
Οἱ νέοι δὲν φοβοῦνται

Τὸ μυτερό σου τὸ σκουφί,
Μίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἄτριχη κορφὴ
πέτα κάτω
καὶ φέρε ἀπ᾿ τὸ χλωρὸ τ᾿ ἀχούρι
τὸ διχρονίτικο γαϊδούρι
τὸ βαρβάτο!
Ποὺ λάμπ᾿ ἡ πέτσα του γυαλὶ
καὶ κανεὶς δὲν τὸ καβαλλεῖ
καὶ τὴν νιότη Συνέχεια
Γρήγορα ἡ ὥρα πέρασε,
μεσάνυκτα κοντεύουν,
πάει τὸ φεγγάρι πάει κι ἡ Πούλια βασιλέψανε
καὶ μόνο ἐγὼ κείτομαι δῶ μοναχὴ Συνέχεια
Μνήσθητι Κύριε: Για τὴν ὥρα που ἡ λεπίδα τοῦ φονιᾶ ἄστραψε
κι΄ ὅλος ὁ θεὸς τῆς Τραγωδίας ἐφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: για τὴν ὥρα που ἄξαφνα, κι οἱ ἐννιὰ ἀδελφὲς ἐσκύψαν Συνέχεια
«Ἕνα πρωΐ τοὺς βρήκαμε ἀναπάντεχα πεθαμένους.
Κάποιος ψιθύρισε: συμφόρηση· ἄλλος: ἀτύχημα· ἄλλος: αὐτοκτονία.
Τοὺς σκέπασε ὅμως τοὺς ψίθυρους αὐτοὺς ἡ φωνή μας:
Συνέχεια