Τόσα χρόνια ἀκούγαμε τὸν κάθε «καλλιτέχνη νὰ μᾶς ζαλίζῃἀκρίτως καὶ ἄνευ φίλτρων.
Ἡ γλῶσσα τους δὲν ἔπαυε νὰ ἀραδιάζῃ ὅσα ἡ ἄνευ κρίσεως κεφαλή τους παρήγαγε.
Ζήσαμε σὲ μίαν παράνοια ποὺ ὅμοια της δὲν ὐπάρχει. (Κι ἀκόμη, δυστυχῶς, ἀκοῦμε ἤχους τοῦ παραλόγου ὡς ἀπόηχο ὅλης αὐτῆς τῆς ἀνισορροπίας!!!)
Διαβάζαμε συνεντεύξεις τοῦ κάθε σαχλαμάρα γιὰ τὸ χρῶμα τοῦ βρακιοῦ του ἢ τὴν μάρκα τῶν τσιγάρων του.
Κάποιες ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις σοβαρῶν ἀνθρώπων, ἔχουν πρὸ πολοῦἐκλείψει, ἢ κρυφτεῖ πρὸ κειμένου νὰ διασώσουν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ τὴν δίνη τῆς κατρακύλας. Συνέχεια