο του 1869, πικραμένος που χάθηκε μία ευκαιρία για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ λευκών και μαύρων στον Νότο, τόσο απαραίτητη για την οικονομική του ανόρθωση.

Εν τω μεταξύ δύο χρόνια νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1867, ο Μπαίηκερ είχε εκδόσει τα απομνημονεύματά του σε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Ιστορία των Μυστικών Υπηρεσιών», όπου ανέφερε τον ρόλο που διεδραμάτισε στην σύλληψη των συνωμοτών. Εκεί ανέφερε και την ύπαρξη του παραμελημένου προσωπικού ημερολογίου του Μπουθ το οποίο είχε παραδώσει στον Στάντον, αλλά εκείνος είχε αποκρύψει από την δίκη! Η αποκάλυψη ξεσήκωσε σκάνδαλο στο Κονγκρέσο και ο Γενικός Εισαγγελέας συγκρότησε ειδική επιτροπή για την διερεύνηση του θέματος, καλώντας τους Στάντον και Μπαίηκερ να καταθέσουν επίσημα, παρά τις αντιρρήσεις του πρώτου. Όταν το ημερολόγιο παρουσιάσθηκε ενώπιον της επιτροπής, ο Μπαίηκερ κατέθεσε ότι «…κάποιος είχε αφαιρέσει 18 σελίδες»! Ο Στάντον ισχυρίσθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα επί του θέματος! Οι Μπαίηκερ και Κόνγκερ δήλωσαν διστακτικά μεν, ενόρκως δε, ότι το ημερολόγιο ήταν ακέραιο όταν το παρέδωσαν στον υπουργό. Το θέμα πήρε διαστάσεις όταν διεπιστώθη ότι οι σκισμένες σελίδες ανεφέροντο όλες στις ημερομηνίες πριν ακριβώς από την δολοφονία του Λίνκολν! Με τις αντιφατικές καταθέσεις η επιτροπή δεν κατόρθωσε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, οπότε απεφάσισε να μην δόσει έκταση, αν και άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι οι σελίδες περιείχαν τα ονόματα επιχειρηματιών οι οποίοι είχαν χρηματοδοτήσει την δολοφονία. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι ο Μπουθ είχε λάβει υπέρογκα χρηματικά ποσά τα οποία κατετέθησαν ανεξήγητα στον λογαριασμό του από μία επιχείρηση της Νέας Υόρκης με την οποία συνδέετο ο Στάντον!!!

Από το 1867 το άστρο του Μπαίηκερ, αλλά και εκείνο του Στάντον, άρχισε να δύει γρήγορα, όπως ακριβώς και η πνευματική του υγεία. Έκτοτε απομονώθηκε στο σπίτι του διακατεχόμενος από την φοβία ότι κάποιοι σχεδίαζαν την δολοφονία του επειδή γνώριζε πολλά. Ένοιωθε διαρκώς σαν κυνηγημένο αγρίμι και τις νύκτες έμενε άγρυπνος παραμονεύοντας για πιθανούς δολοφόνους. Σε δύο περιπτώσεις μάλιστα τραυματίσθηκε ελαφρά από…αδέσποτα πυρά κυνηγών! Μοναδική του συντροφιά στην οικιακή του απομόνωση ήταν ο σύγαμπρός του Ουώλτερ Πόλλακ (Walter Pollack), συγγενής και συνάδελφός του Μπαίηκερ, ο οποίος είχε προσληφθεί με την διαμεσολάβησή του.

Στις 3 Ιουλίου 1868 ο Μπαίηκερ βρέθηκε ξαφνικά νεκρός στο σπίτι του κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Το ιατρικό πιστοποιητικό ανέφερε σαν αιτία θανάτου την μηνιγγίτιδα, αλλά η σύζυγός του επέμενε ότι δηλητηριάστηκε από μέλη των Μυστικών Υπηρεσιών. Στις 24 Δεκεμβρίου 1869 πέθανε και ο τελευταίος πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Έντουιν Στάντον. Μακριά από τα κέντρα εξουσίας τα οποία διεχειρίζετο για τόσα χρόνια, απέστειλε επιστολή στον πρόεδρο Γκραντ ικετεύοντάς τον να δεχθεί και πάλι «…έναν ασθματικό, αφοσιωμένο πατριώτη που θέλει να υπηρετήσει την πατρίδα». Ο Γκραντ του παρεχώρησε μία θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο, την οποία δεν πρόλαβε να απολαύσει αφού πέθανε τέσσερις ημέρες αργότερα…

