Δέν θά μείνῃ τίποτα ὄρθιο. Ἐκτός ἀπό τό …. τοῦ Τατσόπουλου.
Οὔτε στήν κατοχή, ὑποθέτω, δέν ἔχασαν τόσοι ἄνθρωποι τίς περιουσίες τίς ὁποῖες μέ ἱδρώτα καί αἷμα, γιά μία ζωή, ἀπέκτησαν. Θά μᾶς παραδώσουν στίς ἑπόμενες γενιές ὅπως μᾶς γέννησε ἡ μάνα μας.
Ἐδῶ σέ λίγο δέν θά ἔχουμε νά πάρουμε ψωμί, θά μοῦ πῇτε, τά σπίτια θά κυττᾶμε τώρα;
Κι ὅμως. Τό σπίτι τοῦ Ἕλληνα ἦταν, πάντα, τό μουράγιο του στίς φουρτοῦνες τῆς ζωῆς. Λίγοι Ἕλληνες εἶχαν ἀπομείνει στήν πρό – τρόϊκας ἐποχή, πού νά μήν ἔχουν ἕνα «κεραμίδι» πάνω ἀπό τό κεφάλι τους. Δέν ἤξεραν, ἴσως, ὅτι κάποτε, δέν θά μπορέσουν νά μποῦν στό λιμάνι. Πάντα ὑπάρχει μία φουρτούνα πιό δύσκολη ἀπό τίς ἄλλες. Ἡ μοιραία.
Οἱ ἐχθροί τοῦ λαοῦ παραμονεύουν…
Ἐχθροί μας εἶναι. Ξυπνᾶτε. Μᾶς ἀποτελειώνουν γιά νά Συνέχεια