«Πρίν τὸ δάσος νὰ φωτίσῃ,
πρὶν ξυπνήσουν τὰ πουλιά,
τρέμει τἄστρο γιὰ νὰ σβήσῃ
στὰ κατάχλωμα μαλλιά,
μὲ προσμένει ἐκεῖ στὴν βρύση
τὸ παιδὶ τοῦ βασιλιά».
«Τί σοῦ ἀγάπησε, θλιμμένη,
τό παιδί τοῦ βασιλιᾶ;
Τὴν φωνή μου τὴν χαμένη
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά.
Μιὰν αὐγὴ θαμπὴ τοῦ Ἀπρίλη
μ’ ηὔρε μόνη στὴν πηγὴ
καὶ μοῦ φίλησε τὰ χείλη
καὶ μοῦ πῆρε τὴν φωνή.
Καὶ μοῦ ξέπλεξε στὸν ὤμο
τὰ κατάχλωμα μαλλιά.
Μὴν μὲ βρῇ ἡ αὐγὴ στὸν δρόμο,
μὴν ξυπνήσουν τὰ πουλιά».
……ἀπὸ ἕνα διήγημα τοῦ 1915.
Τὸ παρὸν ἀναδημοσιεύθηκε στὸ Aussiedlerbetreuung und Behinderten – Fragen καὶ σχολίασε:
Eine Form des Sehen! Glück, Auf, meine Heimat!