Καὶ ἦταν τῆς λιμνογέννητης
ὁδηγὸς μου τὸ χέρι·
κι’ ἐμπρὸς της στρατιὲς
Συνέχεια
Ἀρχεῖα ἐτικέττας: Δεσποτάκης Δημήτρης
Τὸ Μέγιστον Μυστικόν μου
Ἴσως εἶμαι ἀπὸ τοὺς προνομιούχους.
Κάθομαι σχεδὸν μισοξαπλωμένος εἰς τὴν μπαμποῦ πολυθρόνα μου,
χαζεύοντας τὶς λέξεις ποὺ γράφω καὶἀπολαμβάνοντας τὸν Ἥλιον ποὺἔχει ἀρχίσει νὰ μὲ καίῃ.
Τὸν λατρεύω…καθὼς τὸ σπίτι μου εἶναι ψηλά,
ἔχω τὴν πολυτελὴν τιμὴν νὰ τὸν ἔχω καθημερινὸν ἐπισκέπτην.
Ὅμως αὐτὸ κραττᾶ λίγον.
Κατηφορίζω τὶς σκάλες καὶ βγαίνω εἰς τὸν δρόμον.
Ἐτοιμάζω τὸ διαβατήριόν μου γιὰ νὰ περάσω τὴν Λένορμαν
Ἡ μελωδία τῆς αὐγῆς
Μὴν εἶσαι αὐγή μου ἀερικόν,
μὴν εἶσαι μελωδία,
ποὺ τραγουδοῦν σε οἱ οὐρανοί,
γιὰ νὰ ξυπνᾶἡ κόρη γῆ;
Μὴν εἶσαι αὐγή μου ὁ χορὸς ἀπὸ θαλασσοπούλια,
μὴν πάνω ἀπὸ λεμονανθοὺς μύρια μελισσοπούλια;
Ἐσένα αὐγή μου καρτεροῦν,
Καβοντορίτικον Φεγγάρι
Ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ μὲ τὸν ἡέλιον μόνον.
Πίσω ἀπὸ φυλλώματα πυκνὰ μὲ πράσινον…
μὲ κρύσταλλον σχηματισμένα,
νὰ χάνομαι ἀπ’ τὰ μάτια του.
Λυπᾶμαι ποὺ δὲν πρόλαβα
Ἦταν τοῦ Ἀπρίλη ἡ ἕκτη,
ἡμέρα φωτεινή,
ποὺἄκουσες τὴν φωνὴ μου
καὶὁδήγησες τὰ μάτια μου,
εἰς τὴν εὐτυχίαν τῶν χρωμάτων.
Ἑλληνίδα Μάννα
Σὲ πρωτοσυνάντησα σὲ χρόνους παλαιούς,
τότες ὁποὺ ἡ ἀνδρεία ἔθρεφε τὴν μήτρα σου.
Ἤσουν θηλυκὸν σεβάσμιον,
ὡραῖον, ἐρωτεύσιμον
καὶ μέσα σου,
τὴν Ἑλλάδα κυοφοροῦσες,
γεννοῦσες ἥρωες!
Ἤσουν τοῦ ἀνδρειωμένου πολεμιστοῦ ἡ Μάννα
καὶ ὑπερήφανα βημάτιζες,
γύρω ἀπὸ τὸν ἡρωικὸν τοῦ παιδιοῦ σου Θάνατον.