Μαστίχα Χίου
Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων… Θρύλοι, παραδόσεις, αγαπημένες συνήθειες, ιστορικές συγκυρίες, θρησκείες, τόποι, ταξίδια, άνθρωποι και πολιτισμοί συνθέτουν τον μύθο της Χιώτικης μαστίχας.
Από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέχρι το Βυζάντιο, τους Ενετούς και τους Οθωμανούς, από τις μελέτες του Διοσκουρίδη μέχρι το Βάλσαμο της Ιερουσαλήμ και από το πρώτο λουκούμι στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το παραδοσιακό φαγητό saliq της Σαουδικής Αραβίας η μαστίχα συναρπάζει με το μοναδικό άρωμα και την ιδιαίτερη γεύση της. 189 π.Χ.:
Οι Χιώτες καλλιέργησαν από πολύ νωρίς φιλικές σχέσεις με τη Ρώμη, προβλέποντας το ρόλο που επεφύλασσε η ιστορία στους Λατίνους.
Το 189 π.Χ. ανταμείβονται για τη φιλία τους, με παραχώρηση αυτονομίας.
Πολλοί Ρωμαίοι πολίτες αρχίζουν να εγκαθίστανται στο νησί, γοητευμένοι από το κλίμα και τις οικονομικές δυνατότητες, ενώ Χιώτες εγκαθίστανται στη Ρώμη.
Με τη συνδρομή τους, η μαστίχα που παράγεται στο νησί προωθείται προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και την κατακτά. 6ος αιώνας μ.Χ.:
Η μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη ισχυροποίησε τη γεωπολιτική θέση της Χίου που βρισκόταν στο θαλάσσιο σταυροδρόμι που ένωνε τη νέα πρωτεύουσα με τη Μεσόγειο.
Τον 6ο αιώνα μ.Χ. στο νησί λειτουργούσαν δύο «εμπόρια», δηλαδή αγορές όπου γινόταν η διαπραγμάτευση των τοπικών προϊόντων.
Το ένα βρισκόταν στην πόλη της Χίου και το άλλο στο Εμποριός, ένα λιμανάκι στο νότιο τμήμα του νησιού.
Από το Εμποριός εξαγόταν η μαστίχα.
Αρχές 14ου αιώνα:
Η Δημοκρατία της Γένοβας αντιμετώπιζε εσωτερικές αναταραχές.
Επειδή τα ταμεία ήταν άδεια, οι κυβερνώντες ζήτησαν τη συνδρομή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Είκοσι εννέα εύποροι πολίτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, εξόπλισαν ισάριθμα καράβια και τέθηκαν στη διάθεση της Δημοκρατίας.
Στόχος ήταν το νησί που έβγαζε τη μαστίχα.
Τον Απρίλιο του 1346 πολιόρκησαν το κάστρο της Χίου και μετά από τρεις μήνες, οι Ζυβοί, οι Αγέλαστοι, οι Κορέσηδες, οι Δαμαλάδες, οι Αργέντες και οι λοιποί άρχοντες που το υπεράσπιζαν, παραδόθηκαν, με αντάλλαγμα τη διατήρηση των γαιών και των προνομίων τους.
Παρά την επιτυχία αυτή, η Δημοκρατία της Γένοβας εξακολουθούσε να μην έχει χρήματα και αδυνατούσε να ξεπληρώσει τους 29 «σπόνσορες» για τις υπηρεσίες τους.
Έναντι του χρέους της, αποφάσισε να τους παραχωρήσει την εκμετάλλευσή της Χίου και να περιοριστεί στην απλή επικυριαρχία.
Οι 29 ίδρυσαν μια εταιρεία, τη Μaona di Scio, με αντικείμενο τη διαχείριση των εσόδων από το νησί.
Έδρα της Μαόνας στη Γένοβα ήταν το παλάτσο Ιουστινιάνι.
Οι Ιουστινιάνι κυβέρνησαν τη Χίο επί δύο αιώνες και επηρέασαν το νησί όσο κανένας άλλος κατακτητής.
Αρχές 16ου αιώνα:
Η Μαόνα έκανε χρυσές δουλειές στη Χίο.
Έχτισε, οχύρωσε, υδροδότησε, οργάνωσε και μετά καρπώθηκε τις επενδύσεις, συσσωρεύοντας αμύθητα πλούτη.
Για να κρατιέται σταθερή η τιμή της μαστίχας η Μαόνα φρόντιζε η ετήσια παραγωγή να μην ξεπερνάει τους 30 τόνους.
Δεν δίσταζαν μάλιστα να επιβάλλουν δραστική μείωση παραγωγής, όταν έβλεπαν ότι η τιμή έπεφτε.
Το περίσσευμα κάθε σοδειάς φυλασσόταν σε αποθήκες μέχρι τον επόμενο χρόνο.
Αν η νέα σοδειά ήταν ικανοποιητική, έκαιγαν ή πέταγαν στη θάλασσα το απόθεμα.
Σε αντίθετη περίπτωση, κράταγαν όσο τους χρειαζόταν για να συμπληρώσουν την επιθυμητή ποσότητα.
Η Μαόνα δεν ασχολιόταν με το λιανικό εμπόριο της μαστίχας, απλώς πουλούσε την παραγωγή.
Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Ιουστινιάνι είναι αναγκασμένοι να πολεμούν ταυτοχρόνως τους Ενετούς και τους Τούρκους πειρατές.
Τα υπέρογκα έξοδα του πολέμου τους φέρνουν στα πρόθυρα της πτώχευσης και υποχρεώνονται να παραχωρήσουν στην Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου μέρος των μετοχών της Μαόνας, καθώς και το δικαίωμα εκμετάλλευσης της Χίου.
Κράτησαν μόνο το μονοπώλιο της μαστίχας, που εξακολουθούσε να δίνει 30.000 δουκάτα κάθε χρόνο.
Αλλά αυτά δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν την πτώση τους.
Οθωμανική κυριαρχία:
Από τη Χίο ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ κράτησε για τον εαυτό του και τους διαδόχους του τη σταθερότερη πρόσοδο, την «επιχείρηση μαστίχα».
Με διάταγμα υποχρέωσε τα Μαστιχοχώρια να του παραδίδουν κάθε χρόνο 25.500 κιλά μαστίχα.
Σε αντάλλαγμα, τα απάλλαξε από κάθε φόρο, πλην του κεφαλικού κι αυτού μειωμένου.
Για να είναι ευχαριστημένοι οι καλλιεργητές, τους επέτρεψε να έχουν καμπάνες στις εκκλησίες τους και να εξακολουθήσουν να φορούν το παραδοσιακό τους λευκό σαρίκι.
Με τους Οθωμανούς η παραγωγή φτάνει στα 38.000 κιλά.
Μια σημαντική καινοτομία των Οθωμανών ήταν ότι επέτρεψαν στα 21 Μαστιχοχώρια να αυτοδιοικούνται. Κάθε ένα εξέλεγε τους γέροντές του, με ετήσια θητεία.
Οι γέροντες διαχειρίζονταν την κοινοτική περιουσία, συνέλλεγαν τους φόρους, φρόντιζαν για την τήρηση των ηθών και είχαν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν και να τιμωρούν τους παρανομούντες.
Το κυριότερο, αποφάσιζαν πόση μαστίχα υποχρεούται να συνεισφέρει καθένας από τους κατοίκους, για να συμπληρωθεί ο φόρος του σουλτάνου.
Οι γέροντες όλων των Μαστιχοχωρίων στην ετήσια συνέλευσή τους όριζαν το χρόνο συλλογής της μαστίχας και εξέλεγαν δύο βεκίληδες που είχαν την ευθύνη των επαφών με τους Τούρκους και ειδικά με τον σακίζ εμίνη.
Η συγκομιδή της μαστίχας ξεκίναγε ταυτόχρονα σε όλα τα χωριά.
Όσο διαρκούσε, τα περάσματα που οδηγούσαν στα Μαστιχοχώρια ελέγχονταν από φρουρούς του εμίνη.
Απαγορευόταν σε οποιονδήποτε ξένο να περάσει και έψαχναν εξονυχιστικά τους ντόπιους διαβάτες, για να αποκλειστεί κάθε περίπτωση λαθρεμπορίου.
Στις αρχές του Νοεμβρίου ο σακίζ εμίνης περιόδευε στα χωριά για να παραλάβει τη συγκεντρωμένη μαστίχα.
Εν πομπή και υπό των ήχο τυμπάνων και άλλων οργάνων, έθιμο που ξέμεινε από την εποχή των Γενοβέζων, τη μετέφερε στο κάστρο της Χίου.
Όποιος ήθελε να αγοράσει, απευθυνόταν στον τελώνη, που του παρέδιδε την ποσότητα που ζητούσε, σφραγισμένη.
Η μη σφραγισμένη μαστίχα εθεωρείτο κλοπιμαία. 1822 – 1850:
Οι Οθωμανοί παρέμειναν κύριοι της Χίου επί τεσσεράμισι αιώνες.
Παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα, επηρέασαν τη ζωή του νησιού σαφώς λιγότερο από ότι οι Γενοβέζοι.
Εκτός από λίγες λέξεις και ακόμα λιγότερα κτίσματα, η μεγαλύτερη «παρέμβασή» τους στο νησί είναι η σφαγή του 1822.
Από το 1830 και μετά καταβάλλεται προσπάθεια από τους Οθωμανούς να επιστρέψουν στη Χίο όσοι είχαν προλάβει να φύγουν και γλύτωσαν τη σφαγή.
Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, σε αντικατάσταση των παλιών φιρμανιών «που εχάθησαν κατά την διάρκειαν των γνωστών γεγονότων» (έτσι ονομάζει διακριτικά τη σφαγή), επιστρέφει το 1835 στους Μαστιχοχωρίτες τα προνόμια που τους είχαν παραχωρήσει οι προκάτοχοί του.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι επί 300 χρόνια ο φόρος σε μαστίχα παραμένει σταθερός! Αυτή την εποχή, στην Οθωμανική αυτοκρατορία πνέει προοδευτικός άνεμος.
Το αντιλήφθηκαν αυτό οι γέροντες που κυβερνούσαν τα Μαστιχοχώρια και το 1848, σε μια ιστορική συνέλευση που έγινε στην Παναγιά Σικελιά, αποφασίζουν να ζητήσουν την απελευθέρωση του εμπορίου της μαστίχας.
Έτσι, με τη διαμεσολάβηση και της χιώτικης παροικίας της Κωνσταντινούπολης αποκτούν το δικαίωμα να πουλάνε στην ελεύθερη αγορά το προϊόν του μόχθου τους και τους φόρους πλέον τους πληρώνουν σε χρήμα και όχι σε μαστίχα.
Τη νέα κατάσταση κατοχύρωσε με φιρμάνι ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ, το 1850.
1912: Η ενσωμάτωση της Χίου στο νέο ελληνικό κράτος έγινε τον χειμώνα του 1912.
Ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στην ανατολική Χίο, αρχές Νοεμβρίου, κι έφτασε μέχρι τη Χώρα χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση.
Τα Μαστιχοχώρια ήταν τα πρώτα που απελευθερώθηκαν.
Αμαχητί καταλήφθηκε ο Συκούσης στις 14 Νοεμβρίου, ενώ οι κάτοικοι της Καλαμωτής αιχμαλώτισαν οι ίδιοι τον Τούρκο διοικητή και τη φρουρά του.
Οι γενναιότεροι Μαστιχοχωρίτες οπλίστηκαν με τουφέκια που πήραν από τους εχθρούς και μαζί με Καμποχωρίτες σχημάτισαν ένα στρατιωτικό σώμα που εγκαταστάθηκε στο Λιθί. Φύλαγαν τις διόδους προς τη νότια Χίο, ώστε οι Τούρκοι που είχαν ανασυνταχθεί βόρεια, στο όρος Αίπος, να μην μπορούν να προμηθευτούν τροφές από εκεί.
Το σώμα των μαστιχάδων, μολονότι δεν είχε πολεμική πείρα, κράτησε γερά τις θέσεις του, ειδικά όταν επικεφαλής ανέλαβε ο έμπειρος Κρητικός καπετάνιος Γ. Πέρρος, με 50 παλικάρια του.
Η επίσημη παράδοση της Χίου στον ελληνικό στρατό έγινε στις 21 Νοεμβρίου 1912. 1941:
Το 1941 η Χίος καταλήφθηκε από τους Γερμανούς.
Τον χειμώνα έπεσε μεγάλη πείνα στο νησί και μια ομάδα διακεκριμένων Χίων πήγε στην Τουρκία για να διαπραγματευθεί την ανταλλαγή μαστίχας με τρόφιμα.
Έκλεισαν συμφωνία, η οποία όμως έμεινε στα χαρτιά, επειδή οι Γερμανοί κατάσχεσαν τη μαστίχα που προοριζόταν για την ανταλλαγή και την πούλησαν προς ίδιον όφελος.
Στην Κατοχή η διάθεση της μαστίχας γινόταν με διατακτικές που εξέδιδαν οι γερμανικές αρχές.
Μάλιστα, τις παραχωρούσαν συνήθως σε μαυραγορίτες, με αντάλλαγμα πληροφορίες για την κατάσταση στις απέναντι ακτές.
Αυτοί αντάλλασσαν τη μαστίχα στην Τουρκία με τρόφιμα, τα οποία στη συνέχεια δεν έφερναν στην Χίο, αλλά τα πήγαιναν στις Κυκλάδες, τη Σάμο και τον Πειραιά, όπου έπιαναν καλύτερες τιμές.
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ
Μαστίχα Χίου. Tὰ θαυματουργὰ δάκρυα.
Διοσκουρίδης:
Είναι ο πρώτος καταγεγραμμένος διαφημιστής της χιώτικης μαστίχας.
Αν και στρατιωτικός, θεωρείται ο θεμελιωτής της φαρμακολογίας.
Γύρναγε στην περιοχή της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Μικράς Ασίας και μάζευε βότανα και πληροφορίες γι’ αυτά.
Γράφει ότι στη Χίο παράγεται η καλύτερη και περισσότερη μαστίχα και αναφέρει ότι ενδείκνυται για το βήχα, το στομάχι, τον αρωματισμό της αναπνοής και για μάσκες ομορφιάς.
Γαληνός:
Ο σημαντικότερος Έλληνας ιατρός μετά τον Ιπποκράτη.
Εκθειάζει τις στυπτικές και μαλακτικές ιδιότητες της μαστίχας και τη συνιστά για φλεγμονές του στομάχου, των εντέρων και του ήπατος.
Τονίζει μάλιστα ότι το καλύτερο μαστιχέλαιο παρασκευαζόταν στη Χίο.
Αρεταίος:
Γιατρός από την Καππαδοκία που έζησε το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. Άφησε αρκετές συνταγές για καταπλάσματα με συστατικό τη μαστίχα.
Χαρακτηριστικό είναι το κατάπλασμα από χουρμάδες, λιωμένους με κρασί μαζί με μαστίχα και αλόη για ανάκτηση της δύναμης των ασθενών από καρδιακά νοσήματα.
Ραζής:
Πέρσης φιλόσοφος και γιατρός (868 – 932 μ.Χ.) που θεωρούσε τον εαυτό του ως την ισλαμική εκδοχή του Ιπποκράτη.
Συνιστά μίγμα αργίλου και μαστίχας σαν υλικό για σφράγισμα χαλασμένων δοντιών.
Επίσης συνιστά το μάσημα της μαστίχας για να επανέλθει η όρεξη σε έγκυες γυναίκες.
Abu Yusuf Ya’qub ibn Ishaq al-Kindi:
γιατρός στη Βαγδάτη του 9ου αιώνα, δίνει μια συνταγή αντικαταθλιπτικού σκευάσματος, “που κάνει χαρούμενους όσους το πίνουν”, δυναμώνει το στομάχι, αρωματίζει την αναπνοή και βοηθάει το συκώτι.
Περιέχει ροδέλαιο, γαρίφαλο, νάρδο, κανέλα, σαφράν, κάρδαμο, φουντούκια και μαστίχα
Abu Marwan Abd al Malik ή Avenzoar,
γεννημένος στη Σεβίλλη το 1091, στο σύγγραμμά του Citab al Taysir προτείνει σκεύασμα με γλυκόριζα, σταφίδα και μαστίχα, για ηπατικά προβλήματα.
Gilbertus Anglicus (Αγγλία, 13ος αιώνας):
στο έργο του Compedium Medicinae αναφέρει ένα γιατροσόφι για τη σπλήνα.
Το ονομάζει diacerasus και περιέχει χυμό κερασιού, κανέλλα και μαστίχα.
Παράκελσος:
Την επουλωτική δράση της μαστίχας εξηγεί ο Ελβετός ιατροφιλόσοφος και αλχημιστής Παράκελσος, στο σύγγραμμά του Περί χειρουργικής: «Η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια που του επιτρέπει να αυτοθεραπεύεται, να εξισορροπεί και να γεμίζει.
Οι πληγές δεν θεραπεύονται από βάλσαμα.
Η μαστίχα, οι ρητίνες και άλλα επουλωτικά δεν μπορούν να δημιουργήσουν ούτε μία ίνα σάρκας.
Έχουν όμως την ιδιότητα να επιτρέπουν στη φύση να εργάζεται ανεμπόδιστα για την επούλωση της πληγής».
Giovani de Vigo (1469-1525):
ήταν προσωπικός χειρουργός του πάπα Ιουλίου ΙΙ.
Στο βιβλίο του Practica in Arte Chirurgia Copiosa, δίνει μια συνταγή για τη φαγούρα, που περιλαμβάνει ασπράδι αυγού, λιναρόσπορο, μαύρο ελλέβορο, μπουμπούκια λεύκας και μαστίχα σε σκόνη, χτυπημένη σε ελαιόλαδο.
Βάλσαμο της Ιερουσαλήμ:
Χαρακτηριστικό είναι το διάσημο «βάλσαμο της Ιερουσαλήμ» των φραγκισκανών μοναχών. Το φαρμακείο του φραγκισκανικού μοναστηριού του αγίου Σώζοντα στην Ιερουσαλήμ ήταν το πιο φημισμένο της Ανατολής.
Εκεί εργαζόταν ο μοναχός Αντόνιο Μεντζάνι ντι Κούνα, που μετά από πειράματα 24 ετών, κατάφερε να φτιάξει ένα αποτελεσματικότατο βάλσαμο.
Ο Μεντζάνι πρωτοπαρουσίασε το σκεύασμά του το 1712 στο Μιλάνο, με το πολύ εμπορικό όνομα «βάλσαμο της Ιερουσαλήμ».
Ήταν μια αλοιφή που θεράπευε πληγές.
Με το χρόνο αναδείχθηκε σε ελιξίριο για κάθε νόσο: στομαχόπονους, δερματικά, σκουλήκια στα έντερα, πονοκεφάλους, πονόδοντους, ναυτίες, αιμορροΐδες, καρδιακές ανεπάρκειες, ακόμα και για προστασία από την πανούκλα!
Η φόρμουλα του Μεντζάνι περιείχε τέσσερα συστατικά: αλόη, λιβάνι, σμύρνα και μαστίχα, διαλυμένα σε αιθανόλη.
Τη μαστίχα την αγόραζαν από τον Τούρκο σουλτάνο.
Σ’ αυτόν ανήκε το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου παραγόταν: η Χίος, ένα νησί του Αιγαίου.
Philip Thicknesse:
δημοσίευσε το 1777 το βιβλίο A Year’s Journey through France and Part of Spain.
Σ’ αυτό μιλάει για μια σκόνη που την ονομάζει coloradilla, την οποία χρησιμοποιούν οι Ισπανοί χειρουργοί.
Είναι φτιαγμένη από σμύρνα, μαστίχα και κινναβάρι (είδος κανέλλας).
Lady Webster’s Dinner Pills:
Ένα από τα διασημότερα καθαρτικά του 19ου αιώνα, τα χάπια της λαίδης Ουέμπστερ παρασκευαζόταν από αλόη, μαστίχα και ροδέλαιο.
Αντιμετώπιση της πανούκλας:
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αντιμετώπιζαν την πανώλη οι Ευρωπαίοι (που την ονόμασαν μαύρο θάνατο).
Η Ιατρική Σχολή του Παρισιού συνιστούσε για την καταπολέμισή της το θυμιάτισμα των σπιτιών.
Για το καλοκαίρι πρότεινε “ψυχρά” θυμιάματα όπως η καμφορά και το σανταλόξυλο και για τον χειμώνα “θερμά” όπως η μαστίχα και το μοσχοκάρυδο.
Άλλοι γιατροί συμβούλευαν όποιον ήθελε να επισκεφθεί ασθενή προσβεβλημένο από πανούκλα, να μασάει ένα κομμάτι μαστίχα ή κανέλλα ή ένα γαρύφαλλο και να αποφεύγει να τον κοιτάζει κατά πρόσωπο.
Πρακτική μέθοδος για το σφράγισμα των δοντιών:
αν διαλύσουμε τέσσερα μέρη μαστίχας με ένα μέρος αιθέρα σε αεροστεγή φιάλη, το υγρό που προκύπτει έχει κιτρινωπό χρώμα και ελαιώδη υφή.
Αν βρέξουμε με αυτό ένα βαμβάκι και το εφαρμόσουμε στην τρύπα του δοντιού, τη βουλώνει και τη στεγανοποιεί.
Σφραγίσματα τέλος; Διατροφὴ καὶ ὀδοντικὴ ὑγίεια
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.