Ἑστιάδες

Βαθι᾿ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴ κοιμισμένη
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μία φωνή,
-τρόμου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται φοβισμένοι.

-«Ἒσβησ᾿ ἡ ἄσβηστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ᾿ ἐλπίδα πὼς μπορεῖ νἆν᾿ ψεύτρα ἡ συφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν. Συνέχεια

Ἡ πριγκήπισσα πού ἀγαποῦσε τόν πατέρα της σάν τό ἁλάτι

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε σε κάποια επαρχία της Ινδίας ένας μαχαραγιάς που είχε εφτά κόρες. Κάποια μέρα τις κάλεσε στην αυλή του και τις ρώτησε:

– Πέστε μου, κορίτσια μου, το κάθε ένα από εσάς, πόσο πολύ με αγαπάτε;

Τα έξι μεγαλύτερα κορίτσια, το ένα μετά το άλλο, απάντησαν:

– Πατέρα, σε αγαπάμε όπως την πιο γλυκιά ζάχαρη…

Το έβδομο παρέμεινε σιωπηλό για λίγο, και όταν πιέστηκε να απαντήσει, είπε: Συνέχεια

Ἀπὸ τὰ «Φωτερὰ Σκοτάδια»

Ὦ θαλασσοθεμέλιωτα καὶ ἡλιόσκεπα παλάτια,
Χτισμένα ἀπὸ τὰ σύννεφα τῆς θερινῆς βραδιᾶς,

«Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα
σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο
ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,
μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω. Συνέχεια

Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξῃ ἕνα σπίτι

Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο. 
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα κτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια… 
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν Συνέχεια

Ὁ Διογένης καί οἱ φακές…

Μία μέρα ο Διογένης έτρωγε ένα πιάτο φακές καθισμένος στο κατώφλι ενός τυχαίου σπιτιού. Δεν υπήρχε σε όλη την Ελλάδα πιο φθηνό φαγητό από μία σούπα με φακές. Μ’ άλλα λόγια, αν έτρωγες φακές σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας. Πέρασε ένα απεσταλμένος του άρχοντα και του είπε:

– Α! Διογένη, αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δε θα ήσουν αναγκασμένος να τρως συνέχεια φακές…

Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και Συνέχεια

Ἡ φοβερὴ πατρίδα μου

Ἄθλιος καιρὸς στὴ φοβερὴ πατρίδα μου
καὶ λίβας ἀνελέητος σκληρὸς τοῦ Ἰουλίου!

Τὴν πεθαμένη ταξιδεύαμε τὴ μάνα μας
μὲ τὸ βαγόνι τῆς γραμμῆς
κόσμος πολὺς μέσα στὸ διάδρομο καὶ ἡ ἀποθήκη του γεμάτη
μὲ μπαοῦλο, οἰκοσκευές,
καὶ ἀνάμεσά τους, στὰ ψηλά, τὸ φέρετρό της
ἔτσι καθὼς πηγαίναμε παλιὰ κουτί, στῶν συγγενῶν μας,
μὲ κοῦκλες, τὰ παιδιά. Συνέχεια