Δὲν εἴχαμε…

Τὸ παρακάτω κείμενο, μοῦ ἦλθε μὲ τὸ Η/Τ μου σήμερα τὸ πρωί! Μοῦ ἄρεσε καὶ θέλησα νὰ τὸ μοιραστῶ μαζὺ σας. Διότι, ἀνάμεσὰ μας, κάποιος ἀπ’ὅλους θὰ θυμᾶται τὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες!!!! Καλὴ ἀνάγνωσι.

Οἱ παιδικὲς ἀῤῥώστιες ἔκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ἕνας φίλος ἢ συμμαθητὴς πάθαινε ἱλαρά, κοκκύτη, μαγουλάδες, ἀνεμοβλογιά.
Δὲν εἴχαμε καπάκια ἀσφαλείας στὰ μπουκάλια μὲ τὰ φάρμακα, οὔτε καπάκια στὶς πρίζες τοῦ δωματίου, ἐκεῖνες τὶς σκοῦρες τὶς φτιαγμένες ἀπὸ βακελίτη.
Ζεσταινόμασταν μὲ σóμπες μὲ ξύλα ἢ μέ… κάρβουνο, ἢ μὲ θερμάστρες πετρελαίου. Ποῦ νά εὑρεθῇ καλοριφέρ τότε;
*Τηλέφωνο εἶχε ἢ σὲ κάποιον θάλαμο τοῦ ΟΤΕ μὲ κερματοδέκτη μὲ ἐκεῖνες τὶς μάρκες τὶς χαραγμένες, ἢ στὸ περίπτερο της γειτονιᾶς, ποὺ εἶχε κρεμασμένα μὲ μανταλάκια τὰ περιοδικά μας ὁ Μικρὸς Ἠρως κι ὁ Μικρὸς Σερίφης, κι ἀκόμα τὸ Ῥομάντζο, τὸ Πάνθεον, τὸ Ντομινό, ἡ Βεντέττα, τὸ Πρῶτο, τὸ Ἐμπρός.
Ἀκόμη ζητῶ τὴ σοκολάτα ΙΟΝ ἀμυγδάλου του ταλήρου, ἢ τὶς πρῶτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ μὲ τὰ χαρτάκια μὲ τὶς φορεσιὲς καὶ τὶς σημαῖες τῶν χωρῶν τοῦ κόσμου, ἀκόμη θυμᾶμαι τὸ Γλυφιτζούρι κοκκοράκι, τὸ μαλλὶ τῆς γριᾶς στὰ πρόχειρα λούνα πάρκ, τὸ φρεσκοψημένο πὸπ κόρν , τὶς καραμέλες γάλακτος τὶς τυλιγμένες στὸ χρυσὸ χαρτί, τὶς  κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον, τὸ πεστίλι πέτσα βερύκκοκο, τὸ αὐθεντικὸ παστέλι, καὶ τὸ κάτασπρο μαντολάτο. Ἀκόμη θυμᾶμαι τὴμ γεύση ἀπὸ τὸ καλαμπόκι καὶ τὰ κάστανα καὶ συγκινοῦμαι ὅταν βλέπω καστανᾶδες,  λίγους πιὰ καὶ καλαμποκάδες σὲ κάποιο πανηγύρι.
Χάθηκαν τὰ αὐθεντικὰ σουβλάκια μὲ τὰ ντονὲρ καὶ τὴν ξεροψημένη πίττα καὶ τὸ κοκκινοπίπερο.
Τὰ ἀστικὰ λεωφορεῖα Σκάνια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι ἀργότερα Βritish Leyland καὶ ΗΙΝΟ,  εἶχαν τὴν μηχανὴ μέσα καὶ ἦταν συνήθως καλυμμένη μὲ μπλὲ δερμάτινα καπιτονὲ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορὰ ποὺ ὁ ὁδηγὸς ἄλλαζε ταχύτητα. Καμμιὰ φορὰ εἶχε καὶ μία θέση μπροστὰ δεξιὰ δίπλα στὴν μηχανὴ ποὺ ἦταν ἡ καλύτερη γιὰ τὰ παιδικά μας ὄνειρα. Ὑπῆρχε καὶ εἰσπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στὴν πίσω πόρτα μὲ τὸ κλασσικὸ γκρὶ καπέλο μὲ τὸ γεῖσο, ἕνα πρωτόγονο μικρόφωνο κι ἔλεγε τὶς στάσεις ἢ φώναζε τέρμα τὰ μία καὶ εἴκοσι. Θυμᾶσθε ἐκεῖνες τίς κερματοθῆκες πού ἔβαζε τά κέρματα καί πού τώρα τελευταία ξανά ἔγιναν τῆς μόδας; Τὰ κίτρινα τρόλεϋ μὲ τοὺς ὁδηγοὺς καὶ τοὺς εἰσπράκτορες μὲ τὶς καφὲ στολές, κι ἐκεῖνο τὸ περίεργο μηχανάκι μὲ τὴν μανιβέλα ποὺ ἔκοβε τὰ εἰσιτήρια.