Μερικά χρόνια μετά από αυτά τα γεγονότα, ο γιός του προέδρου Λίνκολν, ο Ρόμπερτ, δέχθηκε την επίσκεψη ενός φίλου του ο οποίος τον παρακολουθούσε να ρίχνει κάποια παλιά κυβερνητικά έγγραφα στην φωτιά του τζακιού. Διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι τέτοια ιστορικά κειμήλια θα έπρεπε να φυλάσσονται και όχι να καίγονται. Ο Ρόμπερτ συνέχισε να τα πετάει στην φωτιά, απαντώντας: «Πρέπει να τα κάψω. Κάποια από αυτά αποδεικνύουν ότι υπήρχε ένας προδότης στην κυβέρνηση του πατέρα μου»…

ΤΟ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Τα πάντα θα είχαν αφεθεί σε αυτό το σημείο αν 92 χρόνια αργότερα, το 1957, οι ανακαλύψεις ενός Αμερικανού ερευνητή χημικού, του Ραίϋ Νεφ (Ray Neff), δεν έρχονταν να ανασύρουν στην επιφάνεια κάποια νέα συγκλονιστικά στοιχεία τα οποία θα τάραζαν ακόμα και εκείνες τις αλύτρωτες ψυχές, οι οποίες έναν αιώνα πριν είχαν κατέλθει στο σιωπηλό βασίλειο των νεκρών. Εκείνο το έτος ο Ραίϋ Νεφ ανεκάλυψε ένα προσωπικό ημερολόγιο του Μπαίηκερ, γραμμένο με ένα είδος κωδικού ο οποίος αποτελείτο από σειρές γραμμάτων και αριθμών. Ένα λεπτό διάλυμα ταννικού οξέως επάνω στις τρεις κρυπτογραφημένες σελίδες απεκάλυψε την υπογραφή του Μπαίηκερ, γραμμένη με ένα είδος συμπαθητικής (αόρατης) μελάνης. Η υπογραφή πιστοποιήθηκε ως αυθεντική από γραφολόγο και το κείμενο αποκρυπτογραφήθηκε από ειδικό:

Με παρακολουθούν συνέχεια. Είναι επαγγελματίες. Δεν μπορώ να τους ξεγελάσω. Στην Νέα Ρώμη περπατούν τρεις άνθρωποι: ο Ιούδας, Ο Βρούτος και ο Κατάσκοπος. Καθένας σχεδίαζε να γίνει εκείνος βασιλιάς όταν ο Αβραάμ θα πέθαινε. Κανείς δεν εμπιστευόταν τον άλλον, αλλά τήρησαν το σχέδιό τους, περιμένοντας για εκείνη την τελευταία ημέρα, όταν με το πιστόλι στο χέρι, ένας από τους γιούς του Βρούτου θα παραφυλούσε πίσω από εκείνον τον καταραμένο άνθρωπο, θα έριχνε μία σφαίρα στο κεφάλι του και θα πετούσε το κορμί του. Όταν εκείνος εκείτετο νεκρός, ο Ιούδας ήλθε να υποβάλει τα σέβη σε εκείνον που μισούσε και όταν τελικά τον είδε νεκρό, είπε: «Τώρα αυτός ανήκει στην Ιστορία και το έθνος ανήκει σε εμένα». Αλλοίμονο όμως, η μοίρα το έφερε έτσι και ο Ιούδας έπεσε σε δυσμένεια και μαζί του χάθηκε κι ο Βρούτος στον τόπο που του άξιζε. Αλλά εάν κάποιος αναρωτιέται τι απέγινε ο Κατάσκοπος, αλήθεια σας λέω, αυτός ήμουν εγώ –Lafayette C. Baker

Ήταν 10 του Απρίλη του ’65, όταν έμαθα για πρώτη φορά ότι το σχέδιο είχε μπει σε εφαρμογή. Ο Έκερτ είχε κανονίσει τις επαφές και η πράξη θα γινόταν στις 14. Δεν γνώριζα την ταυτότητα του δολοφόνου, αλλά έμαθα όλα τα υπόλοιπα όταν πλησίασα τον Ε.S. Εκείνος αντέδρασε έκπληκτος, με δυσπιστία. Αργότερα είπε: «Είσαι κι εσύ μέρος τις συνωμοσίας. Ας δούμε τι θα γίνει κι αναλόγως πράττουμε». Γρήγορα ανεκάλυψα τι εννοούσε, όταν την επόμενη ημέρα μου παρουσίασε ένα έγγραφο που γνώριζα ότι ήταν πλαστό, αλλά έξυπνο –απεδείκνυε ότι εγώ ήμουν ο εγκέφαλος τις συνωμοσίας για την απαγωγή του προέδρου και ο αντιπρόεδρος ήταν συνένοχος. Τότε έγινα κι εγώ μέρος του σχεδίου, έστω κι αν δεν με ενδιέφερε προσωπικά.

Στις 13 ανεκάλυψε ότι ο πρόεδρος είχε επιτρέψει στην Βιρτζίνια να αποσύρει την κατηγορία ότι τα στρατεύματά τις είχαν δράσει κατά των ΗΠΑ. Αυτός ξέσπασε σαν τρελλός και τότε διεπίστωσα για πρώτη φορά το φανατικό και παρανοϊκό του μίσος για τον πρόεδρο. Υπάρχουν λίγοι που εκτιμούν τον πρόεδρο για την στρατηγική του, αλλά δεν υπάρχουν πολλοί που θα παράκουγαν διαταγή του. Ωστόσο, μέσα στην τρέλλα της στιγμής, τηλεγράφησε στον στρατηγό Βάϊτσελ, ακυρώνοντας την προεδρική διαταγή της 12ης. Και τότε γέλασε με έναν ανατριχιαστικό τρόπο: «Μόνο ο Εωσφόρος θα μπορούσε να του πει ποιός ακύρωσε την διαταγή του. Πήγαινε, Τομ, και φρόντισε για τις διαδικασίες. Δεν πρέπει να γίνουν λάθη». Τότε έμαθα για πρώτη φορά ότι ήταν ο υπεύθυνος της συνωμοσίας για την δολοφονία. Μέχρι τότε πίστευα είτε ότι δεν με εμπιστευόταν, γιατί πραγματικά δεν εμπιστευόταν κανέναν, είτε ότι προστάτευε κάποιον, μέχρι την στιγμή που θα τον συνέφερε να τον αποκαλύψει. Αλλά τώρα γνωρίζω την αλήθεια και με φοβίζει τρομερά. Φοβάμαι μήπως γίνω εγώ ο αποδιοπομπαίος τράγος. Υπήρχαν τουλάχιστον 11 μέλη του Κονγκρέσου αναμεμιγμένα στην συνωμοσία, 12 αξιωματικοί του στρατού, τρεις του ναυτικού και τουλάχιστον 24 πολίτες, εκ των οποίων ένας ήταν κυβερνήτης πιστής στην Ένωση πολιτείας. Πέντε ήταν τραπεζίτες μεγάλης φήμης, τρεις διεθνώς γνωστοί διευθυντές εφημερίδων και 11 ήταν βιομήχανοι μεγάλου κύρους και πλούτου. Πιθανότατα υπήρχαν κι άλλοι που δεν γνωρίζω. Τα ονόματα αυτών των γνωστών συνωμοτών αναφέρονται χωρίς σχόλια στον πρώτο τόμο της σειράς. Τα προαναφερόμενα άτομα συνεισέφεραν 85.000 δολάρια για την πράξη. Μόνο οκτώ άτομα γνώριζαν τις λεπτομέρειες τις συνωμοσίας και τις ταυτότητες των υπολοίπων. Φοβάμαι για τη ζωή μου –L.C.B. (Lafe Curry Baker)

Ερευνώντας βαθύτερα την ζωή του Μπαίηκερ, ο Ραίϋ Νεφ ανεκάλυψε και μία τούφα από τα μαλλιά του την οποία είχε φυλάξει η σύζυγός του. Η χημική εξέταση απεκάλυψε ίχνη αρσενικού το οποίο τού παρέχετο σε μικρές δόσεις στην μπύρα που έπινε! Ο μόνος πιθανός ένοχος θα μπορούσε να είναι ο Ουώλτερ Πόλλακ: ήταν ενεργό μέλος των μυστικών υπηρεσιών και ο μόνος που είχε την άνεση να τον επισκέπτεται συχνά!

