
Τμῆμα ἀπὸ χάρτη Ἑλλᾶδος τοῦ Pouqueville, 1820
Ἦταν 15 Μαΐου τοῦ 1806, ὃταν κατέβηκα γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Δελβινάκι. Μέχρι τότε δὲν εἶχα δεῖ στὴν Ἢπειρο παρὰ μόνο πόλεις καὶ χωριὰ χτισμένα σὲ μέρη ἀπόκρημνα καὶ πολλὰ ἀπ΄ αὐτὰ σκαρφαλωμένα στὶς κορφὲς τῶν βουνῶν σὰν ἀετοφωλιές. Βρῆκα ἓνα ἀπ΄ αὐτὰ τὰ χωριὰ στὸ βάθος μιὰς χούνης καὶ κρυμμένο μέσα σ΄ἓνα βαθούλωμα, κλεισμένο ὁλόγυρα ἀπὸ βράχους, ποῦ ἒμοιαζαν σὰν νὰ θέλουν νὰ τὸ κρύψουν ἀπὸ τὶς ἀναζητήσεις τῶν ταξιδιωτῶν. Οἱ κάτοικοί του γιόρταζαν. Εἶχαν πανηγύρι.
Ἡ ὃλη εἰκόνα ἒμοιζε μὲ τοὺς ἀρχαίους πανηγυρισμούς, στοὺς ὁποίους ἡ εὐτυχισμένη Ἑλλάδα, μητέρα τῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν ἀπολαύσεων, στεφάνωνε τὰ παιδιά της κάτω ἀπὸ τὶς ἐπευφημίες τοὺ πλήθους ποὺ συγκεντρώνονταν σ΄ αὐτὲς τὶς γιορτές.
Μόλις κατέβηκα ἀπὸ τὸ ἂλογο, πῆγα νὰ πάρῳ καὶ ἐγὼ μέρος σὲ αὐτὴ τὴν εὐθυμία. Οἱ Γέροντες μὲ δέχτηκαν φιλικὰ καὶ μοῦ πρόσφεραν μία θέση δίπλα τους. Εἶχα ἀφήσει τοὺς Τούρκους συνοδούς μου στὸ κατάλυμα μὲ ἐντολὴ νὰ μὴ βγοῦν ἀπὸ ΄κεῖ. Ἡ ἐνέργειά μου αὐτή, ἐκτιμήθηκε ἀνάλογα ἀπὸ τοὺς Ἓλληνες καὶ ἰκανοποιημένοι μοῦ ἐπιδαψίλεψαν (παρεῖχαν πλουσιοπάροχα) ἰδιαίτερες περιποιήσεις καὶ τιμές, ποὺ χωρὶς αὐτὴ τὴ χειρονομία δὲν θὰ εἶχα κερδίσῃ.
Ἒνοιωθα πολὺ ὂμορφα ἀνάμεσα σ΄ αὐτοὺς τοὺς καλοὺς Θεσπρωτοὺς καὶ, γιὰ μιὰ στιγμή, νόμισα πὼς εὑρίσκομαι ἀνάμεσα στοὺς συμπατριῶτες μου στὴ Γαλλία, ὃπως τοὺς εἶχα γνωρίσει στὰ νεανικά μου χρόνια, ὃταν ἡ Γαλλία ζοῦσε ἀκόμα στὴν ἁγνότητα τῶν εὐγενικῶν καὶ χαρούμενων ἐθίμων της. Ὃταν φάνηκαν τὰ πρῶτα ἂστρα στὸν οὐρανό, ἂναψαν φανοὺς ἀπὸ δαδὶ καὶ ξέσπασαν οἱ παράφωνες φωνὲς τῶν ἀνδρῶν, ποὺ ἐναλλάσσονταν μὲ ΄κεῖνες τῶν γυναικῶν. Ἒψαλλαν τὴ δόξα τῶν παλιῶν χριστιανῶν βασιλέων τους, ποὺ ἀγαποῦσαν τοὺς λαούς τους. Τραγούδησαν τὴν εὐφορία τῆς εἰρήνης.
Ἒκαναν ὡραιότατες φιγοῦρες καθῶς χόρευαν τοὺς δικούς τους χοροὺς καὶ ἂρχισαν νὰ ταχτοποιοῦνται καὶ νὰ παίρνουν θέση γιὰ νὰ χορέψουν τὸν ἀρχαιοελληνικὸ χορό, τὸν πυρρίχιο, ὃταν ξαφνικὰ σταμάτησαν μὲ τὸ σινιάλο ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὰ σήμαντρα. Τὰ βλέμματα ὃλων στράφηκαν πρὸς τὴν πλευρὰ ἀπ΄ ὃπου ἀκούστηκε ὁ ἧχος. Σὲ λίγο διακρίνουμε μιὰ μακριὰ φάλαγγα ποὺ κατέβαινε ἀπ΄ τὸ βουνό. Μπροστὰ πορεύονταν δαδουχοφόροι, ποὺ κρατοῦσαν ἀναμένες μεγάλες δάδες ἀπὸ πεῦκο καὶ ἂλλοι, ποὺ κρατοῦσαν σημαῖες.

Προχώρησαν, ὡραῖες καὶ σεμνές, ἀληθινὲς προσωποποιήσεις τῆς αἰδοῦς, μέχρι τοὺς Γέροντες, τοὺς χαιρέτησαν μὲ ὑπόκλιση καὶ ἀσπάστηκαν μὲ σεβασμὸ τὸ δεξί τους χέρι. Στὴ συνέχεια, συνοδευόμενες ἀπὸ τὸν ἀνάδοχο, τὸν κουμπάρο ἢ νουνό, ὃπως ὀνομάζεται ὁ ἰδιαίτερος μάρτυρας τοῦ γάμου, βάδιζαν ἀργᾶ πρὸς τὸ σπίτι τῶν συζύγων. Στὴν πορεία αὐτὴ τὶς συνόδευαν τὸ ντέφι καὶ οἱ φωνὲςτῶν τραγουδιστῶν, ποὺ ἐπαναλάμβαναν τὴν ἀντιστροφὴ τοῦ ἐπιθαλάμιου τραγουδιοῦ.
Ἀφοῦ παρακολουθήσαμε τὴ συνοδεία νὰ περνάῃ, μὲ ἐπικεφαλὴς τὴν προίκα τῆς νύφης καὶ τὰ δῶρα τοῦ γαμπροῦ, δὲν μπόρεσα νὰ ἀντισταθῷ στὴν εὐχαρίστηση νὰ παρακαθήσῳ στὸ γαμήλιο δεῖπνο. Οἱ καλεσμένοι στὸ γάμο, καθισμένοι στὴν πρασινάδα, ποὺ πάνω της εἶχαν στρώσει ψάθες, ὁμάδες ὁμάδες, σὲ χωριστὰ τραπέζια, στολισμένα μὲ λουλούδια, συμμετεῖχαν στὴ χαρά.

Ἡ σκληρὴ δουλειὰ αἰώνων δὲν μπόρεσε νὰ σβήσῃ τὸν εὐγενικὸ χαρακτῆρα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων…
«Ταξείδι στην Ελλάδα, ΗΠΕΙΡΟΣ», Φραγκίσκου – Καρόλου – Ούγγου – Λαυρεντίου Πουκεβίλ, ἐκδ. ΑΦΩΝ ΤΟΛΙΔΗ, Ἀθήνα 1994.
Οἱ φωτογραφίες εἶναι τοῦ Μπαλᾶφα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἢπειρος.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.