Τὰ γκρίζα ἀμερικάνικα πελώρια ταξὶ μὲ τὰ καθισματάκια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὶς πλάτες τῶν μπροστινῶν καθισμάτων, γυρόφερναν ἢ ἄραζαν στὶς πιάτσες. Κι οἱ πειρατές, «ἕνα διφραγκάκι Σύνταγμα» τοὺς ἔκοβαν τὸ μεροκάματο.
Ποιός νὰ ἔχῃ τότε Ι.Χ.; Οἱ λίγοι τυχεροὶ ἀγόραζαν VW σκαραβαίους, ἢ μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia.Θυμάστε τὰ Anglia , τὰ Peugeot 403, τὰ Renault 10 ἢ τὸ Simca 1000, μὲ τὰ ἀνύπαρκτα καλοριφὲρ καὶ τὰ λιγνά λάστιχα.

Τὸ γάλα μας τὸ ἔφερνε ὁ γαλατᾶς ἢ μέσα σὲ γυάλινα μπουκάλια μὲ ἀλουμινένια καπάκια ἢ μᾶς τὸ ἄδειαζε ἀπὸ μεγάλες καρδάρες στὴν κατσαρόλα στὴν ἐξώπορτα.
Οἱ κολῶνες τοῦ πάγου ποὺ τὶς ἔφερνε ὁ παγοπώλης μὲ τὴν τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του καὶ τὶς κουβάλαγε μὲ ἐκεῖνο τὸ περίεργο ἐργαλεῖο γάντζο, ἀργό-ἔλειωναν στὸ κεφαλόσκαλο. Καὶ ἡ βρύση τοῦ ψυγείου εἶχε στὸ στόμιο τῆς τυλιγμένο ἕνα λευκὸ τουλπάνι σὰ φίλτρο. Ποῦ ἠλεκτρικὰ ψυγεῖα. Ἀργότερα θυμᾶμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ καὶ ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.
Οἱ παπλωματάδες, οἱ καρεκλάδες οἱ γανωτζῆδες οἱ ἀκονιστὲς κι οἱ τσαγκάρηδες εἶχαν πολλὴ δουλειά. Στὴν κεντρικὴ λεωφόρο ἕνα πλῆθος ἀπὸ λούστρους μὲ καλογυαλισμένα κασελάκια ποὺ λαμποκοποῦσαν περίμεναν πελάτη. Καὶ σὲ κάποια γωνιὰ σὲ μιὰ καμαρούλα 2Χ2 ἦταν τὸ βασίλειο τοῦ τσαγκάρη μὲ ἐκεῖνο τὸ περίεργο καλαπόδι ποὺ ἔβαζε ἀνάποδα τὸ παπούτσι καὶ τὸ κόλλαγε καὶ τὸ κάρφωνε μὲ ἐκεῖνες τὶς μαῦρες πρόκες μὲ τὸ πλατὺ κεφάλι καὶ διάχυτη ἡ μυρουδιά της βενζινόκολλας.

Στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου μιὰ ΕΒΓΑ ποὺ πούλαγε γάλα, γιαούρτια καὶ παγωτὰ σὲ ψυγεῖα μὲ μαῦρα λαστιχένια καπάκια, καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ μεταλλικὰ κουτιὰ μὲ γυάλινο ἐπάνω μέρος καὶ μέσα μπισκότα γεμιστὰ μὲ κρέμα γεύση βανίλλια σοκολάτα φράουλα καὶ μπανάνα καὶ κουραμπιέδες Μπούσιου ἂν θυμᾶμαι τυλιγμένους σὲ ἡμιδιαφανὲς χαρτί.
Στὸ κομμωτήριο τῆς γειτονιᾶς οἱ κυρίες ψήνονταν μὲ τὶς ὧρες κάτω ἀπ τις κάσκες σεσουὰρ μὲ τὰ μαλλιὰ πασαλειμένα πλὶξ τυλιγμένα σὲ ῥόλλει κι ὅλα μαζὺσκεπασμένα μὲ δίκτυ καὶ τὰ αὐτιὰ σκεπασμένα μὲ κοκκάλινα καπάκια. Ἡ μανικιουρίστα καθάριζε τὰ πετσάκια καὶ ἔβαφε τὰ νύχια μὲ κατακόκκινο μανὸ ποὺ μύριζε ἀσετὸν ἀπὸ δέκα μέτρα μακρυά.
Ὁ καφὲς στὰ καφενεῖα ἦταν μόνο Ἑλληνικός, τούρκικος τότε. Δὲν ὑπῆρχε νὲς οὔτε φραπὲ οὔτε καπουτσίνο οὔτε ἐσπρέσσο οὔτε κἂν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σὲ κανένα ζαχαροπλαστεῖο εὕρισκες γαλλικὸ καὶ βέβαια τὸν πλήρωνες πανάκριβα. Οἱ πρῶτες καφετιέρες ἦταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμᾶτες νερὸ ἐπάνω στὴν φωτιά, μὲ ἕνα εἰδικὸ μεταλλικὸ φίλτρο ποὺ ὁ ἀτμὸς ποὺ ὑγροποιεῖτο ἔπεφτε ἐπάνω στὸν καφὲ τὸν ἔριχνε στὸ νερό καὶ ὁ κύκλος συνεχιζόταν μέχρις ἐξαντλήσεως τοῦ περιεχομένου.
Σαββατόβραδο στὰ μικράτα μας σινεμαδάκι τὴν σπουδαία περίοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ κινηματογράφου καὶ τὸ βράδυ ταβερνάκι μὲ μπριζολίτσα παϊδάκια καὶ μιὰ γουλιὰ μπύρα ποὺ μᾶς ἔδινε κρυφὰ ἡ μάννα μας γιατί «τὸ παιδὶ δὲν πρέπει νὰ πίνῃ».
Καὶ ἀργότερα πιὸ μεγάλοι πιὰ σινεμὰ καὶ καφετέρια στὸν Πύργο τῶν Ἀθηνῶν, τὸ Loubier, τὸ Blue Bell, τοῦ Φλόκα, τὸ Βυζάντιο, τοῦ Βρυλώνια μὲ τὶς φοβερὲς μακαρονάδες. Τὴν Σόνια.
Μὲ πόση χαρὰ ἀκολουθούσαμε Κυριακὴ πρωΐ τὸν πατέρα στὸ καφενεῖο καὶ ἀπολαμβάναμε ἐπὶ ὧρες μιὰ κουταλιὰ βανίλλια, τὸ γνωστὸ ὑποβρύχιο μέσα σὲ ἕνα ποτήρι παγωμένο νερό, ἢ τρώγαμε τὸν μεζέ του οὔζου καὶ τοῦ ἀφήναμε τὸ οὖζο ξεροσφύρι. Κι ὕστερα μὲ τὸ ποδήλατο ἐπάνω κάτω στὸ πεζοδρόμιο κι ἐκεῖνος νὰ μᾶς ρίχνῃ κλεπτὲς ματιὲς κάθε ποὺ σήκωνε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ τραπέζι μὲ τὴν πρέφα ἢ τὸ τάβλι.

Καὶ τὸ μεσημέρι τῆς Κυριακῆς μετὰ τὸ οἰκογενειακὸ γεῦμα πόση πίκρα ὅταν ἔφευγε γιὰ τὸ γήπεδο χωρὶς ἐμᾶς γιατί ἦταν μεγάλο παιγνίδι καὶ μὲ πόση λαχτάρα περιμέναμε νὰ ἀκούσουμε τὴν περιγραφὴ ἀπὸ τὸ ῥαδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι ἀργότερα ἀπὸ τὴν τηλεόραση Διακογιάννης, Φουντουκίδης, Κατσαρός.
Ἡ γλυκύτερη ἀναμονὴ τὸ καλοκαίρι ἦταν ὁ παγωτατζῆς μὲ τὸ καρότσι μὲ τὶς σιδερένιες ῥόδες ποὺ τὸ ἔσπρωχνε στὸν χωματόδρομο. Παπασπύρου, ΑΣΤΥ, ΕΒΓΑ. Μιὰ δραχμὴ ἡ κρέμα, μιάμιση τὸ κακάο, δύο ἡ σοκολάτα.
Τὰ καλοκαίρια μπάνιο μὲ τὸ ΄λεωφορεῖο ἢ ἐπάνω στὶς καρότσες τῶν ἀγροτικῶν ἢ μὲ φορτηγὰ ἢ ἄντε μὲ προϊστορικὰ λεωφορεῖα ποὺ ζεμάταγαν σὰν τὴν κόλαση στὶς κοντινὲς παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα ἄντε καὶ στὴν Λουμπάρδα ἢ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ Ῥαφήνα, Νέα Μάκρη, Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε μὲ κάτι χονδρὲς γριὲς ποὺ ἔκαναν μπάνιο μὲ τὶς κομπιναιζόν. Πέφταμε κάτω καὶ κτυπιόμασταν ὅταν βλέπαμε κάποιους μὲ τὸ ἕνα χέρι νὰ κρατοῦν τυλιγμένη τὴν πετσέτα γύρω τους καὶ μὲ τὸ ἄλλο νὰ προσπαθοῦν νὰ βγάλουν τὸ μαγιῶ καὶ νὰ βάλουν ἐσώρουχο καὶ παντελόνι. Σιχαινόμασταν τὰ κεφτεδάκια ἢ τὰ ντολμαδάκια στὴν ἀμμουδιά. Καὶ τὸ νερὸ ποὺ πίναμε ἦταν πάντα χλιαρό.
Καὶ φροῦτα, θεούλη μοῦ τί φροῦτα ἦταν αὐτά! Θυμᾶμαι ἀκόμα τὸν πατέρα μου νὰ κουβαλ κάτι δωδεκάκιλα Ἀμερικάνικα ῥιγὲ καρπούζια καὶ γιαρμάδες ποὺ σὲ κάθε δαγκωνιὰ τὰ ζουμιὰ ἔτρεχαν στὸ πηγούνι καὶ τὸν λαιμό. Καὶ πεπόνια ποὺ μοσχομύριζαν. Καὶ κεράσια μέλι. Καὶ σταφύλια ὁλόγλυκα. Ψωμί, τυρὶ φέτα καὶ καρπούζι γιὰ φαγητό. Ἡ ὑπέρτατη γεύση.
Πίναμε νερὸ ἀπ τὸ λάστιχο τοῦ κήπου (τί ἐμφιαλωμένα καὶ πράσινα ἄλογα), τρώγαμε λουκουμᾶδες μὲ σάκχαρη, κουλούρι καὶ τριγωνάκι κεφαλοτύρι ἀπὸ τὸν πλανόδιο κουλουρᾶ ἔξω ἀπ τὴν ἐκκλησία, ἀμφίβολης καθαριότητος τυρόπιττες καὶ σάμαλι (Δὲν ἔχω ξαναδοκιμάσει ἀπὸ τότε τέτοια νοστιμιά), κ.ο.κ. καὶ κορνὲ μὲ σαντιγύ, καὶ πάστες νουγκατίνες, σοκολατίνες καὶ σεράνο ἀπὸ τὶς ΕΒΓΑ τῆς γειτονιᾶς. Γευόμασταν βούτυρα καὶ μαρμελάδες σπιτικὲς καὶ σπιτικὰ γλυκὰ κουταλιοῦ συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο καὶ πορτοκάλι, νερατζάκι, καὶ φαγητὰ ποὺ δὲν τὰ φτιάχνουν τώρα γιατί εἶναι κουραστικά. Ῥὸστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ἰμᾶμ, παστίτσια, μουσακᾶδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες μὲ πατάτες τηγανιτὲς ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἤμασταν ὑπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε ὅλη τὴν ἡμέρα στοὺς δρόμους καὶ τὶς ἀλᾶνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν μὲ τοὺς φίλους μας μιὰ πορτοκαλάδα ἢ γκαζόζα ἀπὸ τὸ ἴδιο μπουκάλι καὶ ποτὲ κανένας μας δὲν ἔπαθε τίποτα. Δὲν πολ;τ-ἀῤῤωσταίναμε , ἀλλὰ ἂν τύχαινε νὰ ἀῤῤωστήσουμε πάντα ὑπῆρχε μιὰ καλὴ μάννα ἢ γιαγιὰ νὰ μᾶς δώσῃ λίγο φιδὲ καὶ νὰ μᾶς ῥίξῃ βεντοῦζες, νὰ μᾶς δώσῃ μιὰ κουταλιὰ Νορισοντρίν, Ἰπεσαντρὶν ἢ ἀσπιρίνη διελυμένη στὸ κουταλάκι μαζὺ μὲ σάκχαρη, ἢ νὰ μᾶς κάνῃ μιὰ ἔνεση μὲ γυάλινη σύριγγα ποὺ τὴν ἔβραζαν στὸ κατσαρολάκι, καὶ πιὸ ὕστερα νά μας διαβάσῃ κάποιο παραμυθάκι γιὰ νὰ ἀποκοιμηθοῦμε.
Καὶ κάτι θερμόμετρα γυάλινα τοῦ πεντάλεπτου καὶ στὰ πόδια τοῦ κρεββατιοῦ νὰ γουργουρίζῃ ἡ γάτα ἡ παρδαλὴ καὶ νὰ ἀναδεύεται καὶ νὰ παίζῃ μὲ τὴν ἄκρη τῆς κουβέρτας.
Ὅταν κάναμε ποδήλατο (eska ἢ velamos) δὲν φορούσαμε κράνος καὶ στὴν πίσω ῥόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι ἀπὸ πακέτο τσιγάρα πιασμένο μὲ ξύλινο μανταλάκι ἔτσι γιὰ νὰ κάνει θόρυβο καὶ νὰ μᾶς θυμίζῃ μηχανάκι
Περνάγαμε ὧρες ἔξω ἀπ τὸ σπίτι φτιάχνοντας πατίνια μὲ ῥουλεμὰν καὶ σανίδια καὶ κατεβαίναμε τὶς κατηφόρες τις γειτονιᾶς ἁπλᾶ γιὰ νὰ διαπιστώσουμε ὅτι εἴχαμε ξεχάσει νὰ βάλουμε φρένο.
Κι ὅταν σηκωνόμασταν μέσα ἀπ΄τους θάμνους ποὺ καταλήγαμε, μαθαίναμε πῶς νὰ διορθώνουμε τὸ πρόβλημα τῶν φρένων. Γιὰ νὰ μὴ ξαναπληγώσουμε τὰ γόνατα μας καὶ νὰ μὴν ἀποκτήσουμε εὐμεγέθη καρούμπαλα στὸ κέντρο τοῦ μετώπου μας Κι ἂν τὰ ἀποκτούσαμε τὰ πατάγαμε μὲ ἐκεῖνα τὰ μεγάλα τάλληρα γιὰ νὰ μὴ φουσκώσουν.
Εἴχαμε φίλους. Βγαίναμε στὸ δρόμο καὶ τοὺς εὑρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα καὶ κυνηγητὸ στοὺς δρόμους. Τὰ δοκάρια στὰ αὐτοσχέδια γήπεδα ἦταν ἢ οἱ σχολικὲς τσάντες ἢ τὰ πουλόβερ καὶ οἱ ζακέττες μας κουβαριασμένες καὶ γιὰ καλάθια τοῦ μπάσκετ εἴχαμε τὰ περβάζια τῶν παραθύρων. Πόσες φορὲς δὲν σπάγαμε καὶ κανένα τζάμι καὶ ἐξαφανιζόμασταν ὅλοι μαζὺ ἀφήνοντας τὴν μπάλα στὰ χέρια κάποιου συνταξιούχου ποὺ τὴν ἔσκιζε μὲ τὸν σουγιᾶ καὶ τὴν πετοῦσε στὸν δρόμο.
Ὁ παλιόγερος ! Τρώγαμε πολὺ ξύλο ἀπὸ τὶς μαννᾶδες μας. Καλή τους ὥρα… Ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε νὰ τρῶμε τὸ χαβιάρι, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἀταξίες μας.