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ

 

Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να προέρχονται από κάποιο μυθιστόρημα, αν δεν περιγράφονταν γεγονότα και πρόσωπα που είναι πραγματικά. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι σε ποιο σημείο σταματάει η αλήθεια και που αρχίζει η φαντασία. Ακόμη κι έτσι όμως, η συλλήβδην απόρριψη των πάντων δεν είναι καθόλου εύκολη διότι το κείμενο του Μπαίηκερ έχει το χαρακτηριστικό να διαθέτει ελάχιστα κενά!

Ὁ Τζων Γουίλυ Μπουθ ήταν αναμφίσβήτητα αυτός που πυροβόλησε τον Λίνκολν, σίγουρα φανατικός φίλους του Νότου και έπαιζε και τον ρόλο του κατασκόπου. Δεν ερευνήθηκε όμως το ότι κατά την έρευνα της συνωμοσίας ανεκαλύφθησαν στοιχεῖα κατά τα οποία ο Μπούθ κυκλοφορούσε πολύ ελεύθερα στους πολιτικούς κύκλους, ενώ τον εγνώριζεκαι ο Lehf Mpaiker.

Ὁ Τζων Γουίλυ Μπουθ ήταν αναμφίσβήτητα αυτός που πυροβόλησε τον Λίνκολν, σίγουρα φανατικός φίλους του Νότου και έπαιζε και τον ρόλο του κατασκόπου.
Δεν ερευνήθηκε όμως το ότι κατά την έρευνα της συνωμοσίας ανεκαλύφθησαν στοιχεῖα κατά τα οποία ο Μπούθ κυκλοφορούσε πολύ ελεύθερα στους πολιτικούς κύκλους, ενώ τον εγνώριζεκαι ο Lehf Mpaiker.

Το πρώτο πράγμα που συμπεραίνει οποιοσδήποτε είναι ότι η συνωμοσία σχεδιάσθηκε, οργανώθηκε και εκτελέσθηκε από μέλη της κυβερνήσεως του Λίνκολν. Ορισμένα ονόματα αναφέρονται ευθέως στο κείμενο: E.S.=Edwin Stanton, ο «βασιλιάς Αβραάμ» που πρόκειται να δολοφονηθεί και φυσικά ο Τομ Έκερτ: υπεύθυνος ασφαλείας τηλεγραφικών γραμμών, εκτελεστικό όργανο του Στάντον και σωματοφύλακας του προέδρου, «απησχολημένος» το βράδυ της δολοφονίας σε…άλλες εργασίες.

Η φράση «Τώρα ανήκει στην Ιστορία», ήταν εκείνη ακριβώς που χρησιμοποίησε ο Στάντον την στιγμή που ξεψύχησε ο Λίνκολν. Η επόμενη φράση «…και το έθνος ανήκει σε μένα», προστέθηκε από τον Μπαίηκερ για να αποκαλύψει τις προθέσεις του ομιλούντος. Με το όνομα «Ιούδας» σκιαγραφεί ουσιαστικά τον ίδιο τον Στάντον ο οποίος κατά βάθος μισούσε τον Λίνκολν και διαφωνούσε ριζικά με την πολιτική του, γεγονός ευρύτατα γνωστό σε όλα τα άτομα του κύκλου του. Επιπλέον αναφέρεται ένα ολόκληρο πλέγμα από αξιωματικούς και μεγαλοεπιχειρηματίες οι οποίοι ήταν αναμεμιγμένοι στην συνωμοσία. Είναι βέβαιο ότι ο Στάντον σχετίζετο με τέτοια πρόσωπα. Δυστυχώς ο πρώτος τόμος της σειράς στον οποίον αναφέρονταν όλα αυτά τα ονόματα δεν βρέθηκε στην κατοχή του Μπαίηκερ μετά τον θάνατό του.

Ακόμα και οι ημερομηνίες του κειμένου ακολουθούν την πραγματική σειρά: στις 10 Απριλίου 1865 πληροφορήθηκε την συνωμοσία η οποία θα διαπράττετο στις 14. Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί η αυθαίρετη αναίρεση της διαταγής του Λίνκολν από τον Στάντον στις 13 Απριλίου. Είναι γεγονός ότι ο Λίνκολν είχε δηλώσει επίσημα ότι μετά την λήξη του πολέμου δεν ήθελε οι πολιτείες του Νότου να τελούν υπό στρατιωτική κατοχή, κάτι το οποίο κατέστρεφε τα σχέδια του Στάντον για την οικειοποίηση των φυτειών. Το μόνο σκοτεινό σημείο είναι ο «Βρούτος» και ο «αδελφός του». Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Μπαίηκερ, ο δεύτερος ήταν αυτός που διέπραξε την δολοφονία, άρα ο Μπουθ. Το όνομα «Βρούτος» ίσως υπονοεί κάποιον στενό συνεργάτη, προστατευόμενο του Λίνκολν ή ακόμη και κάποιον κοινό γνωστό του προέδρου και του Μπουθ.

Είναι αλήθεια ότι η πλειοψηφία των ενδείξεων υποδεικνύει τον Στάντον σαν εγκέφαλο της συνωμοσίας και υπήρξαν αρκετοί ιστορικοί οι οποίοι απέδωσαν σε εκείνον την δολοφονία. Ήταν άραγε συμπτωματικό ότι η δολοφονία του Λίνκολν αποτελούσε μέρος μίας γενικότερης συνωμοσίας εναντίον άλλων δύο μελών της κυβερνήσεως τα οποία στέκονταν εμπόδιο στα σχέδια του; (Άντριου Τζόνσον και Ουίλλιαμ Σιούαρντ). Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που τον υπερασπίστηκαν. Τα βασικότερα σημεία στα οποία στηρίζουν την υπεράσπισή τους είναι τα εξής:

Ο Στάντον αρνήθηκε τις υπηρεσίες του Έκερτ στον πρόεδρο εκείνο το βράδυ «…προκειμένου να τον αποθαρρύνει να πάει στο θέατρο», επειδή από το παρελθόν κυκλοφορούσαν αρκετές φήμες περί δολοφονίας του.

(Ο Στάντον δεν έκανε καμμία παρόμοια νύξη στον Λίνκολν εκείνο το βράδυ).

Καθήκον του Πάρκερ ως προεδρικού σωματοφύλακα ήταν απλώς να συνοδεύσει τον Λίνκολν μέχρι το θέατρο και τίποτε άλλο.

(Ο Πάρκερ ήταν ένας από τους τέσσερις επισήμους σωματοφύλακες του προέδρου οι οποίοι εναλλάσσοντο σε βάρδιες και φυσικά τα καθήκοντά τους δεν περιορίζοντο μόνο σε μία απλή συνοδεία. Οι διαταγές του εκείνο το βράδυ ήταν να παραμείνει έξω από την πόρτα του προεδρικού θεωρείου μέχρι να τελειώσει το έργο).

Το ημερολόγιο του Μπουθ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα απλό σημειωματάριο στο οποίο κατέγραφε τις σκέψεις του. Οι 18 σκισμένες σελίδες, κατά πάσα πιθανότητα, είχαν αφαιρεθεί από τον ίδιο και δεν περιείχαν καμμία σημαντική πληροφορία.

(Το πρώτο σκέλος αποτελεί αστήρικτη υπόθεση, ενώ το θέμα των σκισμένων σελίδων καταρρίπτεται από τα τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία, τα οποία όμως απορρίπτουν ως αναξιόπιστες μαρτυρίες του Μπαίηκερ).

Όσον αφορά στο αλληγορικό ημερολόγιο του Μπαίηκερ, το απορρίπτουν και αυτό ως αποκύημα της φαντασίας ενός αρρωστημένου μυαλού…

Είναι γεγονός ότι είναι αδύνατον να απαντηθούν όλα τα ερωτηματικά της υποθέσεως, αφού τα κυριότερα πρόσωπα του μυστηρίου πέθαναν πριν ακόμη εμφανισθούν τα νεώτερα στοιχεία, τα οποία οδήγησαν μέχρι και σε μία σύγχρονη, ανεπίσημη αναψηλάφηση της δίκης, από μία ομάδα Αμερικανών δικηγόρων, αν και η ετυμηγορία δεν ανακοινώθηκε.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όλα αυτά αποτελούν υποθέσεις και εικασίες. Φαντασθείτε όμως τι θα σήμαινε αν κάτι από όλα αυτά ήταν αληθινό!

πηγή

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply