Πρωτοχρονιά. Θύμησες Ἀθανασίου Τόλιου, γεννηθεῖς τὸ ἒτος 1904.

Εἶναι ἡ Ἀγάπη αὐτὴ ποὺ μᾶς ὁρίζει, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν τόπο μας, γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας… Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μᾶς κάνει δυνατούς, ἒτοιμους νὰ προσφέρουμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀπὸ τὴ σκέψη μας, ἀπὸ τὴ ζωὴ μας. Ἀγάπη ἀγνή, πολύτιμη…

«‘Απὸ μικρὸς μόλις 6 ἐτῶν ἦμουν πολὺ περίεργος νὰ παρακολουθῶ καὶ νὰ ἀφουγκράζομαι τοὺς ἡλικιωμένους καὶ νὰ μαθαίνω ἱστορίες ποὺ συζητοῦν καὶ στοίβαζα στὸ μυαλό μου ὃλα ὃσα ἂκουγα, μὰ σὰν ἀγράμματος, Δ΄ Δημοτικοῦ, δὲν μποροῦσα νὰ ἀξιοποιήσω καὶ μὲ κατεῖχε μεγάλη πικρία ἒως ὃταν διορίστηκε δάσκαλος στὸ χωριό μου ὁ Τσάμης Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὰ Ρονσαίϊκα Ἀγρινίου, ποὺ διψοῦσε γιὰ ἱστορίες.
Συνέχεια

Μᾶς πήραν καὶ τὰ βρακιά!

Καὶ πολὺ καλὰ ἔκαναν!!!

Ἕνα πρᾶγμα ποὺ οὐδέποτε συμπάθησα ἰδιαιτέρως ἦταν ἡ βράκα. 
Βρᾶκες στὰ νησιά μας παντοῦ… Ἰδίως στὴν Κρήτη…
Ἀλλὰ ὅπου κι ἐὰν κυττάξουμε, ὅλο καὶ μία βράκα θὰ ξεπροβάλη. 

Κάποτε, ὅταν ἐδιαβάζα γιὰ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος, πρόσεξα πὼς οἱ Πέρσες φοροῦσαν ἀναξυρίδες. Δῆλα δὴ φοροῦσαν κάτι περίεργα παντελόνια, σὰν βρᾶκες. 
Ἀντιθέτως οἱ Ἕλληνες φοροῦσαν χιτῶνες καὶ πανοπλίες. 
Συνέχεια

Ἡ μορέττα.

Ἄς ποῦμε πὼς εἶναι ὁ προπομπὸς τῆς μάσκας. 

Ἄς τὸ ποῦμε, διότι μόνον στὰ κατάλοιπά της μποροῦμε νὰ διακρίνουμε κάτι τέτοιο.
Ἡ μορέττα ἦταν ἕνα εἶδος φερεντζέ, γιὰ τὶς Εὐρωπαῖες, ποὺ ὅμως ἐκεῖνες ἐπέλεγαν ἐὰν θὰ τὴν φορέσουν ἤ ὄχι, γιὰ κοινωνικοὺς λόγους συνήθως. 
Ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς οἱ κοινωνίες ἐκεῖνες ἦσαν τόσο ἀσφυκτικά περιοριστικὲς γιὰ τὶς γυναῖκες, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ κάτι, σὰν τὴν μορέττα, ποὺ θὰ τὶς προστάτευε.

Συνέχεια

Ἡ παγαποντιὰ τῶν καλικαντζάρων

ριζ΄

 

Ἡ παγαποντιὰ τῶν καλικαντζάρων

Ἄχ, βάχ, ὠϊμέ, κι ὁλοχρονὶς
μὲ πριόνια καὶ τζεκούρια μας,
τὸ δέντρον ποὺ βαστάει τὴ γῆς
πελεκοπριονίζαμεν·
κοντὰ θὰ τὸ κρημνίζαμεν
τῶν Χριστουγέννω ἀνήμερα,
καὶ πρίχου ἡ γῆς πλακώσει μας,
βγαίναμεν τῆς παραμονῆς.
 

Οἱ ὅροι «Ξένος» καὶ «Ξενία».

Τὸ παρακάτω εἶναι μία πολὺ καλὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ἀντιλαμβάνονταν οἱ πρόγονοί μας τὸν ὅρο Ξένος. 
Σὲ καμμίαν πάντως περίπτωσιν δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονταν ὅπως ἡ Νταράλα καὶ ὁ Κωνσταντίνου!
Ἡ λέξις ξένος, ποὺ παράγει τὸ ξενίζω, φιλοξενῶ, ἀνεφέρετο μόνον ἀπὸ Ἕλληνες σὲ Ἕλληνες!
Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι παρδαλὲς κορδέλλες καὶ κόκκινα σιρίτια, ποὺ φαντάζουν ὥς μεγαλοστομίες ἀλλὰ παραμένουν Συνέχεια

Οἱ Σαρακατσάνοι. Πανάρχαιο πρωτοελληνικό φύλο

Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά (βνά-στράτα-χειμαδιά) διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.

Κοιτίδα των Σαρακατσάνων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα ΑΓΡΑΦΑ, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.

Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και Συνέχεια