Ἀ­θα­νά­σιος Διά­κος

(ἀ­πό­σπα­σμα)

Ἀθανάσιος Διάκος 1Ὅ­σοι εἶ­στε ἀ­κό­μα ζων­τα­νοί, ἐ­λᾶ­τε ὁ­λό­γυ­ρά μου…
φω­νά­ζει ὁ Διά­κος, κ’ ἔρ­χον­ται… δὲ μέ­νουν πα­ρὰ δέ­κα…
ὁ ἥ­λιος στέ­κει γιὰ νὰ ἱ­δῇ. Κά­θε στιγ­μὴ ποὺ φεύ­γει
τοὺς ἔ­σφιγ­γε στε­νὰ στε­νὰ στὴν ἀγ­κα­λιά του ὁ Χά­ρος.

Μέ­σα σὲ τέ­τοι­ο πέ­λα­γο, βα­θύ, με­λα­νι­α­σμέ­νο,
ἕ­ν’ ἀ­κρο­γιά­λι μα­κρυ­νό, τὸ μά­τι τοῦ Θα­νά­ση
ξα­νοί­γει ποὺ τοὺς ἔ­κρα­ζε: – «Παι­διὰ στὸ Μο­να­στῆ­ρι…»

Καὶ δρα­σκε­λί­ζουν πε­τα­χτὰ τὴν σι­δε­ρέ­νια φρά­χτη
πω­λό­γυ­ρά τους ἔ­πη­ξε…. σει­σμὸς τὸ πέ­ρα­σμά τους.

Τὰ ὄρ­νια ἀ­να­φτε­ρού­για­σαν… τοὺς κυ­νη­γοῦν… προ­φτά­νουν
καὶ πλημ­μυ­ρί­ζουν τὴν αὐ­λή… Ἡ ἐκ­κλη­σιὰ στὴν μέ­ση
πα­ραι­τη­μέ­νη ὁ­λό­κλει­στη… Ἱ­δρώ­νει ὁ τοῖ­χος αἷ­μα…

Τρί­ζου­νε τὰ κο­νί­σμα­τα… Τὰ βό­λια ποὺ ἀ­νε­μί­ζουν,
ἐ­δέρ­να­νε τὰ σή­μαν­τρα καὶ τὰ βου­βὰ γλωσ­σί­δια
ξυ­πνοῦν, λα­λοῦ­νε νε­κρι­κά… λὲς κ’ εἶ­χε νὰ πε­ρά­σῃ
κα­νέ­να λεί­ψα­νο ἀ­πε­κεῖ…

       – Θα­νά­ση πα­ρα­δώ­σου…
ἐ­πέ­σα­νε οἱ συν­τρό­φοι σου… δὲ σώ­μει­νε κα­νέ­νας.

         -Θὰ πα­ρα­δώ­σω τὴν ψυ­χή, τ’ ἄρ­μα­τα δὲν τὰ δί­νω.

Ἄν δὲν τὸ ξέ­ρῃς μά­θε το… ποι­ὸς εἶ­σαι …. τὴν φω­νή σου…

           -Θα­νά­ση εἶ­μαι ὁ δι­α­λα­λη­τής…

         -Προ­δό­τη ἀ­φο­ρε­σμέ­νε!­!­.­..

Μὴν μοῦ πα­τῇς τὰ μνή­μα­τα… ἀ­κό­μη ζεῖς ἐμ­πρός μου; …

Καὶ τὴν στερ­νή του πι­στο­λιὰ τὴν ρί­χνει ἀ­στρο­πε­λέ­κι
καὶ τοῦ βου­βαί­νει τὴν καρ­διά… Πέ­φτου­νε τὰ κο­ρά­κια
νὰ τό­νε φᾶ­νε ζων­τα­νὸν… Στη­λώ­νει στ’ ἅ­γιο Βῆ­μα
τὴν πλά­τη ὁ Διά­κος … καρ­τε­ρεῖ… Δὲν τώ­μει­νε στὸ χέ­ρι
πα­ρὰ μιὰ σπι­θα­μὴ σπα­θί…. Τὸν ἔ­χουν στὸ ση­μά­δι..
Τὸ πρό­σω­πό του ἀ­νά­στα­ση… ἐμ­πρός του ἀγ­κα­λι­α­σμέ­να
δυ­ὸ λεί­ψα­να ξα­πλω­τα­ριά… ὁ Μῆ­τρος κι’ ὁ Δι­α­μάν­της…

Δὲν τὸν ἀ­φή­νουν οὔ­τε κεῖ… κα­νέ­νας δὲ σι­μώ­νει…

Τ’ ἀν­δρει­ω­μέ­να κόκ­κα­λα συν­τρί­βουν τὰ μο­λύ­βια,
καὶ ὁ πύρ­γος μέ­νει πάν­τα ὀρ­θός… τὸ μά­τι του ἄλ­λος κό­σμος.

Τὸν του­φε­κί­ζου­νε μὲ μιᾶς… τ’­ἀ­δει­ά­ζου­νε τὴν φλέ­βα
καὶ χί­λιοι τὸν ἀρ­πά­ζου­νε… δε­μέ­νο τὸ λι­ον­τά­ρι
τώ­χουν στὴν γῆ καὶ τὸ πα­τοῦν… τοῦ στρί­φου­νε τὰ χέ­ρια
πι­στάγ­κω­να μὲ τὴν τρι­χιὰ… προ­βαί­νου­νε στὸν ὦ­μο
οἱ σχί­ζαις ἀ­π’ τὴν κλεί­δω­ση… αἶ­μα ρο­νιά.. με­δού­λι…

Κ’ ἐ­νώ τὸν ἐ­μαρ­τύ­ρευ­αν κρυ­φά, κρυ­φά στὸ στό­μα,
ἀ­πλώ­νει ὁ Διά­κος καὶ φι­λεῖ τὸν Μῆ­τρο, τὸν Δι­α­μάν­τη.

Χι­λιά­δες τό­νε σέρ­νου­νε, ἐμ­πρός του λα­βω­μέ­νη
ἐ­μούγ­κρι­ζε ἡ φο­ρά­δα του… τὴν ἀ­να­κρά­ζει ὁ Διά­κος
κι’ αὐ­τὴ μ’ ἕ­να χλι­μίν­τρι­σμα τὸν χαι­ρε­τά­ει καὶ πέ­φτει.

………………Ἀθανάσιος Διάκος 2

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

Τί ἐστι οὐσία

Leave a Reply