Ἡ δι­πλὴ ἑ­ορ­τή.

Ἡ διπλὴ γιορτή.Δ.Καμ­πού­ρο­γλου

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΗΜΕΡΑ γι­όρ­τα­σαν οἱ Χρι­στια­νοὶ τὴν Λαμ­πρή τους καὶ οἱ Τοῦρ­κοι τὸ μπα­ϊ­ρά­μι τους – ἔ­τσι ἔ­τυ­χε.

Ἡ γρῃ­ὰ ἡ κλη­σά­ρισ­σα τῆς Σω­τή­ρας, τὰ με­σά­νυ­κτα τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, ἀ­φοῦ ἔ­κα­μαν οἱ Χρι­στια­νοὶ Ἀ­νά­στα­ση κι’ ἀ­πό­λυ­σεν ἡ ἐκ­κλη­σιά, κλεί­στη­κε στὸ κελ­λί της μέ­σα, δι­πλο­αμ­πά­ρω­σε τὴν πορ­τί­τσα της κ’ ἔ­βα­λε γιὰ κα­λὸ καὶ γιὰ κα­κὸ ἀ­πὸ πί­σω καὶ τὸ φορ­τσέ­ρι της γε­μά­το μ’ ὅ­λο της τὸ νοι­κο­κυ­ριό, για­τὶ τὸ τούρ­κι­κο ξε­φάν­τω­μα μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­σπά­σῃ ἀ­πά­νω της.

Ἔ­ξαφ­να κτυ­πᾶ τρεῖς φο­ρὲς ἡ πόρ­τα της, τάκ, τάκ, τάκ…
Ἄλ­λες τρεῖς φο­ρὲς κτύ­πη­σε κ’ ἡ καρ­διὰ τῆς κλη­σά­ρισ­σας.
— Ἂν εἶ­σαι Χρι­στια­νὸς νὰ σὲ πο­λυ­χρο­νά­ῃ ὁ με­γα­λο­δύ­να­μος, κι’ ἂν εἶ­σαι Τοῦρ­κος πά­λι κα­λῶς ὥ­ρι­σες.
— Ἄ­νοι­ξε γλή­γω­ρα γει­τό­νισ­σα καὶ μὴ φο­βᾶ­σαι, ἐ­γὼ εἶ­μαι.
— Μπά! ἐ­σύ ‘σαι γει­τό­νισ­σα; Καὶ τί γυ­ρεύ­εις τέ­τοι­αν ὥ­ρα;

…Ἡ πορ­τί­τσα τοῦ κελ­λιοῦ ἀ­νοί­γει. Τὸ κα­τά­λευ­κο κού­φτα­λο, ἡ κλη­σά­ρισ­σα, ὑ­πο­δέ­χε­ται τὸ κα­τά­μαυ­ρο σκέ­λε­θρο, μιὰ γρῃ­ὰ Ἀ­ρα­πί­να, φι­λε­νά­δα της, ποὺ κα­θό­τα­νε μέ­σα σ’ ἕ­να χά­λα­σμα τῆς γει­το­νιᾶς. Ἡ πορ­τί­τσα ξα­νά­κλει­σε. Ἡ Ἀ­ρα­πί­να μι­λεῖ πρώ­τη:
— Τώ­ρα ποὺ ‘σύ­χα­σ’ ὁ κό­σμος ὅ­λος κ’­οἱ χα­ρο­κό­ποι τρα­βή­χτη­καν στὰ σπί­τια τους, ἦρ­θε κ’ ἐ­μέ­να ἡ ἀ­ρά­δα μου νὰ γι­ορ­τά­σω τὸ μπα­ϊ­ρά­μι μου στὸ τρυ­πο­σπι­τό μου μέ­σα. Ἔ­κα­μα ν’ ἁ­πλώ­σῳ πά­νω σὲ κά­τι πέ­τρες τ’ ἀ­πο­φά­για τῶν ἀ­γά­δων πού ‘χα σ’ ἕ­να χαρ­τὶ τυ­λιγ­μέ­να, καὶ τό­τες σὲ συλ­λο­γί­στη­κα, ζά­βα­λι γει­τό­νισ­σα, κλει­σμέ­νη κα­τα­μό­να­χη στὸ κελ­λί σου, ξη­με­ρώ­νον­τας ἡ Λαμ­πρή σας· σὲ ψυ­χο­πό­νε­σα, τύ­λι­ξα πά­λι τ’ ἀ­πο­φά­για, καὶ εἶ­πα μέ­σα μου: «Κα­κό­μοι­ροι Χρι­στια­νοί! σκλά­βοι καὶ σεῖς, σκλά­βοι καὶ μεῖς. Πιὸ φτω­χοὶ ἐ­μεῖς, μὰ πιὸ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ἐ­σεῖς, για­τὶ γι­νή­κα­τε δοῦ­λοι στὸν ἴ­διο τὸν τό­πο, ποὺ μιὰ φο­ρὰ ἤ­σα­στε ἀ­φεν­τι­κά.»
Ἂς πά­ω λοι­πόν, εἶ­πα, νὰ γι­ορ­τά­σω­με μα­ζί, αὐ­τὴ τὴν Λαμ­πρή της κ’ ἐ­γὼ τὸ μπα­ϊ­ρά­μι μου. Ξε­κί­νη­σα κ’ ­ἦλθα.

Κι ἀ­κούμ­πη­σε τὸ μι­κρό της τὸ δέ­μα ἀ­πά­νω στὸ τρι­κλὸ τρα­πε­ζά­κι τοῦ κελ­λιοῦ.
Ση­κώ­νε­ται τό­τες ἡ κλη­σά­ρισ­σα γε­λα­στὴ καὶ ψά­χνει μέ­σα στὴν κα­σέ­λα της. Βγά­ζει ἕ­να κόκ­κι­νο αὐ­γὸ καὶ τὸ δί­νει στὴν Ἀ­ρα­πί­να.
Τὸ παίρ­νει ἐ­κεί­νη μ’ εὐ­χα­ρί­στη­σι με­γά­λη, ση­κώ­νει τὸ χέ­ρι της ψη­λὰ καὶ τὸ πα­ρα­τη­ρεῖ γύ­ρω γύ­ρω στὸ φῶς τοῦ λυ­χνα­ριοῦ, μὲ χα­ρὰ μι­κροῦ παι­διοῦ καὶ τὸ θαυ­μά­ζει σὰν κα­νέ­να σπά­νιο καὶ πε­ρί­φη­μο πρᾶμ­μα.
Ἡ γρῃ­ὰ ἡ κλη­σά­ρισ­σα ἔρ­χε­ται σι­γὰ σι­γά, κά­θε­ται κον­τά της, καὶ ἔ­ξαφ­να κά­νει τσὰκ μί­α, καὶ τῆς τὸ σπά­ζει μὲ τὸ ἄλ­λο κόκ­κι­νο αὐ­γὸ ποὺ εἶ­χε κρυμ­μέ­νο στὸ ἄλ­λο της τὸ χέ­ρι, ξε­καρ­δι­σμέ­νη στὰ γέ­λια γιὰ τὸ κα­τόρ­θω­μά της.
Τὸ κελ­λί εἶ­ναι μι­σο­σκό­τει­νο. Τὸ λυ­χνά­ρι μό­λις καὶ φέγ­γει. Ζυ­γώ­νουν κον­τὰ κον­τά, μά­γου­λο μὲ μά­γου­λο, τὰ δυ­ὸ γε­ρον­τι­κὰ κε­φά­λια, κά­τα­σπρο τὸ ἕ­να, κα­τά­μαυ­ρο τὸ ἄλ­λο, καὶ φι­λι­οῦν­ται…

Πη­γή: Δη­μή­τρης Καμ­πού­ρο­γλου, Ἡ Κυ­ρὰ Τρι­σεύ­γε­νη κι ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα, Εἰ­δι­κὴ ἔκ­δο­ση γιὰ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τὸ «Βῆ­μα», Ἀ­θή­να, 2009 [α΄ ἔκ­δο­ση 1900].

Καμ­πού­ρο­γλου Δη­μή­τρης (Ἀ­θή­να, 1854-1942).
Ἱ­στο­ρι­ο­δί­φης ἀθηναιογράφος, πε­ζογράφος, ποι­η­τὴς καὶ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κός.
Σημαντικότερο ἔργο του ἡ τρί­το­μη Ἱ­στο­ρί­α τῶν Ἀ­θη­ναί­ων (1896).

Πανορμίτης Σπανός

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply