Ἡ λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου

Μόλις ἡ λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου

ἀτένισεν τὴν γοερὰν ἐλπίδα,

ἐσάστισεν!

 

Πληγώθηκεν ἡ ματιά του ἡ λυπημένη

πνιγμένη μεταξὺ τῶν ἀκανθίνων στεφάνων

σὲ ξένον ὀρυζόμυλον καμένον στὸ ἀνάθεμα τῶν σκοτεινῶν ψαλμῶν

μέσα σὲ ἀεστροβίλους ἐντὸς τοῦ στόματος τῶν σαπισμένων σταχύων

ἢ κρατῶντας τὸ ἴσο στὸ ἀντιμάμαλο τῶν κυμάτων τῆς αἰθάλης

καὶ ἐπάνω σὲ τυπωμένες κίτρινες σελίδες, ἡ λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου πληγώθηκεν,

ῥιγμένες στὴν χόβολη γιὰ νὰ σκεπάσουν τοὺς γέλωτες.

Πληγώθηκεν ἡ λυπημένη ματιά του

παγιδευμένη σὲ φάρους σβηστούς

ματωμένη ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ δελφινιοῦ

ποὺ χάθηκε ἀνάμεσα στὴν παρέλαση τῶν πλαστικῶν σημαιῶν

τῶν ψεύτικων φιλιῶν

βρεγμένη

ἀναψοκοκκινισμένη

ντροπαλή

-ἡ λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου-

ὅμως ἀπὸ ἀνείπωτα ἄγχη καθαρμένη

δακρυόεσσα σὲ ἔρημους σταθμούς

κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου

κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὴ πλάτη τοῦ σβηστοῦ τοῦ φανοστάτου,

τοῦ κεραμεοῦ,

κρυμμένη πίσω ἀπὸ μία γωνία τῆς ὑγρῆς Ἀθήνας

-δὲν νοεῖται ὑγρὴ Ἀθήνα·

κι ὅμως τὴν αἰσθάνθηκα…-

χορεύοντας στὰ δύσκολα βήματα τοῦ Ἑρμοῦ

ὅταν μήνυμα ἐγρηγόρσεως κομίζῃ

καὶ παγώνει τὸ γέλιο τοῦ ζητιάνου.

Μόλις ἡ λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου

ἔπεσεν ἐπάνω στὰ βλέφαρα τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς νὰ τὰ πονέσῃ…

καὶ τράβηξε τὸν δρόμο της·

ἤξευρεν,

πὼς τὸ τέλος της ἦτο σιμά.

-Ὁ λύκος λοιπὸν περίμενε τὸ τέλος του

κάτω ἀπ᾿ τὴν τελευταία ἀκτῖνα τοῦ ζωοδότου ψεύδους

δὲν ἐτόλμησεν νὰ πειράξῃ τὸ χαραγμένο μονοπάτι στὸ δάσος,

τὸ πατοῦσαν ἤδη τὰ σκουλήκια,

οὐδὲ τὸν ἴσκιο νὰ πειράξῃ τῶν σαπισμένων φύλλων,

ἠρκεῖτο νὰ περιγράφῃ τὸν κύκλο του

μὲ μία μεταλλικὴ μικρὰ ἐγκοπή

ἐλπίζοντας νὰ καταστῇ ἀθάνατος.

Καὶ ἐρχόταν ἡ βροχή

καὶ ἡ βροντὴ ἡ ὠνητή ἀπὸ τὸν ἔμπορα

καὶ ἐρχόταν τὸ ἔρεβος

καὶ σκεφτόταν καὶ σκεφτόταν

αὐτὰ τὰ σπασμένα γυαλιὰ στὴν πλάκα τὴν ὁριοθετημένη ἀπὸ δάφνες

ποὺ ἐκπέμπουν ἐκθαμβωτικὴν λάμψη τὰ πρωϊνὰ τῆς Κυριακῆς

σκεφτόταν τὰ σπασμένα γυαλιά, ὅτι θὰ ἀναστηθοῦν ἄνθρωποι, σκιὲς θὰ γίνουν

καὶ πόσοι θὰ τοῦ ᾿ποῦν τὴν καλημέρα;

Καὶ σὲ πόσους θὰ χαμογελᾶ;-.

Ἔϊ, ἐσύ

λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου

πνιγμένη σὲ μία σταγόνα κεραυνοῦ

ποὔτρεξες,

σὰν σὲ δάγκωσε αἰχμή

αἰχμὴ παράλογη…!

Τώρα σὲ ψάχνω.

Λυπημένη ματιὰ κουλουριασμένη ἀνάμεσα στοῦ θύσανου τὰ μοιρολόγια

λυπημένη ματιὰ σὰν παγωμένη ἄχνη·

καὶ νὰ φαντασθῇς πὼς ἦτο ἁπλῶς μία ματιὰ τοῦ λύκου

μία λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου…!

Μία λυπημένη ματιά,

μὰ θεριὸ ἀνήμερο ποὺ ἔπιανε τὸν σφυγμὸ τῆς σελήνης

-χίλιες καὶ μία νύκτες-

ποὺ ψηλαφοῦσε τὸν πυρετὸ τῆς θαλάσσης

-σαράντα δύο ὑπὸ σκιάν-

ποὺ σφυρηλατοῦσεν τὰ σύννεφα

-τὰ δρέπανα καὶ τὰ σφυριά-

ποὺ προκαλοῦσεν τὸν πόνο

-τὸν τελευταῖο χορό-

καὶ τῆς ἄρεσεν νὰ ξαπλώνῃ

μὲ τὰ κλειστὰ τὰ μάτια

μὲ τ᾿ ἀνοικτὰ τὰ μάτια,

μὲ τὸ σαρδόνιον ψεῦδος σὲ ὅλη τὴν γύμνια του,

στὰ βράχια τὰ πράσινα, τὰ κίτρινα, τὰ μπλοῦ

νὰ χαϊδεύῃ τὰ γένια τοῦ κουρασμένου Μεγαλέξανδρου

τὰ μαῦρα, τὰ λευκά, τὰ κόκκινα

νὰ κρατᾷ τὸ ἴσο στοὺς ἄλαλους ψάλτες τοῦ ξύλινου ψαλμοῦ,

ψάλτες ὑπερήφανους

ψάλτες τῆς ὁλονυκτίας

ψάλτες νυσταλέους·

μόνον ὁ σκουριασμένος θαιρός

ἢ οἱ φυλακισμένοι ἔρωτες τοῦ καλοκαιριοῦ,

τὴν ἐτύφλωναν.

Κάποια λυπημένη ματιὰ ἀνάπηρη ἀγκάλιασε μὲ ζήλεια τὴν ἀγάπη

τὴν ἀγάπη ποὺ θέλεισε καταδική της

αὐτὴ ποὺ τῆς εἶχει δοθῆ ἐξ ὁλοκλήρου,

μία λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου

ποὺ κάποτε εἶχε σβησθῆ…

Ἡ λυπημένη ματιὰ θυμᾶται καμμιὰ φορά…

Ἡ λυπημένη ματιὰ τοῦ λύκου

σβήνει πίσω ἀπὸ τὴν διαφάνεια ποὺ παραμορφώνει τὸ τέλος,

ἢ τὴν ἀρχὴ τοῦ ταξειδιοῦ…

Κι ὅμως εἶσαι μία λυπημένη ματιά

ἀλλὰ λύκου ματιά!

Ὁ χωρισμὸς αἰώνιος ἢ προσωρινός

ἐνέχει πόνο

ὡς καὶ ἡ ματιὰ τοῦ λύκου,

ποὺ δὲν κλαίει,

ἀλλὰ ἀντέχει τὸν πόνο.

Ἢ προκαλεῖ πόνο…!

-Ἄτιμη φάρα…

Αὐτοί, οἱ λύκοι…!-

Πετρόπουλος Ἀναστάσιος

εἰκόνα

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply