(ἀπόσπασμα)
Ὅσοι εἶστε ἀκόμα ζωντανοί, ἐλᾶτε ὁλόγυρά μου…
φωνάζει ὁ Διάκος, κ’ ἔρχονται… δὲ μένουν παρὰ δέκα…
ὁ ἥλιος στέκει γιὰ νὰ ἱδῇ. Κάθε στιγμὴ ποὺ φεύγει
τοὺς ἔσφιγγε στενὰ στενὰ στὴν ἀγκαλιά του ὁ Χάρος.
Μέσα σὲ τέτοιο πέλαγο, βαθύ, μελανιασμένο,
ἕν’ ἀκρογιάλι μακρυνό, τὸ μάτι τοῦ Θανάση
ξανοίγει ποὺ τοὺς ἔκραζε: – «Παιδιὰ στὸ Μοναστῆρι…»
Καὶ δρασκελίζουν πεταχτὰ τὴν σιδερένια φράχτη
πωλόγυρά τους ἔπηξε…. σεισμὸς τὸ πέρασμά τους.
Τὰ ὄρνια ἀναφτερούγιασαν… τοὺς κυνηγοῦν… προφτάνουν
καὶ πλημμυρίζουν τὴν αὐλή… Ἡ ἐκκλησιὰ στὴν μέση
παραιτημένη ὁλόκλειστη… Ἱδρώνει ὁ τοῖχος αἷμα…
Τρίζουνε τὰ κονίσματα… Τὰ βόλια ποὺ ἀνεμίζουν,
ἐδέρνανε τὰ σήμαντρα καὶ τὰ βουβὰ γλωσσίδια
ξυπνοῦν, λαλοῦνε νεκρικά… λὲς κ’ εἶχε νὰ περάσῃ
κανένα λείψανο ἀπεκεῖ…
– Θανάση παραδώσου…
ἐπέσανε οἱ συντρόφοι σου… δὲ σώμεινε κανένας.
-Θὰ παραδώσω τὴν ψυχή, τ’ ἄρματα δὲν τὰ δίνω.
Ἄν δὲν τὸ ξέρῃς μάθε το… ποιὸς εἶσαι …. τὴν φωνή σου…
-Θανάση εἶμαι ὁ διαλαλητής…
-Προδότη ἀφορεσμένε!!...
Μὴν μοῦ πατῇς τὰ μνήματα… ἀκόμη ζεῖς ἐμπρός μου; …
Καὶ τὴν στερνή του πιστολιὰ τὴν ρίχνει ἀστροπελέκι
καὶ τοῦ βουβαίνει τὴν καρδιά… Πέφτουνε τὰ κοράκια
νὰ τόνε φᾶνε ζωντανὸν… Στηλώνει στ’ ἅγιο Βῆμα
τὴν πλάτη ὁ Διάκος … καρτερεῖ… Δὲν τώμεινε στὸ χέρι
παρὰ μιὰ σπιθαμὴ σπαθί…. Τὸν ἔχουν στὸ σημάδι..
Τὸ πρόσωπό του ἀνάσταση… ἐμπρός του ἀγκαλιασμένα
δυὸ λείψανα ξαπλωταριά… ὁ Μῆτρος κι’ ὁ Διαμάντης…
Δὲν τὸν ἀφήνουν οὔτε κεῖ… κανένας δὲ σιμώνει…
Τ’ ἀνδρειωμένα κόκκαλα συντρίβουν τὰ μολύβια,
καὶ ὁ πύργος μένει πάντα ὀρθός… τὸ μάτι του ἄλλος κόσμος.
Τὸν τουφεκίζουνε μὲ μιᾶς… τ’ἀδειάζουνε τὴν φλέβα
καὶ χίλιοι τὸν ἀρπάζουνε… δεμένο τὸ λιοντάρι
τώχουν στὴν γῆ καὶ τὸ πατοῦν… τοῦ στρίφουνε τὰ χέρια
πιστάγκωνα μὲ τὴν τριχιὰ… προβαίνουνε στὸν ὦμο
οἱ σχίζαις ἀπ’ τὴν κλείδωση… αἶμα ρονιά.. μεδούλι…
Κ’ ἐνώ τὸν ἐμαρτύρευαν κρυφά, κρυφά στὸ στόμα,
ἀπλώνει ὁ Διάκος καὶ φιλεῖ τὸν Μῆτρο, τὸν Διαμάντη.
Χιλιάδες τόνε σέρνουνε, ἐμπρός του λαβωμένη
ἐμούγκριζε ἡ φοράδα του… τὴν ἀνακράζει ὁ Διάκος
κι’ αὐτὴ μ’ ἕνα χλιμίντρισμα τὸν χαιρετάει καὶ πέφτει.
………………
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης