Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξῃ ἕνα σπίτι

Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο. 
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα κτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια… 
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν Συνέχεια