Τὰ ρόδα τοῦ Ἡλιογάβαλου

Σοὔγραφε ροδοθάνατο ἡ τριμεροῦσα ἡ Μοῖρα!
πὲ τὸ στερνὸ τραγούδι σου, ἀγλύκαντη καρδιά,
κι ὅλο ἀνεβαίνει ἀκράτητα ἡ μυστικιὰ ἡ πλημμύρα,
ποὺ ἀφρίζει μὲ ροδόφυλλα καὶ πνίγει μ᾿ εὐωδιά. Συνέχεια

Ὁ κισσός

Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ᾿ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποὺ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει. Συνέχεια

Ὁ πραματευτής

Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια.

Κι οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ
στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια,
κι οἱ παντρεμμένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ Συνέχεια

Τρελλὴ Χαρά

Μὲ γυμνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
μὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ μαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ μὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ μοσχομπάτης.
Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωμα φτερά της …. Συνέχεια

Τὸ ὡραῖο νησί

Κρήτη

Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του μ᾿ ἀνάβει,
φαντάζομαι πὼς φεύγει κι ἀρμενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.

Τὸ δρόμο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει
κι ἂν οὔτε πάει μπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σκίζει. Συνέχεια