Ως παγκόσμιο «θαύμα» ακουστικής χαρακτηρίζεται το νεκρομαντείο του Αχέροντα σε έρευνα των διδακτόρων του Τμήματος
Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Καραμπατζάκη και Βασίλη Ζαφρανά.
Οι δύο επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα, ύστερα από μελέτη 12 ετών, ότι στην υπόγεια αίθουσα του νεκρομαντείου βασιλεύει απόλυτη ησυχία.
Οπως αναφέρουν, πρόκειται για έναν πολύ καλά ηχομονωμένο θάλαμο, που τα 15 τόξα του μειώνουν στο ελάχιστο την αντήχηση. Ετσι, δεν είναι τυχαίο που το νεκρομαντείο του Αχέροντα θεωρούνταν το «Κατώφλι του Κάτω Κόσμου». Πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες μετρήσεις με διαφορετικά και εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα για να επιβεβαιώσουν αυτό το φαινόμενο.
Η παρατήρηση των τόξων, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές του χρόνου αντήχησης και του θορύβου βάθους, οδήγησαν τους δύο ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο χώρος ήταν συνειδητά κατασκευασμένος, ώστε να δημιουργεί στον επισκέπτη του έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ακουστικές τιμές πλησιάζουν την ακουστικότητα που υπάρχει στους ανηχοϊκούς θαλάμους (σύγχρονα εργαστήρια ακουστικής). Στόχος των αρχαίων κατασκευαστών του νεκρομαντείου του Αχέροντα ήταν να αποπροσανατολίζουν τις αισθήσεις του επισκέπτη, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση της επαφής με τον Κάτω Κόσμο.
Τέλος, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατό να αντιληφθούμε τη μεγέθυνση των ψυχοακουστικών φαινομένων, αν αναλογιστούμε ότι οι επισκέπτες του νεκρομαντείου περνούσαν από σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες. Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, στα σύνορα των νομών Θεσπρωτίας και Πρέβεζας, κοντά στην αρχαία πόλη Εφύρα, είναι το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Άδη. Μάλιστα «θαύμα» ακουστικής χαρακτηρίζεται σε έρευνα των διδακτόρων του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτη Καραμπατζάκη και Βασίλη Ζαφρανά, που παρουσιάστηκε σε επιστημονικό συνέδριο στην Ιταλία.Οι δύο επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα, ύστερα από μελέτη 12 ετών, ότι στην υπόγεια αίθουσα του νεκρομαντείου, βασιλεύει… απόλυτη ησυχία. Το νεκρομαντείο του Αχέροντα συνδέεται με την πανάρχαιη λατρεία της θεότητας του θανάτου.
Στο νεκρομαντείο πήγαιναν οι πιστοί για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών, που μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα αποκτούσαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον. Η παλαιότερη αναφορά του νεκρομαντείου του Αχέροντα γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια. Ο λόφος, όπου σώζεται το νεκρομαντείο ανάγεται στη μυκηναϊκή εποχή (14ος-13ος αι. π.Χ.), στην οποία χρονολογούνται τρεις παιδικοί τάφοι με λιγοστά ευρήματα. Τα σωζόμενα λείψανα του νεκρομαντείου χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο.
Το κύριο τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.), ενώ σε μια δεύτερη οικιστική φάση, στο τέλος του 3ου αι. π.Χ., προστέθηκε στα δυτικά του αρχικού ιερού ένα συγκρότημα με μια κεντρική αυλή, γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες. Το ιερό με αυτή τη μορφή λειτούργησε αδιάλειπτα για δύο αιώνες περίπου.
Με την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους πυρπολήθηκε το 167 π.Χ., οπότε και τελείωσε η λειτουργία του. Στον 1ο αι. π.Χ. με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, η αυλή του ιερού κατοικήθηκε πάλι. Στις αρχές του 18ου αιώνα στο χώρο οικοδομήθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που σώζεται μέχρι σήμερα, και το αντίστοιχο νεκροταφείο.(πηγή
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.