Σκάβαμε λακκουβάκια γιὰ νὰ παίξουμε γκαζές, ἀκόμα καὶ κουτσὸ μαζὺ μὲ τὰ κορίτσια, χαρτάκια ἢ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀγοράζαμε ἀπὸ τὰ περίπτερα ἢ μὲ τὰ χαρτόνια  ἀπὸ τὰ πακέτα τὰ τσιγάρα.

 

Πηγαίναμε στὰ σπίτια τῶν φίλων μας καὶ κτυπούσαμε τὴν πόρτα, ἢ τὸ πιὸ συνηθισμένο μπαίναμε χωρὶς νὰ ῥωτήσουμε. Πέφταμε ἀπὸ δένδρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τὰ γόνατα μας καὶ σπάγαμε καὶ κάποιο χέρι καὶ οἱ γονεῖς μας μᾶς κατσάδιαζαν κι αὐτὸ ἦταν. Λίγο βάμμα στὴν πληγὴ κι ὄξω ἀπ΄ τὴν πόρτα.
Τσακωνόμασταν καὶ παίζαμε μπουνιὲς καὶ μαυρίζαμε καὶ μελανιάζαμε καὶ πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες μὲ αὐτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τὰ ἀκόντιά μας ἦσαν τὰ κοντάρια ἀπὸ τὶς σκοῦπες εἰδικὰ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ τύλιγαν μὲ μιὰ μαξιλαροθήκη καὶ ξαράχνιαζαν τὰ ταβάνια. Οἱ ἀσπίδες μας ἦταν τὰ καπάκια ἀπὸ τὶς μεγάλες κατσαρόλες . Τρώγαμε ἀκόμη καὶ σκουλήκια καὶ λάσπες ἀπὸ τὸν κῆπο. Θυμᾶστε τὴ γεύση τῆς λάσπης; Οὔτε μάτια βγάλαμε, οὔτε τὰ σκουλήκια ἔζησαν γιὰ πολὺ στὸ στομάχι μας.
Κι ὅταν ἡ γιαγιὰ ἐπότιζε τὸν κῆπο τί πλάκα νὰ τῆς πατᾷς τὸ λάστιχο τοῦ ποτίσματος καὶ νὰ τῆς κόβῃς τὸ νερὸ κι ἐκείνη νὰ φωνάζῃ. Κι ὁ πανικὸς ἀκόμη μεγαλύτερος ὅταν πιάναμε τὸ φλὶτ μὲ τὸ ἐντομοκτόνο γιὰ νὰ παίξουμε ἀνίδεοι γιὰ τὸ δηλητήριο ποὺ περιεῖχε.
Στοὺς ποδοσφαιρικούς μας ἀγῶνες τὴν ὁμάδα τὴν ἔφτιαχναν μερικοί, οἱ ὑπόλοιποι μάθαιναν νὰ ζοῦν χωρὶς ἀρχηγιλίκι. Φεύγαμε ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ πρωὶ καὶ παίζαμε ὅλη τὴν ἡμέρα ἐλεύθεροι ἀρκεῖ νὰ γυρίζαμε πίσω μόλις ἄρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἢ ὅταν ἡ μάννα μας ἔβαζε τὶς φωνὲς ἀπὸ τὸ μπαλκόνι νὰ τσακισθοῦμε νὰ ἀνεβοῦμε γιὰ διάβασμα. Δὲν εἴχαμε βιντεοπαιχνίδια οὔτε κἂν τηλεόραση, οὔτε κινητὰ οὔτε ὑπολογιστὲς ἢ internet ἄντε κάποιο ῥαδιόφωνο μὲ λυχνίες. Τὸ καλύτερο δῶρο ἦταν ἕνα μικρὸ τρανζιστοράκι μὲ ἐννεάβολτη Bereck γιὰ νὰ ἀκοῦμε Ἐθνικό, ἢ Ἐνόπλων.
Πηγαίναμε σχολεῖο καὶ τὰ Σάββατα. Τρεὶς ἡμέρες πρωΐ, τρεὶς ἡμέρες ἀπόγευμα. Τετάρτη ἀπόγευμα Πέμπτη πρωὶ καὶ τὴν πρώτη ὥρα Μαθηματικά. Πόσες φορὲς δὲν αἰσθανθήκαμε τὸ χέρι κάποιου καθηγητοῦ νὰ μᾶς σηκώνῃ ἀπὸ τὴ φαβορίτα ἢ νὰ μᾶς τραβᾷ τὰ αὐτιά, ἢ νὰ μᾶς ῥίχνῃ μιὰ σβουρικτὴ σφαλιάρα. Καὶ ἡ βίτσα, συνήθως ἀπὸ μουριὰ νὰ μᾶς πληγώνεῃτὴν παλάμη. Οἱ πράξεις μας ἦσαν δικές μας καὶ οἱ συνέπειες θὰ ἐβάρυναν ἐμᾶς.
Ποιός δέν θυμᾶται τίς καζοῦρες ἰδιαίτερα στοὺς Θεολόγους, τὶς Ἀγγλικοῦδες καὶ τοὺς Τεχνικούς. Τὰ παρατσούκλια ποὺ τοὺς ἐβγάζαμε τὰ παλιόπαιδα. Ὁ γιαουρτᾶς, ὁ καρκίνος ὁ θέκλας ἤ θροῦμπος ὁ φισφιρίκος. Τὴν ἀγωνία μόλις ἔμπαινε ὁ μαθηματικὸς κι ἄνοιγε τὸν κατάλογο. -Γιὰ νὰ σηκωθῃ σήμερα ὁ……….
Καὶ μέχρι νὰ πῇ τὸν μελλοθάνατο, κόμπος τὸ στομάχι.
Θυμάσθε στά διαγωνίσματα τὴν ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νὰ ἀντιγράψουμε μὲ τὸ βιβλίο στὰ γόνατα, ἢ τὰ σκονάκια κρυμμένα στὰ μανίκια, ἢ τὰ κορίτσια ποὺ τὰ ἔγραφαν μὲ στυλὸ BIC ἢ SCHNEIDER ἐπάνω στὰ μπούτια τους καὶ τὰ ἐκάλυπταν μὲ τὶς μπλὲ ποδιές τους. Μπλὲ κοριτσίστικες ποδιές, ἄσπρο γιακαδάκι καὶ ἄσπρη μπλὲ κορδέλλα στὰ μαλλιά. Ποδιὲς ποὺ ἐξαφανίζονταν στὸ λεωφορεῖο καὶ χώνονταν μὲς στὶς τσάντες καὶ τὰ ἀγόρια ποὺ περίμεναν στὸ τέρμα τοῦ λεωφορείου.
Ποιός δὲν θυμᾶται τὶς ἡμερήσιες ἐκδρομὲς στὸν Κάλαμο, τὸν Ἀη Γιάννη τὸ Ῥῶσσο, τὸ Ναύπλιο, τὸν Ὀσιο Λουκᾶ, τοὺς Δελφοὺς γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Ἡνίοχο τὸν σκανδαλιάρη ποὺ σὲ κυττοῦσε πονηρὰ ὅπου κι ἂν στεκόσουν, μὲ κάτι ἀπίστευτα λεωφορεία. Καὶ τοὺς ποδοσφαιρικοὺς ἀγῶνες τῶν τριῶν ὡρῶν καὶ βᾶλε στὰ ἄδεια οἰκόπεδα ποὺ τώρα ἔχουν γίνει μεζονέττες καὶ στούντιο.
Κάποιοι μαθητές, ὄχι τόσο ἔξυπνοι ἢ ἐπιμελεῖς ἔχαναν τὴν τάξη καὶ ξαναπήγαιναν στὴν ἴδια.Θυμηθεῖτε πόσους διετεῖς εἴχατε στὴν τάξη σας στὸ γυμνάσιο. Ἦταν εὔκολα ἀναγνωρίσιμοι ἀπὸ τα γένια καὶ τὴν χονδρὴ φωνή.
Ὁ πρῶτος μας ἔρωτας ἦταν συνήθως ἀδελφὴ ἢ ἐξαδέλφη τοῦ καλλιτέρου φίλου μας.
Θυμάσθε τό κτυποκάρδι ἀλήθεια;
Τὴν ἀγωνία μὴ μᾶς πάρουν εἴδηση.
Τὸ πρῶτο φιλί. Τὰ ξαναμμένα μάγουλα, τὸ χνούδι ἐπάνω ἀπὸ τὸ χεῖλος μας.
Θυμάσθε τὰ πάρτυ γενεθλίων μὲ 15 ἀγόρια καὶ δύο κορίτσια, (ποιός νὰ ἀφήσῃ τὴν κόρη του νὰ πάῃ;) μὲ πορτοκαλάδα ἢ ΤΑΜ ΤΑΜ,  πατατάκια τσὶπς καὶ σπιτικὸ κέϊκ κι ἀργότερα βερμουτάκι καὶ ξηροὺς καρπούς. Τὶς ἄπειρες φορὲς ποὺ χορεύαμε τὸ ἴδιο μπλοῦζ σὲ συνεννόηση μὲ τὸν ὑπεύθυνο τοῦ πικάπ, ἔτσι γιὰ νὰ μένουμε πιὸ πολλὴ ὥρα ἀγκαλιασμένοι μὲ τὸ κορίτσι τῶν ὀνείρων μας. Τὴν ἀπίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τί φτιάξαμε ὁ Θεὸς κι ἡ ψυχή μας.
Πηγαίναμε στὸ γήπεδο τρεὶς ὧρες πρὶν τὸ μὰτς καὶ γυρίζαμε παπὶ ἀπὸ τὴν βροχὴ καὶ παγωμένοι μέχρι τὸ μεδούλι, τυλιγμένοι μὲ μουσκεμένες σημαῖες καὶ χωμένοι σὲ πλαστικὲς σακοῦλες, καὶ μὲ τὶς κάλτσες νὰ τρέχουν.
Ὑπῆρχαν τέσσερις ἐποχὲς διακριτὲς μεταξύ τους. Τὰ φύλλα τῶν δένδρων ἔπεφταν τὸ φθινόπωρο καὶ τὰ μπουμπούκια τῶν λουλουδιῶν ἄνθιζαν τὴν ἄνοιξη. Ὑπῆρχαν δένδρα καὶ κῆποι στὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν καὶ πηγάδια καὶ χῶμα ποὺ μύριζε μετὰ τὸ πότισμα. Θυμάσθε τούς πανσέδες; Τὰ σκυλάκια; Τὰ χρυσάνθεμα;
Τὶς πλεκτὲς ζακέττες ποὺ ἐβάζαμε κάπου μετὰ τὸ Πάσχα. Τὰ πρῶτα μακρυὰ παντελόνια.
Τὰ καλοκαιρινὰ βράδυα τὰ ἐβγάζαμε ἢ στὰ σκαλιὰ παρέες παρέες, ἢ παίζοντας κρυοτὸ καὶ κρυοτοντένεκο, ἢ στὰ καλοκαιρινὰ σινεμὰ μὲ τὰ χαλίκια, τὶς καρέκλες μὲ τὸ πλαστικὸ σκοινί, τὶς μπουκαμβίλιες στὴ μάνδρα , τὸν πασατέμπο καὶ τὴν πορτοκαλάδα ΠΑΡΘΕΝΩΝ. Ἀξέχαστα χρόνια.
Οἱ γενεὲς αὐτὲς ἔβγαλαν μερικοὺς ἀπ τοὺς καλλιτέρους ἐπιστήμονες, ἰατρούς, μηχανικούς, ἀνθρώπους ἐργατικοὺς καὶ τίμιους οἰκογενειάρχες καὶ πολλοὺς ἄλλους. Τὰ τελευταῖα πενῆντα χρόνια ἔγινε ἔκρηξη σὲ καινοτομίες καὶ νέες ἰδέες. Εἴχαμε ἐπιτυχίες, ἀποτυχίες καὶ ὑπευθυνότητα καὶ μάθαμε νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε ὅλα. Μεγαλώσαμε σὰν παιδιὰ μὲ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λῦπες, μας. Ζήσαμε. Καὶ θὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ ζοῦμε ὅσο μᾶς χρωστᾶ ὁ Θεός, σὲ πεῖσμα ὅλων αὐτῶν ποὺ μᾶς πλαστικοποίησαν τὴν ζωὴ μὲ δικές τους ἰδέες καὶ γιὰ δικό τους ὄφελος.

Μίκα Θάνου

 

φωτογραφίες ἀπὸ ἐδῶ, ἐδῶ κι ἐδῶ

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply