17 Μαρτίου 1821. Ὄρκος Μανιατῶν

Στις 17 Μαρτίου του 1821 στην Αρεόπολη συγκεντρώθηκαν οι πρόκριτοι της Μάνης και όλοι οι ένοπλοι Μανιάτες με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που είχε εκλεγεί αρχηγός από τη Συνέλευση των Κιτριών. Εκεί μετά τη δοξολογία, μπροστά στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών, ύψωσαν το λάβαρο του Αγώνα, δηλαδή τη Μανιάτικη Σημαία. Η σημαία ήταν λευκή, με μπλε σταυρό στη μέση. Στη πάνω πλευρά έγραφε «ΝΙΚΗ Η’ ΘΑΝΑΤΟΣ» και στη κάτω το ένδοξο «ΤΑΝ ‘Η ΕΠΙ ΤΑΣ».

Εκεί κήρυξαν το πόλεμο στη Τούρκικη αυτοκρατορία, γι’ αυτό η σημαία τους έγραφε «ΝΙΚΗ Η’ ΘΑΝΑΤΟΣ» και όχι «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», επειδή η Ελευθερία για τους Μανιάτες ήταν δεδομένη. Επανάσταση έκαναν οι υπόλοιποι Έλληνες που διεκδικούσαν την Ελευθερία τους.

Τον παρακάτω όρκο απάγγειλε ο ιερός κλήρος και επαναλάμβαναν οι αρματωμένοι Μανιάτες:

«Ορκίζομαι,
εις το όνομα του Παντοδύναμού μας Θεού,
εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού
και της Αγίας Τριάδος,
να χύσω και την υστέραν ρανίδα του αίματός μου,
υπέρ πίστεως και Πατρίδος.

Ορκίζομαι,
να μη βλέψω εις τα όπισθεν
εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος
και της Θρησκείας μου.

Ορκίζομαι,
«Ταν ή επί Τας» και «Νίκη ή Θάνατος»
υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.

Και τον τήρησαν τα Σπαρτιατόγκονα, όπως αποκαλεί η μοιρολογίστρα τους Μανιάτες, τόσο το 1821, όσο και στους μετέπειτα Εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδας μας. Διάσπαρτα οι κάμποι και τα βουνά της χώρας μας από τάφους και μνημεία Μανιατών, που έχυσαν το αίμα τους για να διαφυλάξουν το «ΤΑΝ ‘Η ΕΠΙ ΤΑΣ».

Πάντοτε η Μάνη υπήρξε για την Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και η Ελλάδα υπήρξε για τη Μάνη. Αυτό είναι φανερό από την αντιμετώπιση της Μάνης, από τους κρατούντες και έχοντες, παλαιότερα αλλά και πρόσφατα.

Ενδεικτικά αναφέρω το γεγονός της έκδοσης από τη Βουλή των Ελλήνων, αναμνηστικών μεταλλίων για τα 180 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821, απ’ όπου όμως απουσιάζει η μορφή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Παράλληλα στο έντυπο που εκδόθηκε το 2002 με τίτλο «Ανθολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων της Επανάστασης του 1821», απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά στις μάχες της Βέργας, του Δυρού και του Πολυαράβου, που στην ουσία έσωσαν την επανάσταση που έσβηνε από τις ορδές του Ιμπραήμ.

Αδιαφορία; Αγνωμοσύνη; Υστεροβουλία; Ανιστόρητοι ιστορικοί; Σύμπτωση και αυτό;… (πηγή)

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

3 thoughts on “17 Μαρτίου 1821. Ὄρκος Μανιατῶν

  1. Εἰς τὴν πραγματικότητα Μινώταυρε ὁ ὅρκος αὐτὸς ἐδόθη τὴν 24ην Μαρτίου 1821 καὶ ὄχι εἰς τὰς 17, ἡμερομηνία εἰς τὴν ὁποίαν συνέβησαν ἄλλα σοβαρὰ γεγονότα. Εἰς τὴν παργματικότητα τὴν 17ην καὶ 1 8ην Μαρτίου 1821 ἐδόθη τὸ‘ ἐναρκτήριον λάκτισμα τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος καὶ ὅπως εὐστόχως ἐπισημαίνει ὁ Σπυρίδων Τρικούπης «ὅταν ὕλη εὔφλεκτος συσσωρευθῇ, σπινθήρ ἀρκεῖ νὰ πέσῃ καὶ τὴν ἀνάπτει. Τοιοῦτόν τι συνέβη ἐν Πελοποννήσῳ παρὰ τὴν θέλησιν καὶ ἀπόφασιν ὅλων». Καὶ ὁ σπίνθὴρ ἐν προκειμένῳ ἔφερεν ὄνομα.
    Οἱ ταξειδεύοντες ἀπὸ τὴν Ἀκράταν πρὸς τὴν Ζαρούχλαν εἰς τὴν θέσιν Πόρτες παρὰ τὸ Ἀγρίδι συναντοῦν μεταλλικὴν πινακίδα πληροφοροῦσα αὐτοὺς ὅτι «ΑΠΟ ΕΔΩ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ21 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821. Ἡ ἱστορία ἔχει ὡς ἀκολούθως: Ὁ Νικόλαος Σολιώτης βαρυνθεὶς προφανῶς ἐκ τῶν ἀτερμόνων αὐτῶν διαβουλεύσεων τῶν προεστῶν καὶ ἀγνοῶν τοὺς πάντας, ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἀναγνώστη Κορδῆ καὶ ἄλλων κλεφτῶν τὴν 14 Μαρτίου 1821 ἐκτύπησε κατόπιν ἐνέδρας εἰς τὴν θέσιν Πόρτες τοῦ Ἀγριδίου τρεῖς γυφτοχαρατζῆδες καὶ τρεῖς ταχυδρόμους μεταφέροντας ἐπιστολὰς τοῦ καϊμακάμη Μεχμέτ Σελήχ πρὸς τὸν Χουρσίτ πασᾶν εἰς τὰ Ἰωάννινα, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ Σωτήρη Χαραλάμπη. Μετὰ δύο ἡμέρας ἠκολούθησε εἰς ἄλλο σημεῖον καὶ δεύτερον ἐπισόδειον. Τὴν 16 Μαρτίου ὁ σωματοφύλαξ τοῦ Ἀσημάκη Ζαΐμη Χονδρογιάννης κατ’ ἐντολὴν τοῦ πρώτου ἔστησεν ἐνέδραν ὁμοῦ μετὰ τῶν ἕξ υἱῶν του καὶ τῶν Πετιώτη, Ντόλκαν, Λαμπρούλιαν καὶ Δημόπουλον εἰς τὴν θέσιν Χελωνοσπηλιὰ τῆς Λυκουρίας ἐναντίον τοῦ φοροεισπράκτορος Λαλαίου τουρκαλβανοῦ Σεϊδῆ ὅστις μετέφερε δημόσια χρήματα ἀπὸ τὴν Κερπινὴν Καλαβρύτων πρὸς τὴν Τριπολιτσὰν συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ ἐκ Βυτίνης τραπεζίτου -ἤ σαράφη – Ταμπακοπούλου ὅστις καὶ αὐτὸς ἔβαινε εἰς Τριπολιτσὰν διὰ προσωπικάς του ὑποθέσεις καὶ ὁ ὁποῖος ἀμέσως μόλις ἠκούσθησαν οἱ πυροβολισμοὶ ἐτράπη εἰς φυγὴν καταλιπὼν εἰς τὸν χῶρον τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὡς καὶ ἀρκετὰ ὁμόλογα. Εἰς φυγὴν ἐτράπη καὶ ὁ Σεϊδῆς ὅστις κατόρθωσε τελικῶς νὰ διασωθῇ. Οἱ ἐπιτιθέμενοι ἐπῆραν τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα μετέφερε ὁ Τοῦρκος φοροεισπράκτωρ ὡς καὶ τὰ ὁμόλογα καὶ τὰ χρήματα τοῦ ἐπίσης τραπέντος εἰς φυγὴν Ταμπακοπούλου, τὸ δὲ ὅλον ποσὸν ἀποδεδειγμένως παρεδόθη διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ Ἀγῶνος. Ὁ Διονύσιος Κόκκινος γράφει σχετικῶς: «Τὰ γεγονότα ἐπῆλθαν ταχύτατα. Τὴν 16ην Μαρτίου ὁ Νικόλαος Σολιώτης καὶ ὁ Κορδῆς μέ ἄλλους, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Χαραλάμπη, θεωροῦντες ἐπιζημίαν κάθε ἀναβολήν, ἐκτύπησαν εἰς τὸ Ἀγρίδι τοὺς γυφτοχαρατζῆδες καὶ τρεῖς γραμματοφόρους τοῦ καϊμακάμη τῆς Τριπολιτσᾶς πρὸς τὸν Χουρςὶτ πασσᾶν. Μόλις κατὰ τὴν προηγουμένην εἶχε λάβει ὁριστικὴν ἀπόφασιν καὶ ὁ Ἀσημάκης Ζαΐμης. Ἐνῶ συνέτρωγε μὲ τὸν Ἀσημάκην Φωτήλαν ἠρώτησε τὸν σωματοφύλακά του Χονδρογιάννην, παλαιὸν κλέφτην, ποὺ ὑπηρετοῦσε ἐκείνην τὴν ὥραν εἰς τὸ τραπέζι βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν Πέτιώτην:
    __ Τὶ νέα;
    Ὁ χονδρογιάννης τοῦ ἀπήντησεν ὅτι τὴν ἑπομένην ἀναχωροῦσε διὰ τὴν Τριπολιτσὰν ὁ Λαλαῖος Σεϊδῆς σπαῆς, μεταφέρων χρήματα τοῦ δημοσίου καὶ ὅτι ἄν τοὺς ἔδιδε τὴν ἄδειαν θὰ τὸν ἐκτυποῦσαν διὰ νὰ τοῦ τὰ πάρουν τὰ χρήματα ποὺ ἀνήκαν εἰς τὸ γένος καὶ νὰ τὰ φέρουν εἰς τὴν Κερπινὴν. Ὁ Ζαΐμης ἐκύτταξε καλὰ εἰς τὰ μάτια καὶ τὸν Χονδρογιάννην καὶ τὸν Πετιώτην, τοὺς ἔνευσε νὰ κεράσουν, ἔπιε διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος καὶ εἶπε:
    __ Στὴν εὐχή μου παιδιά.
    Τοῦτο ἀποτελοῦσε διὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ἐντολήν».
    Ἐδῶ ὁ Διονύσιος Κόκκινος συγχέει τὰς ἡμερομηνίας διότι ἡ ἐπίθεσις τοῦ Σολιώτη ἔγινε τὴν 14ην ὡς ἐλέχθη καὶ ὄχι τὴν 16ην Μαρτίου.

