Χριστούγεννα στὸ Μέτωπο…

Χριστούγεννα στὸ Μέτωπο!
Προφυλακὲς Ὀλύτσικα, Ἠπείρου.
24 Δεκεμβρίου 1912!

Διαβᾶστε το…

Ζαφείρης Δημήτριος Φρυκτωρὸς

 Χριστούγεννα στὸ Μέτωπο!. Προφυλακὲς Ὀλύτσικα Ἠπείρου, 24 Δεκεμβρίου 1912.

Ξαστεριά· κλαράκι δὲν κουνιέται.Τὸ φεγγάρι φωτίζει καθαρά, κατακάθαρα τὰ βουνὰ τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Ὀλύτσικα, ποὺ τέτοιαν ὥρα μᾶς φαίνονται διπλὰ στὸν ὄγκο καὶ στὸ ὕψος. Μπορεῖ κάποιος νὰ διακρίνῃ τὶς προφυλακές μας ἐπάνω σ’ αὐτά, σωροὺς ἀπὸ φαντάρους ῥιγμένους τὸν ἕνα ἐπάνω στὸν ἄλλο, νὰ ξεκουράζωνται στὴν ἀστροφεγγιά, ποὺ εἰναι γι’ αὐτοὺς πολύτιμη· γιατὶ δὲν ἀφήνει τοὺς Ἀρβανίτες νὰ μεταχειρισθοῦν ἕναν ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς τρόπους ποὺ ξέρουν, τὸν αἰφνιδιασμό, γιὰ νὰ φθάσουν στὴν γραμμὴ καὶ νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν. Θ’ ἀναπαυθοῦν ἀπόψε.
Ποῦ καὶ ποῦ κάποιος ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μας πετιέται ξαφνικὰ καὶ δός του ἐπάνω κάτω νὰ ζεστάνῃ λίγο τὸ παγωμένο του κορμί.Τὸ δυνατὸ κρύο μᾶς περονιάζει τὰ κόκκαλα καὶ κάνει τὴν μέση μας καὶ τὶς πλάτες νὰ πονοῦν.
  ―Μιὰ βραδυὰ εἶναι καὶ αὐτὴ καὶ θὰ περάση, βρὲ παιδιά· ὅλοι ὑποφέρουν σήμερα γιὰ τὴν πατρίδα· ὅλα θὰ περάσουν, εἶπα.
Οὔτε κουβέντα πιά…Γύριζα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ μυαλό μου, ὅτι ἡ βραδυὰ ἐκείνη ἦταν Χριστουγεννιάτικη.  Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μου οὐδεὶς τὸ εἶχε σκεφθῆ.  Ἤμουν νευρικὸς καὶ προσπαθοῦσα νὰ συνηθίσω τὸν ἐαυτό μου στὴν συγκίνηση ποὺ θὰ δοκίμαζα μὲ τὴν χαρὰ τῶν στρατιωτῶν μου γιὰ κάτι ἔκτακτο ποὺ τοὺς προετοίμαζα.
Εὑρισκόμουν ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ καλυβάκι μας, ὅταν ἄκουσα τὸν στρατιώτη, ποὺ ἔγραφε ἕνα γράμμα, νὰ ῥωτᾷ πόσες τοῦ μηνὸς εἴχαμε.
―Ῥώτα τὸν κὺρ λοχία, τοῦ εἶπε ἕνας.
―Εἴκοσι τέσσερες, τοῦ φώναξα κι ἀπετραβήχθην βιαστικός.
―Βρὲ παιδιά, εἴκοσι τέσσερες! Παραμονὴ Χριστούγεννα σήμερα καὶ δὲν τὸ σκεφθήκαμε… Γιὰ σκεφθῆτε, βρὲ παιδιά…  Ἔφθασαν στ’ αὐτιά μου τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ δέκα στόματα.
Εἶχα ἀρκετὰ τραβηχθῆ ἀπὸ τὸ φυλάκιο, ὅταν εἶδα τοὺς φαντάρους μου ἕναν ἕναν νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ καλυβάκι καὶ νὰ μὲ πλησιάζουν· σὲ λίγο ἦταν ὅλοι γύρω μου.
―Ἀκοῦς, Χριστούγεννα, κὺρ λοχία, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβωμεν καθόλου. Πῶς θά τήν περάσουν τήν αὐριανή ἡμέρα τὰ καημένα τὰ σπίτια μας…
Ἄχ! δόλια μάννα!
Κι ἐκύτταζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὅλοι μαζὺ ἐμέναν.
Τί ζητοῦσαν ἀπό ἐμέναν; Κι ἐγὼ εἶχα σπίτι καὶ μάννα·  ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐγὼ ἤμουν ὁ μόνος ἀνώτερός τους ἐκεῖ.  Ἤμαστε ὅλοι περισσότερο ὑπερήφανοι, γιατὶ μιὰν τέτοιαν ἡμέρα τόσο ὑποφέραμε· ἤμουν ἀκόμη πιὸ εὐτυχὴς ἐγώ, γιατὶ περίμενα ἔπειτα ἀπὸ λίγο κάτι νὰ παρουσιάσω στοὺς στρατιῶτες μου, ποὺ ἀπὸ ἡμέρες τώρα ζοῦσαν μόνον μὲ ψωμί, καὶ αὐτὸ σὰν ἀντίδωρο.
Σὲ λίγο ἕνας ἕνας ἐτραβήχθησαν στὸ καλυβάκι, κι ἔμεινα μόνος.
Παραμονὴ Χριστούγεννα! Πῶς περνούσαμε ἄλλες χρονιὲς μὲ τὸν πατέρα, τὴν μητέρα καὶ τ’ ἀδερφάκια μας! Ἀπὸ νωρὶς ψώνια καὶ ψώνια, Τὰ μικρὰ τί χαρές! Γέμιζε τὸ σπίτι ἀπὸ γέλια κι ἀπαιτήσεις.
—Μαμά, τὸ βράδυ νὰ μὲ σηκώσῃς νὰ πάω στὴνἐκκλησία.
—Καλά, κοιμήσου τώρα, ἂν θέλῃς νὰ σηκωθῆς
Πῶς πεταγόμασταν τὴν νύκτα ἀπὸ τὸν ὕπνο, όταν ἀκούγαμε τὸν γλυκό, χαρμόσυνο ἦχο τῆς καμπάνας. Στὸν δρόμο ἐκεῖνο τὸ βράδυ κανένας φόβος· ἕνας ἕνας, νέοι, γέροι, γριές, παιδιά, χωμένοι στὰ παλτά τους, τραβοῦσαν γιὰ τὴν ἐκκλησία· ἀλήθεια, πῶς μᾶς ἄρεσε κι ἐμᾶς τῶν παιδιῶν ἡ ἐκκλησία ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα τί χαρά! Χριστόψωμα, γαλοποῦλες, φροῦτα· παντοῦ ἑορτάσιμα ῥοῦχα, στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, παντοῦ.
Οὔτε σχολεῖο ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες οὔτε τίποτα.
Καὶ τώρα, ἐπάνω στὸν ᾽Ολύτσικα, ἔχομε τὸ κανόνι γιὰ καμπάνα καὶ τὸ ὕπαιθρο γιὰ ἐκκλησία· κάτι εἴμαστε κι ἐμεῖς τώρα.
Πολλὲς φορὲς ὁ στρατηγὸς θὰ ἐσκέφθη: «καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καλὰ εἴμαστε ἀσφαλισμένοι».
Καὶ οἱ στρατιῶτες ἐπάνω στὴν Μανωλιάσα, ποὺ τοὺς φυλάγαμε τὰ πλευρά, πάντα πιὸ ῆσυχα θὰ ἐκοιμοῦντο, ὅταν μᾶς ἔνοιωθαν πλάϊ τους.
Τί τιμὴ ἀλήθεια!
Καλὰ ἧταν τὰ περασμένα Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ τωρινὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ούδέποτε θὰ ξεχάσωμε. Οἱ στρατιῶτες μου κοιμοῦνται· τί ὄνειρα νά βλέπουν; Ἀσφαλῶς οἱ περισσότεροι θὰ εἶναι στὰ σπίτια τους, μερικοὶ καὶ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ τους.
Βήματα ἀπὸ τὸ μονοπάτι, ποὺ εἶχα προσδιορίση γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Δεναξᾶ καὶ τοῦ Πράγια, μὲ ἔκαναν νὰ τρέξω πρὸς τὰ ἐκεῖ.
—Καλῶς ὥρισες, Δεναξᾶ· τί γίνεται, βρὲ παιδί; ποῦ εἷναιὁ Πράγιας;
—Γειά σου, κὺρ λοχία· χρόνια πολλά· μὲ τὸ καλὸ στὰ σπίτια μας, καὶ τοῦ λόγου σου μὲ μακρὺ σπαθί.
Μὲ μακρὺ σπαθί· ὥστε τὸ καταλάβαιναν οἱ στρατιῶτες μου, ὅτι κάτι μπορoῦσε νὰ βγῇ καὶ γιὰ ἐμένα ἀπὸ τὴν νίκη, σκέφθηκα.
—Ὁ Πράγιας, κὺρ λοχία, ἐξακολούθησε ὁ Δεναξᾶς, ψήνει τὸ κρέας κάτω στὴν ῥεματιά· σὲ μιὰν ὥρα θὰ εἶναι ἕτοιμο· ἕξη ὀκάδες χοιρινὸ πρώτης γραμμῆς· ἔχομε κι ἁλάτι καὶ πιπέρι· ἕνα παγούρι κονιάκ, τρία κουτιὰ λουκούμια καὶ δυὸ ψωμιὰ χωριάτικα, φίνα· μοῦ εἶπε ὁ ὑποσιτιστής, ότι θά μᾶς στείλουν καὶ χριστόψωμα, ἀλλὰ αὐτά, νὰ σοῦ πῶ, κὺρ λοχία, δὲν τὰ περιμένω· εἶδα νὰ δουλεύουν δυὸ τρεῖς στοὺς φούρνους, ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἔλεγαν καλημέρα σὲ φούρναρη στὴν πατρίδα.
—Ἄφησε τὰ σακκίδια, Δεναξᾶ, ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι καὶ πήγαινε, παιδί μου, νὰ βοηθήσῃς τὸν Πράγια.
Ἔφυγε κι ἐγὼ τράβηξα στὸ καλύβι. Τοὺς βρῆκα ὅλους νὰ κοιμοῦνται.
—Ἔ, παιδιά, σηκωθῆτε, τοὺς εἶπα ἐπιτακτικά· δὲ σεβάσθηκα ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸν ὕπνο τους.
Ξαφνιασμένοι πετάχτηκαν ὅλοι ἐπάνω καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια στὰ τουφέκια,
—Τί εἶναι; τί τρέχει, κὺρ λοχία; Εἶχαν συνηθίση τόσον καιρὸ σὲ τέτοια ξυπνήματα.
—Καθίστε κάτω, τοὺς εἶπα· ἀφῆστε τὰ ὅπλα δὲν εἶναι τίποτα· κάτι ἤθελα νὰ σᾶς πῶ.
Κάθισαν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο, τακτοποιώντας τοὺς μανδύες καὶ τὶς παλάσκες τους, ποὺ τόσον καιρὸ τώρα ἔγιναν ἀναπόσπαστες ἀπὸ τὴν τουαλέττα τοῦ ὕπνου τους.
—Ἀκοῦστε, παιδιά, νὰ σᾶς πῶ. Τέτοιαν ἡμέρα καὶ ὥρα— ἦταν περασμένα μεσάνυκτα — οί καμπάνες στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις κτυποῦν καὶ οἱ Χριστιανοὶ πηγαίνουν στὴνἐκκλησία, νὰ ἑορτάσουν τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴν εὐλογία του. Κι ἐμεῖς ἐδῶ ἐπάνω, ποὺ εἴμαστε, δὲν πάψαμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἔχωμε ἀκόμη περισσότερη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βοήθειά του. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ σᾶς ξύπνησα, νὰ κάνωμε τὴν προσευχή μας καὶ νὰ ποῦμε κανένα χριστουγεννιάτικο τροπάριο· ἐγὼ ξέρω μερικά, καί, ἂν ξέρῃ καὶ κάποιος ἀπὸ σᾶς, τὸ λέει· δὲν ἔκανα καλά, παιδιά;
—Καλὰ ἔκανες, κὺρ λοχία.
Γονάτισα καὶ γονάτισαν καὶ οἱ στρατιῶτες μου· ἔκανα τὸν σταυρό μου, τὸν ἔκαναν κι αὐτοὶ μὲ τὸ κεφάλι κάτω.
—« Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε …», ἀκούσθηκε σιγανή, ῥαγισμένη ἀπὸ τὴν συγκίνηση, ἡ φωνή μου.
Μερικοὶ στρατιῶτες μου σταυροκοποῦνται διαρκῶς καὶ ἄλλοι σταματοῦν γιὰ λίγο, γιὰ νὰ ξαναρχίσουν πάλι· ὅλοι μουρμουρίζουν καὶ βοηθοῦν. Τὰ δάκρυά μας κατρακυλοῦν στὶς ἄπλυτες γενειάδες μας· ἡ συγκίνησις μᾶς παραλύει τὰ σαγόνια καὶ μᾶς κόβει τὴν φωνὴ στὸ λαρύγγι. Δὲν ξέρω πῶς τελείωσε ἐκεῖνο τὸ τροπάρι· ἕνας στρατιώτης ἀρχίζει τώρα δυνατώτερα:
—«  Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει …».
Βοηθοῦμε ὅλοι, κρατοῦμε τὸ ἴσο. Ἡ πρώτη συγκίνησις πέρασε καὶ ἡ ψαλμωδία μας τώρα ἀκούγεται πιὸ ἁρμονική.
Δυὸ στρατιῶτες μου κρυφομιλοῦν καὶ πιάνοντας τὰ τουφέκια  τους ἑτοιμάζονται νὰ βγοῦν. Τοὺς κύτταξα στὰ μάτια.
―Νὰ ἔλθουν κι ἐκεῖνοι οἱ καημένοι, ν’ ἀκούσουν λίγη λειτουργία, μοῦ εἶπαν καὶ ὑπονοοῦσαν τοὺς διπλοσκοπούς.
Κι ἔφυγαν.
Τὰ λόγια αὐτὰ μὲ συγκίνησαν τόσο πολύ, ποὺ νόμισα γιὰ μιὰν στιγμή, ότι θὰ σταματήση ἡ καρδιά μου. Τὸ στῆθος μου στένευε, τὰ μάτια μου ἔτρεχαν, τὁ σῶμα μου ἔτρεμε. Λειτουργία! Πραγματικὴ λειτουργία ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶχε ἐξαγνίση ὁ πόλεμος καὶ ποὺ τὴν καρδιά τους πλημμύριζαν τὰ πιὸ εὐγενικὰ αἰσθήματα. Ἠταν πραγματικὴ προσευχὴ ἐκείνη.
«Ἡ γέννησίς Σου, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλαμε τώρα.
Τὴν στιγμὴ ἐκείνη οἱ διπλοσκοποί, ποὺ τοὺς ἄλλαξαν οἱ ἄλλοι δυό, ποὺ βγῆκαν πρωτύτερα, προέβαλαν τὸ κεφάλι τους στὸ καλύβι. Ἔκαναν τὸν σταυρό τους καὶ γονάτισαν κι αὐτοί. Δὲν ξέραμε τίποτα ἄλλο νὰ ποῦμε κι ἡ λειτουργία τελείωσε.
 Οἱ στρατιῶτες μου σταυροκοποῦντο ἀκόμη, ὅταν γύρισα μὲ τὸ σακκίδιο, ποὺ εἶχε ἀφήση ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι ὁ Δεναξᾶς. Ἄνοιξα ἕνα κουτὶ λουκούμια καὶ τὸ πρότεινα στοὺς στρατιῶτες μου νὰ πάρουν ἀπὸ ἕνα· τὸ πῆραν. Τοὺς ἔδωσα καὶ τὸ παγούρι μὲ τὸ κονιάκ.
―Πιέτε λιγάκι, παιδιά, νὰ ζεσταθῆτε καὶ νὰ εὐχηθῆτε γιὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα.  Ἥπιαν ὁλοι καὶ τελευταῖος ἐγώ.
Ἐτρέμαμε ὁλοι· μερικοὶ δὲν μπορούσαμε οὔτε νὰ εὐχηθοῦμε· σηκώναμε μόνον τὸ παγούρι στὴν ὑγειὰ τῶν ἄλλων, χωρὶς νὰ μιλοῦμε καθόλου. Νὰ καὶ ὁ Δεναξᾶς μὲ τὸν Πράγια μὲ τὸ ψημένο κρέας, τεμαχισμένο σ’ ἕνα ἀντίσκηνο· οἱ στρατιῶτες τὰ ἔχασαν.
―Ἄ! κὺρ λοχία, ποιός τὸ περίμενε!
Κι ἔνοιωθα τὰ χέρια τους νὰ μοῦ χαϊδεύουν τὰ γένεια, τὰ μαλλιά, τὶς πλάτες· ἡ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴν μικρή μου φροντίδα γι’ αὐτοὺς μιὰν τέτοια ἡμέρα ξέσπασε στὰ χάδια ἐκεῖνα. Πόσο ἤμουν εὐχαριστημένος γιὰ τὴν δική τους εὐχαρίστηση.
―Ἐμπρός, παιδιά· τρῶτε καὶ ὁ Θεὸς νὰ δώση τὸ Πάσχα νὰ τὸ κάνωμε στὰ σπίτια μας νικητές. Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὅλοι ψαχουλεύαμε, χωρὶς νὰ τρώῃ κάποιος. Ἡ συγκίνησις μᾶς εἶχε κόψη τελείως τὴν ὄρεξη. Ὅποτε τὰ θυμήθηκα τὰ Χριστούγεννα ἐκεῖνα, ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατήσω τὴν καρδιά μου νὰ μὴν τρέμῃ καὶ τὰ μάτια μου νὰ μὴν τρέχουν…
Χαράλαμπος Βασιλογιώργης 
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Ἕκτης Δημοτικοῦ, Ὀργανισμός
Ἐκδόσεως Σχολικῶν Βιβλίων, Ἀθῆναι 1949
Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply