Ξενοφῶν

ΞενοφῶνὍταν ὁ Ξενοφῶν ἐκστρατεύει μὲ τοὺς Μυρίους εἰς τὰ  Κούναξα, εἶναι μόλις ἑτῶν τριάκοντα.
Εἶναι πλούσιος. Εἶναι ὡραῖος. Καὶ ἀνήκει εἰς μίαν τῶν ἀριστοκρατικωτέρων τῶν Ἀθηναίων τάξεων, τὴν
τάξιν τῶν «ἱππέων».

Ἡ ὡραιότης του ἔχει ἀρμονίαν ὡς ἡ σκέψις του.
Ὁ διαβάζων τά συγγράμματά του, ἰδίως τήν «Κύρου Παιδείαν» καὶ  «Ἀνάβασιν», ἀντιλαμβάνεται ὅλον τὸ ὑψος τῆς ὡραιότητός του αὐτῆς.
Ὡραιότητος εὑρύθμου ἀριστοκράτου Ἀθηναίου.
Εἶναι ὁ λεπτὸς μέν, ἀλλ’ ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς ἀρρενωπότητα ψυχῆς καί ἤθους.
Ὁ ἀβρός, ὁ μημουακτικός, ἴσως καὶ ὁ χαϊδεμμένος, ἀλλ’ ἐξ ἐκείνων οἵτινες μὲ τὰς ὁμαλότητας αὐτάς, περιβάλλουν χαλύβδινον ψυχήν, καὶ  πλαισιοῦν μὲ ὅλον τὸ σφρῖγος τοῦ καθήκοντος, κάθε, τῆς ζωῆς των πρᾶξιν.
Ἐὰν καὶ ἀνήκῃ εἰς τούς ἀριστοκρατικούς, ἡ ἀριστοκρατικότης του γαληνιᾶ καὶ ἔλκει.
Δὲν ἐρεθίζει, δὲν τρομάζει.
Εἶναι (ὡς θὰ ἐλέγαμεν σήμερα) ἀπὸ τοὺς «μετριοπαθεῖς», δηλ. ἀπὸ τοὺς σκορπίζοντας γύρω των ἕνα ὡραῖον καί  εὐγενέστατον γαλήνης καὶ ἡρεμίας πνεῦμα.
Καί αὐτὴ ἡ ὁρμή του ὡς στρατιώτου εἰς τὸν πόλεμον ὑπολανθάνει μέσα του.
Ἡ ἐνεργητικότης του εἶναι ἐσωτερική.
Καί ὁμοιάζει μὲ τὴν ἀόρατον ὁρμὴν ποταμοῦ, ποὺ τρέχει μέν, καὶ τρέχει πάντοτε, ἀλλ’ ὅταν τὸν βλέπῃς εἰς τὴν
κοίτην του, νομίζεις ὅτι ὀνειροπολεῖ ἤ κοιμᾶται, αἰσθάνεσαι δὲ τὴν ὁρμήν του, μόνον ὅταν εἰσέλθῃς εἰς τὸ πνεῦμα του καὶ
ἀφεθῇς μὲ ὑπακοὴν εἰς τὴν Μοίραν του…
Ὁ Ξενοφῶν εἶναι ὁ μαθητὴς τοῦ Σωκράτους, ἀλλ’ ὄχι ὅπως ὁ Πλάτων, ὑψηλὸς καί θεῖος.
Δέν ἀνέρχεται αὐτός, ἀλλὰ βαδίζει.
Καὶ εἶναι τόσον καλὸν καὶ  τόσον δυνατὸν τὸ βάδισμά του!
Εἶναι «ὁ ἱσχυρός» χωρὶς νὰ φαίνεται.
Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος τὸν λέγει ντροπαλόν.
Φαντασθῆτε τὸν Ξενοφώντα «ντροπαλόν» διὰ μέσου τῆς ἐποποιίας τῶν Μυρίων!
Καί ὅμως ἦτο. Εἶχεν ὅλην, τῶν τοιοῦτου εἴδους ντροπαλῶν, τὴν ἀσφάλειαν εἰς τὴν χεῖρα καὶ τὸ μέτωπον.
Ὀκτὼ ὁλόκληρα ἔτη διατριβῆς μὲ τὸν Σωκράτην τοῦ εἶχον τὸ φρόνημα ἀτσαλώση.
Ἡ διαλεκτική ἐκείνου εἰσῆλθεν εἰς κάθε πτυχὴν τοῦ πνεύματός του. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ σοφιστεῖα δὲν τοῦ ἦτο ξένη,
διδαχθεῖσα αὐτῷ ὑπὸ τοῦ  ὡφελιμωτέρου τῶν Ἀθηναίων σοφιστῶν τῆς ἐποχῆς του, τοῦ Προδίκου.
Εἰς τόν Ξενοφῶντα ἐχρειάζετο, ὅταν ἀνέτρεπε λόγους καὶ πράξεις ἀντιπάλων, ἔπρεπε δὲ ν’ ἀνατρέψῃ αὐτὰς ὄχι ἐκ τοῦ συνήθους ἐν Ἑλλάδι τῆς ἀντιδράσεως, καὶ  τῆς ἀντιλογίας πνεύματος ὁρμώμενος, ἀλλ’ ἐκ τοῦ καθήκοντος καὶ  ἐκ τῆς ἰσχῦος καὶ ἐπιβολῆς τῶν περιστάσεων ἐχρειάζετο, καὶ οὐχὶ σπανίως, ὡς ὅπλον μαχιμώτατον καὶ  ἡ Σοφιστική.
Οὐχ ἦττον ἧτο καὶ τότε, ὅπως πάντοτε, ἠθικός.
Μέ ὡραιότητα ἠθικός.
Ἀνέτρεπε πάλλων τὴν σοφιστικήν του σπάθην πρὸς ὅλα τὰ σημεῖα. Δέν ἧτο ὁ ἄνθρωπος τοῦ «νόμῳ καλόν, νόμῳ κακόν». Δέν ἦτο ὁ ἄνθρωπος «ὁ ποιῷν τὸν ἥττονα λόγον κρεῖττῳ», διὰ νὰ ὡφεληθῇ αὐτὸς καὶ διὰ νὰ ἐπιβληθῇ καὶ δεσπόσῃ, καὶ νικήσῃ, ἀπλῷς ἀπὸ χαιρέκακον εἰς τοῦτο ὁρμὴν ὡθούμενος.
Καί ὅταν ἐσοφιστεύετο, ἡ σοφιστεία του εἶχεν ὡς σκοπὸν τὴν ἀνωτέραν ἐκείνην ὡφέλειαν, τὴν, εἶτε ὑπὲρ τῆς προσωπικῆς του ἀξιοπρεπεῖας καὶ ἠθικῆς ἀκεραιότητος τῆς ψυχῆς του, εἶτε ὑπὲρ τοῦ γενικοῦ καλοῦ καὶ  γοήτρου ἐκείνων οὔς διώκει, ἐπιδιωκομένην.
Εἶναι περίεργον ὅτι ἡ ζωή τοῦ Ξενοφῶντος εἶναι: σταθμοὶ ἐδῶ, καὶ σταθμοὶ ἐκεῖ. Ὄχι συνέχεια ζωῆς.
Ὁ ἔρρυθμος αὐτὸς ἦτο πλέον ξένος διὰ πολιτείαν ἔκρυθμον, ὡς ἡ τῶν Ἀθηνῶν. Τό περιβάλλον των ἦτο ξένον πρὸς τὴν ἀριστοκρατικότητά του.
Ἡ Δημοκρατία εἶχε πέση ὑπὸ τὸν Λύσανδρον. Καί εἶχεν ἡ Ὁλιγαρχία τῶν Τριάκοντα δαμάση κάθε ἔκδοτον ροπὴν τοῦ Δήμου. Μεθ’ ὅ ἀνέστησαν καὶ πάλιν ὅσα εἶχον ἀπομείνη λείψανα δημοκρατικά, τῶν ἀρχαίων συντηρητικῶν μεταβληθέντων εἰς ποιητικοὺς πλάνητας ἤ ἐπαγγελματικοὺς τυχοδιῶκτας τῆς ζωῆς.
Ὁ Ξενοφῶν ἧτον ἀπὸ τοὺς τελευταῖους.
Ἡ ἀρμονία ἔχουσα ἀντιμέτωπον τὸ χάος.
Χάος δὲ ἦσαν τὰ τοῦ Ἄστεως.
Ὁ ὡραῖος ἱππεύς, ὁ εὐγενὴς εὐπατρίδης, ὁ κομψὸς καίὶστωμῦλος αὐτὸς ἔφηβος φεύγει ἐξ Ἀθηνῶν.
Ὁ Ξενοφῶν αἰσθάνεται τὰς Ἀθῆνας, αἱ ὁποῖαι ὅμως δὲν δύνανται νὰ τὸν αἰσθανθῶσι πλέον. Τὰς ἀγαπᾶ.
Εἶναι ἡ πατρίς του.
Ἀλλὰ ἡ Τύχη του τείνει τὸν δάκτυλον αὐτῆς, ἤ πρὸς τὴν Ἀσίαν μὲ τὸν Κῦρον, ἤ πρὸς τὴν Σπάρτην μὲ τὸόν Ἀγησίλαον, παντοῦ ἀλλοῦ πλέον ἐκτὸς τῶν Ἀθηνῶν.
Καί ο Ξενοφῶν ἀκολουθεῖ τὴν ὁδόν, ἥν τοῦ δεικνύει ἡ Τύχη του.
Τὸ ἰδανικὸν τῶν Ἀθηνῶν εἰς τὴν διάνοιαν τοῦ Ξενοφῶντος ἦτο πολὺ ἀνώτερον τῶν Ἀθηνῶν τῶν χρόνων του.
Ἠγάπα τὸ  ἰδανικὸν τῶν Ἀθηνῶν ἐκείνων καί, ἄν δὲν ἐμίσῃ, δὲν προσηρμόζετο ὅμως ἡ ψυχή του πρὸς τὰς Ἀθῆνας ταῦτας, τὰς γεμάτας ἀπὸ δημαγωγίαν καὶ παράλυσιν.

Τᾶσος Γκολέμης

Leave a Reply