    Τὰς δύο πρώτας αὐτὰς ἐπαναστατικὰς κινήσεις διεδέχθησαν καὶ ἄλλαι. Τὴν 17ην Μαρτίου ὁπλοφόροι τοῦ Κανέλλου Δεληγιάννη συνέλαβον περὶ τοὺς πεντήκοντα τούρκους σπαῆδες, κεχαγιάδες καὶ ἄλλους ἀξιωματούχους καὶ ἔφερον αὐτοὺς δεσμίους εἰς τὰ Λαγκάδια. Ὁ ἴδιος, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἀφηγεῖται εἰς τὰ ‘Ἀπομνημονεύματά’ του: «Εἰς τὴν πατρίδα μας Λαγκάδια ἐκατοικοῦσαν τεσαράκοντα ὡς ἔγγιστα οἰκογένειαι τουρκικαί. Τοῦρκοι φανατικοὶ καὶ θρησκομανεῖς, οἱ ὁποῖοι βλέποντες τὴν παντοτεινὴν συρροὴν τῶν προκρίτων τῆς ἐπαρχίας μας καὶ ἄλλων ἐκ διαφόρων ἐπαρχιῶν, τὰ πνεύματα τῶν κατοίκων κατατεταραγμένα καί τινας ἑτοιμασίας εἰδοποίησαν ταῦτα δι’ ἑνὸς ἐπίτηδες ἀπεσταλμένου μυστικῶς Τούρκου (κατὰ τὴν εἰς Βυτίναν ἀπουσίαν μου) τοὺς Μπέηδες καὶ ἀγάδες εἰς τὴν Τριπολιτσάν, ἐξαιτούμενοι παρ’ αὐτῶν νὰ τοὺς σώσουν ἀπὸ τὸν κίνδυνον. Οἱ δὲ μπέηδες καὶ ἀγάδες ἐπρότειναν εἰς τὸν ἐν Τριπολιτσᾷ ἀδελφόν μου Θοδωράκην καὶ εἰς τὸν παπα Ἀλέξην νὰ μᾶς γράψουν νὰ τοὺς δώσωμεν τὰ ζῶα νὰ μεταβοῦν εἰς τὰς οἰκογενείας των ἐκεῖ. Μᾶς ἔγραψαν δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι φιλικῶς καὶ περιποιητικῶς νὰ τοὺς συνοδεύσωμεν καὶ νὰ τοὺς ἀποστείλωμεν ἀσφαλεῖς καὶ ἔστειλαν ἕνα ἐπίτηδες πεζὸν Χριστιανόν. Ἅμα λοιπὸν ἐλάβομεν τὰ γράμματα αὐτά, ἦλθον καὶ οἱ πρόκριτοι τῶν Τούρκων εἰς τὴν οἰκίαν μας καὶ μᾶς παρακάλεσαν νὰ ἐπιταχύνωμεν τὴν ἀποστολήν τους. Τοὺς εἴπομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει οὐδεμία ὑποψία ταραχῆς ἀλλὰ πανσπερμία τῶν ἀποστόλων τοῦ Ἀλῆ πασιᾶ, διὰ νὰ φέρουν ἀντιπερισπασμὸν εἰς τὸν ἀποκλεισμόν του. Ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήσωμεν, διετάξαμε τοὺς συμπολίτας μας νὰ ἑτοιμάσουν δῆθεν 150 ζῶα, νὰ τοὺς τὰ δώσωμεν νὰ μασθοῦν, τὸν δὲ πεζὸν ἐκρατήσαμε εἰς τὴν οἰκίαν μας καὶ τὴν ἐπιοῦσαν τὸν ἐβάλαμε σίδηρα εἰς τοὺς πόδας νὰ μὴ δραπετεύσῃ καὶ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Τριπολιτσὰν καὶ ὁμολογήσῃ τὰς ἀκαταπαύστους προετοιμασίας μας, καὶ τὴν συρροὴν πολλλῶν ἐρχομένων ἀπὸ τὰς διαφόρους ἐπαρχίας πρὸς ἡμᾶς νὰ λάβουν τὰς ὁδηγίας διὰ τὸ κίνημα. Βλέπων λοιπὸν ὅτι τὸ πρᾶγμα ἐξεσκεπάσθη καὶ πᾶσα άναβολὴ ἀπέβαινε πλέον βλαπτική, ἔστειλα κατὰ τὰς 17 Μαρτίου μερικοὺς ὡπλισμένους καὶ συνέλαβον σπαῆδες, κεχαγιάδες καὶ ἄλλλους ὑπὲρ τοὺς πεντήκοντα καὶ τοὺς ἀφώπλισαν καὶ τοὺς ἔφερον ζῶντας εἰς τὰ Λαγκάδια. Ἀφώπλισα ἀμέσως καὶ τοὺς Λαγκαδινοὺς Τούρκους καὶ διεμοίρασα εἰς τοὺς κατοίκους ἀνὰ ἕνα διὰ νὰ τοὺς φυλάττουν ὑπὸ εὐθύνη τους, οἵτινες καὶ τοὺς ἔβαλαν ἀμέσως σίδηρα εἰς τοὺς πόδας δι’ ἀσφάλειαν. Τὴν αὐτὴν στιγμὴν διέταξα τὸν Ἀναγνώστην Γερμανὸν ἐκ Γαρζενίκου καὶ ἄλλους καὶ ἐφόνευσαν τοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς Καντραλῆδες, ἐπισήμους Τούρκους Καρυτινούς, εὑρισκομένους εἰς αὐτὸ τὸ χωρίον διὰ ὑποθέσεις των καὶ τρεῖς ἄλλους συντρόφους των».
    Τὸ πρᾶγμα ἐλάμβανε πλέον διαστάσεις χιονοστιβάδος καὶ ἔντρωμοι οἱ Τοῦρκοι ἔσπευδον εἰς τὴν ἀσφάλειαν τῶν φρουρίων, κίνησις ὅμως ἡ ὁποία ἔφερεν εἰς αὐτοὺς ἀποτελέσματα ἀντίθετα τῶν ἀναμενομένων. Καὶ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἀναγνώστης Κοντάκης εἰς τὰ ‘Ἀπομνημονεύματά’ του «Τὸ τοιοῦτον κίνημα τῶν Τούρκων τοῦ νὰ ἀπέλθουν εἰς τὰ φρούρια ἦτον δι’ αὐτοὺς ὀλέθριον καὶ ἐνέπνευσε μέγα θάρρος εἰς τοὺς Πελοποννησίους διότι ἄν ἔμενον εἰς τὰς θέσεις των, μόνον τοὺς Μπαρδουνιώτας κατὰ τοὺς πύργους, ὅποῦ εἶχαν, καὶ τὴν ἱκανότητα ἦτο δυνατὸν νὰ πολεμήσωσιν ὅλοι οἱ Πελοποννήσιοι, καὶ νὰ τοὺς ἐξοντώσουν». Ποῖος ὅμως δύναται νὰ ἀνακόψῃ τὸν ἀνεμοστρόβιλον; Τὴν 23ην Μαρτίου εἰσῆλθον εἰς τὴν Καλαμάταν οἱ Μαυρομιχάλαι Ἠλίας, Ίωάννης καὶ Ἀντώνιος ἐπικεφαλῆς ἐπαναστατικῆς ὁμάδος καὶ κατέλαβον διάφορα σημεῖα τῆς πόλεως, ταυτοχρόνως δὲ διεβιβάσθη ἐπιστολὴ τοῦ Πετρόμπεη πρὸς τὸν Ἀρναούτογλου διὰ τῆς ὁποίας τοῦ γνωστοποιοῦσε ὅτι ἀπέστειλεν αὐτοὺς διὰ νὰ τὸν προφυλάξουν ἀπὸ ἐπίθεσιν κλεπτῶν. Τὴν ἑπομένην εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πετρόμπεης ἐπικεφαλῆς δύο χιλιάδων ἐνόπλων, ὄχι πλέον ὡς ἡγεμὼν, ἀλλ’ ὡς ἀρχιστράτηγος τῶν ‘σπαρτιατικῶν δυνάμεων’ συνοδευόμενος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀρχηγῶν τῆς Μάνης, οἱ ὁποῖοι εἶχον παραμερίσει τὰς μεταξύ τῶν οἰκογενειῶν των αἰωνίους ἔριδας. Μὲ τοὺς Μανιάτας ἠνώθησαν μετὰ τῶν ἐνόπλων των καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Νικηταρᾶς καὶ ὁ Κεφάλας, μεταξύ των δὲ ἐβάδιζεν ὁ Κολοκοτρώνης κρατῶν μικρὰν ράβδον καὶ χωρὶς ὅπλον φέρων τὴν στολὴν τοῦ Ἄγγλου ἀξιωματικοῦ τῶν ἐπτανησιακῶν ταγμάτων. Τὴν 24ην Μαρτίου ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ὡς στρατάρχης τῆς Μάνης, ἐτέλει δοξολογίαν παρὰ τὸν ποταμὸν Νέδωνα διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς πατρίδος. Κατὰ τὸν Διονύσιον Κόκκινον «Τὰ πλήθη τῆς πόλεως εἶχαν συρρεύσει καὶ ἀνακατωμένα μὲ τοὺς ἐνόπλους ἐπαναστάτας ἤκουσαν τὴν κατανυκτικὴν δέησιν, ἡ ὁποία ἐσήμαινε κήρυξιν τῆς Ἐπαναστάσεως κατὰ τῶν Τούρκων. Ἡ δέησις ἐτελέσθη ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ παντὸς βαθμοῦ κληρικοὺς τῆς πόλεως καὶ τοὺς ἐλθόντας ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριὰ. Κανεὶς δὲν ἐφοβεῖτο πλέον. Οἱ τρέμοντες ἕως τότε διὰ τὸ παραμικρὸν τὸν Τοῦρκον βοεβόδαν, ἐπήγαιναν τώρα εἰς τὴν τελετὴν καὶ τὸν καθαγιασμὸν τῆς Ἐπαναστάσεως ὡς εἰς πανήγυριν. Δὲν ἦτο μόνον ἡ παρουσία τοῦ ἰσχυροῦ ἀρχηγοῦ τῆς Μάνης καὶ τῶν θαρραλέων ὁπλαρχηγῶν, ποὺ τοὺς ἐνεθάρρυνεν. Εἶχε φθάσει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. Οἱ σιωπηλοὶ καὶ φοβούμενοι ἕως χθὲς τὴν σκιάν των ραγιάδες, εἴχαν μεταβληθῆ διὰ μιᾶς εἰς Ἕλληνας ἀποφασισμένους ν’ ἀποθένουν διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς πατρίδος των. Ὅλοι ζητοῦσαν τουφέκια καὶ σπαθιά. Οἱ ἱερεῖς ηὐλόγησαν τὰ ὅπλα καὶ τὰς σημαίας καὶ ἔπειτα ἔγινεν ὁ ὅρκος».
    Καὶ ἐν μέσῳ τοῦ ὀρυμαγδοῦ τούτου μόνον ὁ βοεβόδας Ἀρναούτογλου πληροφορηθεὶς τὰ γεγονότα ἔγκλειστος εἰς τὴν οἰκίαν του, ἐφαίνετο νὰ μὴ ἀντιλαμβάνεται τὴν σοβαρότητα τούτων καὶ ἔστειλε ἀνθρώπους του εἰς τὸν Πετρόμπεην νὰ τὸν ἐρωτήσῃ τὶ ἐσήμαιναν ὅλα αὐτά. Γελῶν ἐκεῖνος διὰ τὴν βλακώδη ἀπορίαν τοῦ ἀπήντησε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκήρυξαν ἐπανάστασιν κατὰ τῆς Τουρκίας. Ἔντρομος ὁ Ἁρναούτογλου παρεδόθη εἰς τὸν Μαυρομιχάλην μὲ ἑκατὸν πενῆντα Τούρκους τὰ ὅπλα τῶν ὁποίων διεμοιράσθησαν μεταξὺ τῶν ἐπαναστατημένων Καλαματιανῶν.
    Ἐγκατασταθεὶς εἰς τὴν πόλιν ὁ Πετρόμπεης, συνέστησε ἐπαναστατικὴν ἐπιτροπὴν τὴν ὁποίαν ὠνόμασε Μεσσηνιακὴν Γερουσίαν ἐν Καλαμάτᾳ καὶ τὴν ἑπομένην, 25ην Μαρτίου ἐκοινοποίησε πρὸς τὰς μεγάλας Δυνάμεις τὴν ἀκόλουθον διακοίνωσιν:

    Προκήρυξις πρὸς τάς Εὐρωπαϊκὰς Αὐλὰς ἐκ μέρους τοῦ φιλογενοῦς Ἀρχιστρατήγου τῶν Σπαρτιατικῶν στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη καὶ τῆς «Μεσσηνιακὴς Γερουσίας τῆς ἐν Καλαμάτᾳ»
    Ο ΑΝΥΠΟΦΟΡΟΣ ΖΥΓΟΣ τῆς ὀθωμανικὴς τυραννίας εἰς τὸ διάστημα ἑνὸς καὶ ἐπέκεινα αἰῶνος κατήντησεν εἰς μίαν ἀκμήν, ὥστε να μὴ μείνῃ ἄλλο εἰς τοὺς δυστυχεῖς Πελοποννησίους Γραικοὺς εἰ μὴ μόνον φωνὴ καὶ αὐτὴ διὰ να ὠθῇ κυρίως τοὺς κρυφίους ἀναστεναγμοὺς των. Εἰς τοιαύτην ὄντες ἀθλίαν κατάστασιν. στερημένοι ἀπὸ ὅλα τὰ δίκαιά μας, μὲ μίαν γνώμην ὁμοφώνους ἀπεφασίσαμεν να λάβωμεν τὰ ὅπλα καὶ νὰ ὁρμήσωμεν κατὰ τῶν τυράννων.
    Πᾶσα πρὸς ἀλλήλους φατρία καὶ διχόνοια, ὡς καρποὶ τῆς τυραννίας, ἀπερρίφθησαν εἰς τὸν βυθὸν τῆς λήθης, καὶ ἅπαντες πνέομεν πνοὴν ἐλευθερίας. Αἱ χεῖρες μας, αἱ ὁποῖαι ἦσαν δεδεμέναι μέχρι τοῦ νῦν ἀπὸ τὰς σιδηρᾶς ἁλύσους τῆς βαρβαρικῆς τυραν¬νίας, ἐλύθησαν ἤδη καὶ ἔλαβον τὰ ὅπλα κατὰ τῶν τυράννων. Οἱ πόδες μας, οἱ περιπατοῦντες ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρα εἰς τάς ἐναγγαρεύσεις τῆς ἀσπλαγχνίας, τρέχουν εἰς ἀπόκτησιν τῶν δικαιωμάτων μας. Ἡ κεφαλὴ μας, ἡ κλίνουσα τὸν αὐχένα ὑπὸ τὸν σκληῥὸν ζυγόν, τὸν ἀπετίναξεν ἤδη καὶ ἄλλο δεν φρονεῖ εἰμὴ τὴν ἐλευθερίαν της. Ἡ γλώσ¬σα μας, ἡ ἀδυνατοῦσα να προφέρῃ λόγον ἐκτὸς τῶν ἀνωφελῶν παρακλήσεων πρὸς ἐξιλέωσιν τῶν τυράννων, κράζει τώρα μεγαλοφώνως, καὶ κάμνει νὰ ἀντηχῇ ὁ ἀὴρ τὸ γλυκύτατον ὄνομα τῆς ἐλευθερίας. Ἐν ἐνὶ λόγῳ, ἀπεφασίσαμεν ἢ να ἐλευθερωθῶμεν ἢ να ἀποθάνωμεν.
    Διὸ παρακαλοῦμεν τὴν συνδρομὴν ὅλων τῶν ἐξευγενισμένων εὐρωπαϊκὼν γενεῶν, ὤσ¬τε να δυνηθῶμεν νὰφθάσωμεν ταχύτερον εἰς τὸν ἱερὸν καὶ δίκαιον σκοπὸν μας, καὶ νὰ λάβωμεν τὰ δίκαιά μας καὶ νὰ ἀναστήσωμεν τὸ ταλαιπωρημένον ἑλληνικὸν γένος μας. Δικαίῳ τῷ λόγῳ ἡ μητέρα μας Ἑλλάς, ἐκ τῆς ὁποίας καὶ σεῖς ἐφωτίσθητε, ἀπαιτεῖ ὅσον τάχιστα τὴν φιλάνθρωπον συνδρομὴν σας καὶ διὰ χρημάτων, καὶ διὰ ὅπλων, καὶ διὰ συμβουλῶν, τῶν ὁποίων εἴμεθα εὐέλπιδες ὅτι θέλει ἀξιωθῶμεν, καὶ ἡμεῖς θέλομεν σᾶς ὁμολογεῖ ἄκραν ὑποχρέωσιν καὶ ἐν καιρῷ θέλομεν δείξει καὶ πραγματικῶς τὴν ὑπὲρ τῆς συνδρομῆς σας εὐγνωμοσύνην μας.
    Ἐν τῷ Σπαρτιατικῷ στρατοπέδῳ τῆς Καλαμάτας τῇ 25η Μαρτίου 1821
    ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ, Ἡγεμὼν καὶ Ἀρχιστράτηγος ΚΑΙ Η ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗ ΓΕΡΟΥΣΙΑ ΕΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
    Ταυτοχρόνως τὸ Ἐπαναστατικὸν Διευθυντήριον τῶν Πατρῶν ἐκοινοποίη πρὸς τὰ μεγάλας Δυνάμεις παρομοίαν ἐπαναστατικὴν διακοίνωσιν:

    Προκήρυξις τοῦ «Ἐπαναστατικοὺ Διευθυντηρίου» τῶν Πάτρῶν πρὸς τὰς Εὐρωπαϊκὰς Δυνάμεις
    ΗΜΕΙΣ, ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΘΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, βλέποντες ὅτι μᾶς καταφρονεῖ τὸ ὀθωμανικον γένος καὶ σκοπεύει τὸν ὄλεθρον ἐναντίον μας, πότε μὲ ἕνα καὶ πότε μὲ ἄλλον τρόπον, ἀπεφασίσαμεν σταθερῶς ἢ νὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι ἢ νὰ ἐλευθερωθῶμεν. Καὶ τούτου ἕνεκα, βαστοῦμε τὰ ὅπλα εἰς χεῖρας, ζητοῦντες τὰ δικαιώματά μας. Ὄντες λοιπὸν βέβαιοι ὅτι ὅλα τὰ Χριστιανικὰ Βασίλεια γνωρί¬ζουν τὰ δίκαιά μας καὶ ὄχι μόνον δὲν θέλουν μᾶς ἐναντιωθῇ, ἀλλὰ καὶ θέλουν μᾶς συνδράμει, καὶ ὅτι ἔχουν εἰς μνήμην ὅτι οἱ ἔνδοξοι ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΪΜΗΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΝΤΟΣ, ΜΠΕΝΙΖΕΛΟΣ ΡΟΥΦΟΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ

    Διὰ τῶν δύο αὐτῶν πρώτων ἐπισήμων ἐπαναστατικῶν διακηρύξεων πρὸς τὰ Εὐρωπαϊκὰ ἔθνη καθιεροῦται ἐπισήμως ἡ 25η Μαρτίου 18921 ὡς ἡ ἡμερομηνία ἐνάρξεως τῆς Ἐπαναστάσεως, ὡς ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Ἰωάννης Φιλήμων: «Οἱ πλεῖστοι τῶν ἱστορικῶν παραδέχονται ὅτι ὁ Ἀρχιερεὺς Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ὕψωσε τὴν σημαίαν τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως ἐν τῇ Μονῇ τῆς Ἁγίας Λαύρας ἐν Ἀχαΐᾳ, καὶ οὕτως ἤρχισεν ἐν Πελοποννήςῳ ἡ ἐπανάστασις, ἕταιροι δὲ ἀναιροῦντες τοῦτο δὲν ἀποδίδουσι τὴν ἀρχὴν ταύτης εἰς τὸν Γερμανόν. Ἀλλ’ ὁπωσδήποτε, εἴτε ὁ Γερμανός, εἴτε ἄλλοι ἔδωκαν τὸ σημεῖον τῆς ἀρχῆς, ἡ ἐν Πελοποννήςῳ ἐπανάστασις ἤρχισε τὸν Μάρτιον τοῦ 1821 ἔτους».
    Ἐλπίζω νὰ μὴ σὲ ἐκούρασα Μινώταυρε, καὶ ἐσᾶς ἀγαπητοὶ φίλοι, μὲ τὴν φλυαρίαν μου ἀλλὰ ἐθεώρησα τὴν παρέμβασίν μου αὐτὴν σκόπιμον καὶ ἀναγκαῖαν.

Leave a Reply