Ἡ καταστροφὴ τῆς Σαμοθράκης κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821

Σόφης Ν. Παπαδημητρίου

Η ευημερία του νησιού που παρατηρήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα διακόπηκε απότομα το 1821, όταν οι Σαμοθρακίτες ξεσηκώθηκαν και αυτοί για ν’ απαλλαγούν από τον Τούρκο κατακτητή.
Μερικοί πρόκριτοι της Σαμοθράκης που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία είχαν πληροφορίες ότι σε ορισμένο χρόνο θα επαναστατούσε ολόκληρη η Ελλάδα. Μόλις λοιπόν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα στην Πελοπόννησο, έπεισαν τους κατοίκους του νησιού να κηρύξουν τον Απρίλιο του 1821, τους εαυτούς τους ελεύθερους και ν’ αρνηθούν να πληρώσουν τους οφειλόμενους στους Τούρκους φόρους. Συγχρόνως ένας Σαμιώτης που βρισκόταν στο νησί, άρχισε να γυμνάζει μερικούς Σαμοθρακίτες και να τους μαθαίνει σκοποβολή.

Η Τουρκική Κυβέρνηση, απασχολούμενη μ’ άλλα προβλήματα του κράτους, στην αρχή δεν πήρε κανένα μέτρο εναντίον του νησιού. Σε μερικούς μήνες όμως ο τουρκικός στόλος βγήκε από τον Ελλήσποντο και την 1η Σεπτεμβρίου αποβίβασε στο νησί χίλιους, ή σύμφωνα με άλλες πληροφορίες δύο χιλιάδες άνδρες, για να καταστείλουν την ανταρσία. Η καταστροφή που επακολούθησε ήταν ολοκληρωτική. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν τα πάντα, έκαψαν τα σπίτια, πήραν όλα τα ζώα, και από τους κατοίκους, όσοι δεν πρόφτασαν να φύγουν προς τα βουνά ή από την θάλασσα για να γλυτώσουν, άλλους τους έσφαξαν κι άλλους, τους νεώτερους κυρίως, τους έφεραν στην Κωνσταντινούπολη για να πουληθούν για σκλάβοι, ενώ δώδεκα τους κρέμασαν στα κατάρτια των πλοίων για εκφοβισμό των υπολοίπων. Ο Άγγλος ιστορικός G. FINLAY γράφει χαρακτηριστικά: «Ήταν αδύνατο να υποθέσει κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα που ν’ αξίζει μια τόσο σκληρή τιμωρία».
Αντίθετα ο Τούρκος ιστορικός Αχμέτ Δζεβέτ πασάς γράφει ότι ο στρατιωτικός διοικητής των Δαρδανελλίων έστειλε στην Σαμοθράκη μια μικρή στρατιωτική δύναμη για να καταστείλει την επανάσταση και ύστερα από συμπλοκή με τους κατοίκους, τους νίκησαν.

Ένα δραματικό επεισόδιο μετά την απόβαση των εχθρικών στρατευμάτων στο νησί περιγράφεται στην αφήγηση μιας νέας γυναίκας από την Σαμοθράκη. Παραθέτονται παρακάτω μερικά αποσπάσματα.

«Οι κάτοικοι της Σαμοθράκης ζούσαν ως επί το πλείστον ποιμενική ζωή. Ανάμεσα σ’ αυτούς ζούσαν και μερικές πλούσιες οικογένειες. Είχαν καταφύγει εκεί από άλλα μέρη αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση, αφού είχαν ξεπουλήσει προηγουμένως όλα τα πολύτιμα υπάρχοντά τους. Από μια τέτοια οικογένεια ήμουν κι εγώ… Η αδελφή μου Κωνσταντία ήταν πολύ όμορφη με πολλούς θαυμαστές. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Θεόφιλος, γιος ενός πλούσιου βοσκού. Κανείς δεν ήταν πιο γρήγορος στο τρέξιμο, πιο καλός σκοπευτής και πιο σπουδαίος κιθαρίστας από τον Θεόφιλο.. Την Κωνσταντία όμως την ήθελε κι ο γιός του Τούρκου καδή, ο Μεχμέτ, αλλά αυτή με επιμονή αρνιόταν τις προτάσεις του… Δυστυχώς όμως κάποιαν ημέρα ο καπιτάν πασάς έπλευσε με το στόλο του για να υποτάξει το νησί. Τα άγρια στρατεύματά του έσφαξαν όλους σχεδόν τους κατοίκους, όσους δεν πρόφτασαν να κρυφτούν. Ο Μεχμέτ ο ίδιος επικεφαλής ενός στίφους ψάχνει να εύρει τον αντίζηλό του τον Θεόφιλο, που είχε καταφύγει μαζί με τον πατέρα του στο σπίτι μας για να μας προστατέψουν… Ύστερα από σκληρή μάχη κι αφού ο Θεόφιλος κατάφερε να εξοντώσει πολλούς Τούρκους τελικά ευρήκε και ο ίδιος τον θάνατο μπροστά στα μάτια μας, από το χέρι του Μεχμέτ, παρά τις ικεσίες της Κωνσταντίας να τον λυπηθεί. Η Κωνσταντία αμέσως εκεί μπροστά μας αυτοκτόνησε βυθίζοντας ένα μαχαίρι στο στήθος της».

Ένα περίπου χρόνο μετά την καταστροφή, ο Αμερικανός φιλέλληνας που περιέπλεε τις ακτές και τα νησιά του Αιγαίου, πέρασε από την Σαμοθράκη. Στο ημερολόγιό του σημειώνει:
«13 Ιουλίου 1822. Πλέαμε ανάμεσα στην Σαμοθράκη και στις ακτές της Θράκης. Ο άνεμος φυσούσε από τον βορρά και την ανατολή. Προς το μεσημέρι γύρισε νοτιάς κι ο καπετάνιος αποβιβάστηκε στο νησί κι όταν γύρισε το βράδυ μας γέμισε με αχλάδια και σταφύλια που υπάρχουν στο νησί σε μεγάλη αφθονία. Κι εμείς πάλι στείλαμε λίγα παξιμάδια για τους φτωχούς κατοίκους, που σ’ αυτό το τόσο εύφορο νησί δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε.
Κυριακή, 14 Ιουλίου 1822. Άνεμος βορειοανατολικός. Το πρωί ο καπετάνιος αποβιβάστηκε πάλι στο νησί ενώ οι βάρκες ανοίχτηκαν για ψάρεμα. Ο καπετάν Σαχτούρης κι ο Ψαριανός πήγαν ν’ αγκυροβολήσουν κοντά στο [κενό] του νησιού αυτού.
Η Σαμοθράκη δεν έχει μεγάλη έκταση και όταν την πρωτοαντικρύσει κανείς μοιάζει σαν ένα ψηλό βουνό, όταν όμως την πλησιάσει κανείς θα εκπλαγεί από την ρομαντική ομορφιά της και την ευφορία αυτού του γεμάτου γοητεία μέρους. Οι κοιλάδες μαζί με τις πεδιάδες είναι πολύ πλούσιες και το νησί έχει μεγάλη αφθονία από ελαιόδεντρα, ψάρια και γάργαρα νερά. Οι Τούρκοι έχουν ρημάξει τον τόπο, πήραν όλα τα ζώα από το νησί καθώς και πολλούς κατοίκους και τους πούλησαν για σκλάβους. Το νησί δεν παράγει καλαμπόκι. Οι κάτοικοι χάρηκαν πολύ για την ανταλλαγή ενός καλαθιού παξιμαδιών με φρούτα που τα ξεραίνουν (μήλα κι αχλάδια) και τα χρησιμοποιούν για ψωμί. Έτσι ένα νησί κάτω από την τουρκική τυραννία δεν παράγει αρκετό ψωμί για να θρέψει διακόσιους περίπου φτωχούς Έλληνες, ενώ παλιά που οι κάτοικοι το καλλιεργούσαν και ήταν το αγαπημένο νησί της θεάς Δήμητρας, μπορούσε να θρέψει πολλές χιλιάδες ανθρώπων».

Τα θλιβερά γεγονότα περιγράφει και ο POUQEVILLE:
«Η Σαμοθράκη, έδρα των μυστηρίων στα οποία είχαν μυηθεί ο Ορφέας καθώς και άλλοι ήρωες, έχει διατηρήσει κάτι το μυστηριώδες ως σήμερα. Οι γυναίκες έχουν την δύναμη να προλέγουν το μέλλον, αλλά αντί για ήρωες και βασιλιάδες βλέπουν τώρα να πλησιάζουν στις ακτές Έλληνες ναυτικοί που έρχονται ν’ αγοράσουν φυλαχτά για να τους έρθουν οι άνεμοι ευνοϊκοί ή γριές παραμάνες που οι κυράδες τους τις έχουν επιφορτίσει να έρθουν να πληροφορηθούν αν ένας αγαπημένος εραστής θα μείνει πιστός σ’ αυτές ή αν θα ξαναγυρίσει σ’ αυτές, αφού πρόδωσε πρώτα τους όρκους του. Στο νησί αυτό ζούσαν τριακόσιες οικογένειες ελληνικές ευχαριστημένες μέσα στις κοιλάδες με τις δροσερές φυλλωσιές, με τα πρόβατά τους, χωρίς να υποπτεύονται την καταστροφή που σκέπασε ολόκληρη την Ελλάδα, όταν ξαφνικά αποβιβάστηκαν οι Τούρκοι.

Ημέρα πένθους. Η φρίκη κι ο θάνατος απλώνονται σ’ ολόκληρο το νησί. Το χωριό Κάστρο παραδίδεται στις φλόγες, οι Τούρκοι διατρέχουν τις πεδιάδες, ψάχνουν στις κοιλάδες και στα δάση. Οι γυναίκες και τα παιδιά αλυσοδένονται, οι άνδρες αποκεφαλίζονται εκτός από μερικούς, που τους φυλάγουν για να τους κρεμάσουν στα κατάρτια των πλοίων, όταν νικητές θα μπαίνουν στην Κωνσταντινούπολη. Αλυσοδεμένους τους σέρνουν μαζί με τις αθώες οικογένειές τους στα πλοία και τους στιβάζουν μαζί με σωρούς κεφαλιών προορισμένων να κοσμήσουν την πύλη του σεραγιού. Φρικτός φόρος. Οι γυναίκες που ήταν καταδικασμένες να μπουν στα κακόφημα σπίτια (σύμφωνα με το πολεμικό δίκαιο των Μωαμεθανών) κατάφεραν να μετριαστεί η ποινή τους, χάρη στην απληστία των δεσποτών που τις πούλησαν μαζί με τα παιδιά τους στην αγορά του Σουλτανιέ Καλεσί. Ακόμη οι Τούρκοι δεν ξέχασαν να στοιβάξουν σε σωρούς τα κομμένα κεφάλια κάτω από τα παράθυρα του Γάλλου υποπρόξενου».

Αυτά είναι όσα ξέρουμε για το κίνημα και το τέλος του από γραπτές πηγές. Διάφορες λεπτομέρειες επίσης μας έχει διασώσει και η προφορική παράδοση. Σύμφωνα λοιπόν με διάφορες διηγήσεις η αποβίβαση των Τούρκων έγινε στην νοτιοδυτική παραλία του νησιού, στην θέση Μακριλιές και η πρώτη συμπλοκή έγινε στην θέση Μύλοι. Οι Έλληνες είχαν πιάσει τα υψώματα Κούκου και Βρυχού και μόλις εμφανίστηκαν οι Τούρκοι άρχισαν να πυροβολούν. Οι Τούρκοι στην αρχή σταμάτησαν την επίθεση, ύστερα όμως ανασυντάχθηκαν και ξαναεπιτέθηκαν με ορμή, και σε λίγο, αφού άλλους είχαν σκοτώσει και άλλους συλλάβει, έγιναν κύριοι του χωριού. Σκότωσαν πολλά γυναικόπαιδα, άλλα τα αιχμαλώτισαν, λεηλάτησαν τα σπίτια και τις εκκλησίες από όπου πήραν και κράτησαν για τον εαυτό τους τα πιο πολύτιμα αντικείμενα ενώ όσα βιβλία ή έγγραφα έπεσαν στα χέρια τους τα έσκισαν ή τα έκαψαν. Το Ευαγγέλιο της εκκλησίας, ένας στρατιώτης το τρύπησε πέρα ως πέρα με τη λόγχη του. Το Ευαγγέλιο αυτό ο Ίων Δραγούμης το βρήκε στη βιβλιοθήκη του Νικ. Φαρδύ και το έστειλε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, όπου φυλάγεται ως σήμερα σαν εθνικό κειμήλιο.

Επτακόσιους από τους κατοίκους που είχαν καταφύγει στα βουνά, οι Τούρκοι με δόλο και με την βοήθεια ενός προδότη, του Κυριάκου, που οι Τούρκοι επονόμασαν Τσαούση, τους έφεραν πίσω και τους έσφαξαν στην θέση Εφκά, κάτω από το βυζαντινό φρούριο. Από την εποχή της καταστροφής σώζεται η τοπική παροιμία «Δεν είμαι από τους εφτακόσιους» που σημαίνει «δεν ξεγελιέμαι εύκολα».
Η πρώτη Σεπτεμβρίου 1821 ονομάζεται από τους Σαμοθρακίτες «ημέρα του χαλασμού» και ανάμνηση της τραγικής αυτής μέρας είναι το τετράστιχο:

Σήμερα είναι Τρίτη και πρωτοσταυρινιά
(δηλ. πρώτη Σεπτεμβρίου)
Όπου μας εχάλασαν οι Τούρκοι, τα σκυλιά
Που παίρναν τα κεφάλια κι αφήναν τα κορμιά
Γεμίσαν τα σοκάκια και όλα τα στενά.

Υπάρχει και μια άλλη παραλλαγή που διασώζει ο Ίων Δραγούμης στο χειρόγραφο του έργου του “«Σαμοθράκη», στην σελίδα 8.

Σήμερα είναι σκόλη, η πρωτοσταυρινιά
Πούρθαν και μας χαλάσαν οι Τούρκοι τα σκυλιά
Που παίρναν τα κεφάλια κι αφήναν τα κορμιά
Στην Πόλη τα πηγαίναν στον Καπετάν Πασά
Που τσ’ έδινε μπαξίσι από δώδεκα φλουριά

Τις προφορικές αυτές παραδόσεις κατέγραψε ο Ίων Δραγούμης σε ένα «σημείωμα» όπως το ονομάζει ο ίδιος στο βιβλίο του «Σαμοθράκη», που σώζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και που δημοσιεύεται στο Παράρτημα. Περιγραφή της σφαγής δημοσίευσε και ο Νικ. Φαρδύς στην εφημερίδα «Απόλλων» το 1886. Η εφημερίδα αυτή είναι αρκετά σπάνια, για τον λόγο αυτό η αφήγηση του Φαρδύ περιλαμβάνεται και αυτή στο Παράρτημα.
Σχετικό με την σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων κατά το 1821 είναι και το επεισόδιο των πέντε μαρτύρων της Σαμοθράκης. Πέντε από τους αιχμαλώτους που οι Τούρκοι έφεραν στην Κωνσταντινούπολη και είχαν ασπασθεί τον Μωαμεθανισμό, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1837, γύρισαν στο νησί και έγιναν πάλι χριστιανοί. Γι’ αυτό οι Τούρκοι τους βασάνισαν και τους θανάτωσαν στην Μάκρη. Η μνήμη τους γιορτάζεται στην Σαμοθράκη, στην Μάκρη και στο Άγιο Όρος την Κυριακή του Θωμά και ένας μοναχός, ο Ιάκωβος, τους έγραψε ακολουθία που ψάλλεται την ημέρα εκείνη. Ο Ίων Δραγούμης σημειώνει στο χειρόγραφο για τη Σαμοθράκη:

Εκκλησία στο Λάκωμα δεν είναι, μονάχα ένα παρεκκλήσι μισογκρεμισμένο΄ μερικά κεριά έκαιγαν μπροστά σε κάποια κονίσματα. Είδα εκεί, δεξιά, την εικόνα των πέντε νεομαρτύρων της Σαμοθράκης, με φουστανέλλες και με τα ονόματά τους γραμμένα. Τα ονόματά τους είναι:
Μανουήλ Παλογούδας Γερο-Εμμανουήλ
Μιχαήλ Κύπριος
Θεόδωρος Δημητρίου Καλάκου
Γεώργιος Κουρούνης
Γεώργιος…

Στην χώρα μ’ έδειξαν (και με την αντέγραψε έπειτα ο δάσκαλος Ρηγόπουλος) την ακολουθία την χειρόγραφη που την ψέλνουν στην Σαμοθράκη, στην Μάκρη και στο Άγιο Όρος για την μνήμη των 5 νεομαρτύρων. “Ακολουθία των εκ Σαμοθράκης εις Μάκρην της Θράκης μαρτυρησάντων πέντε μαρτύρων, Μανουήλ, Θεοδώρου, Γεωργίου, Μιχαήλ και Γεωργίου τω 1837 (αωλζ’) ημέρα Δευτέρα. Εγράφη δε και συνετέθη αύτη η ακολουθία τω χιλιοστώ τεσσαροκοστώ τρίτω προτροπή μεν του Κου Ανθίμου επισκόπου Τραϊανουπόλεως, πάνω δε και πολλή σπουδή Ιακώβου μοναχού, 1843». Το αντίγραφο το έστειλα από το Δεδεαγάτς στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, όπως της έφερα μόνος μου και το Ευαγγέλιο το τρυπημένο από τους Τούρκους. Της έδωσα και ένα σημείωμα για το Κίνημα των Σαμοθρακιτών στα 1821, και ο Φαρδύς έγραψε στον «Απόλλωνα=»  των 1886 Φύλλων 40-41 (Αυγούστου και Σεπτεμβρίου) για το Κίνημα και την σφαγή της Σαμοθράκης. Τα κόκκαλα των αγίων νεομαρτύρων ήταν στην Μάκρη — όπου και εμαρτύρησαν — ύστερα τα πήγαν στο Άγιο Όρος και τώρα είναι εδώ, στην Σαμοθράκη.
Το Χρυσό Μετάλλιο με το οποίο η Ακαδημία Αθηνών τίμησε την Σαμοθράκη στις 23 Μαρτίου 1980, είναι μια τιμητική αναγνώριση της μικρής ίσως σε μέγεθος, απέναντι στον μεγάλο Αγώνα του ‘21, αλλά υψίστης σε σημασία ουσίας, του νησιού.

*Σημ. 1. Από την ιστορική μελέτη της κ. Σόφης Ν. Παπαδημητρίου υπό τον τίτλο «ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ» , που τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1981 και ύστερα από την ευγενική άδεια της συγγραφέα.

* Πηγή: Ημερολόγιο – Λεύκωμα της Θρακικής Εστίας, Τεύχος πέμπτον, Θεσσαλονίκη 1987-1988.

Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply