Σὰν παιδιὰ εἴχαμε ὅλοι μας μεγάλο χῶρο γιὰ νὰ φιλοξενήσουμε τὴν ψυχή, τὸ πνεῦμα καὶ τὴν φαντασία μας, ποὺ ἤταν ἀπέραντα καὶ μαγικά.
Σὰν παιδιὰ μπορούσαμε νὰ βάζουμε πράγματα, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, ποὺ τὰ μυαλὰ τῶν ἐνηλίκων θὰ πάθαιναν σύγχυση καὶ θὰ βρίσκονταν σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση ἂν τὸ τολμοῦσαν.
Καθὼς μεγαλώναμε ἀρχίζαμε νὰ ἐπιθεωροῦμε τὰ πράγματα μὲ σκοπὸ νὰ τὰ τακτοποιήσουμε, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀφήσουμε καθόλου χῶρο γιὰ ἐρωτήματα.
Ὅμως γιὰ νὰ προχωρήσουμε ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸ τὸ ζωηρό, ἄγρυπνο, κεραυνοβόλο, φιλέρευνο, παιδικό, ἀθῶο πνεῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ ὄνειρα ἔργα, τοὺς σπόρους δένδρα καὶ τὴν ζωὴ νὰ ἐπεκταθῇ πέρα κι ἀπὸ τὴν πιὸ κοφτερὴ ἄκρη τοῦ ἀπείρου.